Η συνέχεια μιας από τις πιο καθοριστικές ταινίες της δεκαετίας του ’80, που χάρισε στην ανθρωπότητα τον Τομ Κρουζ, το “Take My Breath Away” (αμφιλεγόμενη η προσφορά του), εκείνη τη σκηνή βόλεϊ και τη φράση “I feel the need… the need for speed” αποκαθιστά τη φήμη των legacy sequels, που αποτελούν το νέο αγαπημένο παιχνίδι του Χόλιγουντ, όχι απλώς ξεπερνώντας τον προκάτοχό του αλλά γράφοντας με skywriting (6 γραμμές και έχουμε ήδη εξαντλήσει τις αεροπορικές μεταφορές) ένα καινούργιο λαμπρό κεφάλαιο στο εμπορικό σινεμά. Μην ζηλεύετε – το Top Gun: Maverick μπορεί να προσγειώθηκε μόλις (δεν τελείωσαν οι μεταφορές τελικά) στο Φεστιβάλ Καννών και να έχει προκαλέσει μεγαλύτερο ντόρο κι από την επίσημη ταινία έναρξης, αλλά η κυκλοφορία του στην Ελλάδα ακολουθεί πολύ σύντομα, την ερχόμενη Τετάρτη 25 Μαΐου.
Για τους κανονικούς ανθρώπους, έχουν περάσει τρεις δεκαετίες, όμως ο Τομ Κρουζ –και κατ’ επέκταση ο Πιτ “Μάβερικ” Μίτσελ– μετά βίας μοιάζει να έχει γεράσει πάνω από λίγα χρόνια. Ακόμα κι έτσι, ο εκπαιδευτής πιλότων του απειλείται από την προτίμηση του ανώτερού του (Εντ Χάρις) για την τεχνητή νοημοσύνη στις πτήσεις. “Το μέλλον έρχεται και δεν συμπεριλαμβάνεσαι σε αυτό. Οδεύεις προς αφανισμό,” του λέει. “Ίσως, αλλά όχι σήμερα,” απαντάει ο Κρουζ, σε μια ταινία η οποία βρίσκεται σε συνεχή διάλογο με την εικόνα και την ταυτότητα του πρωταγωνιστή της, του τελευταίου movie star, που αποτελεί πραγματικά σπάνιο είδος πλέον στο Χόλιγουντ, αλλά απέχει πολύ από τη συνταξιοδότηση (παρά το ότι φλερτάρει με τα 60) ή το “διαζύγιο” του κοινού με εκείνον.
Μετά από ένα εισαγωγικό μισάωρο στο οποίο η ταινία κλείνει ανησυχητικά το μάτι στην πρώτη, ο Μάβερικ σύντομα επιστρέφει στην Top Gun Academy για να εκπαιδεύσει μια διμοιρία νεαρών πιλότων για μια ειδική διαστημική αποστολή και από εκεί και στο εξής ο σκηνοθέτης Τζόζεφ Κοζίνσκι και ο συν-σεναριογράφος Κρίστοφερ Μακουάρι (μονίμως πλέον στο τιμόνι των Επικίνδυνων Αποστολών του Κρουζ) ανανεώνουν θεαματικά και ουσιαστικά την ιστορία, μέσα από συναισθηματικά κερδισμένες υποπλοκές (από τη σχέση του Μάβερικ με τον υποσμηναγό γιο του εκλιπόντα Γκουζ, που υποδύεται ο Μάιλς Τέλερ, μέχρι το ρομάντζο του με την ιδιοκτήτρια μπαρ που παίζει η Τζένιφερ Κόνελι) και ασύλληπτες σκηνές δράσης: ο Κοζίνσκι ξέρει πώς να θέσει την εναέρια φωτογραφία στην υπηρεσία της συναρπαστικής αίσθησης της πτήσης και το κάνει με στυλ και εντυπωσιακή επιδεξιότητα. Η ταινία καθυστέρησε 4 χρόνια να βγει στις αίθουσες εξαιτίας της πανδημίας, αλλά ακόμα και στο παρόν κλίμα, με ένα πόλεμο να μαίνεται στην Ευρώπη, παραμένει ένα ανώτερο δείγμα σινεμά δράσης παρά ένα μιλιτέρ κάλεσμα όπως, για παράδειγμα, οι ταινίες της Marvel, για να αναφέρουμε μια από τις συχνότερες μομφές που τις συνοδεύουν.
Το Top Gun: Maverick μεταχειρίζεται, ενδεχομένως και άθελά του, με ενδιαφέροντα τρόπο τη νοσταλγία, την κινητήρια δύναμη πίσω από μια ανησυχητικά μεγάλη μερίδα της σύγχρονης ψυχαγωγίας, τουλάχιστον στο σινεμά και την τηλεόραση. Αντί να δικαιολογήσει την ύπαρξή της σαν ένα φτηνό, κυνικό τέχνασμα που κυνηγά μόνο τις εύκολες εισπράξεις, δημιουργεί το δικό της μονοπάτι και ταυτόχρονα τοποθετείται ως η απόλυτη δήλωση για το legacy όχι του Top Gun, αλλά του ίδιου του Κρουζ. Και το κάνει προχωρώντας ένα βήμα μπροστά το μαζικό σινεμά, σε μια στιγμή που το χρειάζεται περισσότερο από ποτέ.
Η Popaganda καλύπτει το 75ο Φεστιβάλ Καννών με την ευγενική χορηγία της Aegean Airlines.