Τα φορμαλιστικά πειράματα αποτελούν σφραγίδα του σκηνοθέτη Μαρκ Τζένκιν, του οποίου η προηγούμενη ταινία, Bait, έλαβε διθυραμβικές κριτικές από το βρετανικό Τύπο το 2019, κέρδισε βραβεία BAFTA και BIFA και γέμισε με ελπίδα την κινηματογραφική βιομηχανία της χώρας για το μέλλον της. Μετά από εκείνο το θρίαμβο, ο Τζένκιν επιστρέφει με τη νέα του ταινία, Enys Men, που διατηρεί τις “χειροποίητες” και low budget αρετές που έκαναν το Bait τόσο ξεχωριστό, και συμμετέχει στο διαγωνιστικό τμήμα της παράλληλης ενότητας Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών στο Φεστιβάλ Καννών. Στην ταινία, που γυρίστηκε με 16mm, μια γυναίκα (η Μέρι Γουντβάιν, σύντροφος του σκηνοθέτη) παρατηρεί επίμονα ένα σπάνιο λουλούδι που έχει φυτρώσει στο γειτονικό της βουνό σε ένα ακατοίκητο νησί της Κελτικής Θάλασσας και αρχίζει να βιώνει μεταφυσικές και παράξενες αλλαγές στο σώμα της.
Ο Τζένκιν μάς μίλησε λίγες ώρες μετά την πρεμιέρα του Enys Men για το μοναδικό τρόπο που γυρίζει ταινίες, την πραγματική του γνώμη για το folk horror και τη σχέση του με την Κορνουάλη.
Πώς θα περιγράφατε τον φολκ τρόμο του Enys Men; Είναι αστείο γιατί έχω μια πολύ περίπλοκη σχέση με το folk horror. Ο παραγωγός μου επιμένει να το λέμε folk horror της Κορνουάλης. Έχει τόσο αγγλικούς συνειρμούς και την πολύ συγκεκριμένη εικόνα της Αγγλίας με ανθρώπους να χορεύουν Morris στην πλατεία του χωριού και όλα αυτά τα πράγματα, και μετά αυτό να ανατρέπεται από το αρχαίο σκοτάδι και τα παγανιστικά έθιμα. Ενώ στην Κορνουάλη, ο υπόγειος σκοτεινός παγανισμός είναι στην πραγματικότητα στην επιφάνεια και παντού γύρω μας. Ήθελα, λοιπόν, να διερευνήσω αυτό αντί για την αγγλική εκδοχή του “λαϊκού τρόμου”, επειδή νομίζω ότι αυτή η εκδοχή της εύθυμης παλιάς Αγγλίας είναι αρκετά επικίνδυνο σημείο να βρίσκεσαι, ειδικά μετά το Brexit, εξιδανικεύοντας αυτή την παλιά Αγγλίας δεν υπήρξε ποτέ στην πραγματικότητα.
Ποια ήταν η έμπνευσή σας για την ταινία; Το σημείο εκκίνησης για την ταινία ήταν μια εικόνα που είχα στο μυαλό μου από 6 ή 7 χρονών ενός βράχου που στεκόταν για αιώνες εκεί. Πάντα ήθελα να το εξερευνήσω και να το πάω ένα βήμα πιο πέρα, τον φωτογράφιζα, τον τράβαγα με την κάμερα, αλλά ποτέ δεν σκέφτηκα να τα χρησιμοποιήσω όλα αυτά σε μια ταινία. Μόλις μου ήρθε η ιδέα, ανοίχτηκαν πολλές νέες κατευθύνσεις και η ταινία δεν είναι απλώς για ένα βράχο.
Ποιοι ήταν οι στυλιστικοί στόχοι σας για την ταινία; Θέλω να είμαι σίγουρος ότι με ενθουσιάζει η διαδικασία. Προσπαθώ να αλλάζω τα πάντα. Αυτή τη φορά, γύρισα την ταινία ως έγχρωμη αντί για ασπρόμαυρη, όπως ήταν η προηγούμενη. Το μοντάζ, ο ήχος και η εικόνα καθορίζονται από τον τρόπο που κάνω το γύρισμα και αυτό με τη σειρά του εξαρτάται από τον εξοπλισμό που έχω. Έχω μια κάμερα που μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο για 27 δευτερόλεπτα πριν χρειαστεί να ξαναγυριστεί. Είναι μια κάμερα που δεν συγχρονίζεται και κάνει θόρυβο, γι’αυτό το γύρισμα είναι απολύτως βουβό και ο ήχος προστίθεται αργότερα. Αυτή η διαδικασία υπαγορεύει την αισθητική της ταινίας. Για μένα είναι πρακτικό ζήτημα και μόνο έτσι μπορούσα να κάνω την ταινία. Θυμίζει έναν πιο απλό τρόπο κινηματογράφησης από τον οποίο νομίζω ότι έχουμε απομακρυνθεί. Το ψηφιακό είναι φανταστικό, αλλά ο όγκος του εξοπλισμού και της τεχνολογίας καθορίζει το ύφος της ταινίας. Η απλότητα μιας ιδέα, μιας φόρμας σημαίνει να μπορείς να δημιουργήσεις κάτι μοναδικό.
Τι έχει η Κορνουάλη που σας κρατάει δημιουργικό; Είναι η ιδιαίτερη πατρίδα μου, το σπίτι μου. Νιώθω σαν ξένος οπουδήποτε αλλού. Δεν είναι πρόβλημα, είναι ωραίο να νιώθεις ότι είσαι σε ξένο μέρος, αλλά επέλεξα να επιστρέψω και να δουλέψω εκεί. Το μέρος αυτό με τρελαίνει, έχω μια σχέση αγάπης-μίσους μαζί του, επειδή με εξοργίζει η γενικότερη κατάσταση του Ην. Βασιλείου. Τα πηγαίναμε καλά μέχρι περίπου πριν 6 χρόνια και μετά αποφασίσαμε να δίνουμε μπουνιές στο πρόσωπό μας επανειλημμένα. Το κάνουμε ακόμα, αλλά νομίζω ότι το ίδιο συμβαίνει και σε άλλες χώρες. Δεν νομίζω ότι θα κάνω όλες μου τις ταινίες εκεί, αλλά είναι μια συνεχής πηγή έμπνευσης και αναστάτωσης και χαράς και λύπης.
Οι κριτικές για την προηγούμενη ταινία σας ήταν ενθουσιώδεις, κερδίσατε βραβεία… Σας άγχωσε καθόλου το επόμενο βήμα σας; Στην αρχή δεν σκεφτόμουν καθόλου το κοινό. Όλοι με ρώταγαν κι εγώ έλεγα ότι σκεφτόμουν το κοινό του ενός ατόμου, δηλαδή εμένα. Έχω απόλυτη ελευθερία και δεν ήθελα ποτέ αν αμφισβητώ τον εαυτό μου και να προσπαθώ να μαντέψω τι θέλει το κοινό. Είναι εύκολο να το κάνει αυτό όταν δεν υπάρχουν προσδοκίες, όπως συνέβαινε με το Bait. Προσπάθησα να συνεχίσω με αυτή τη νοοτροπία, αλλά ας πούμε κάποιος μου έστειλε μήνυμα στο Twitter λέγοντας “ανυπομονώ για τη νέα σου ταινία”. Και ξαφνικά καταλαβαίνεις ότι υπάρχουν προσδοκίες. Δεν έχω την ψευδαίσθηση ότι το μέγεθος του κοινού είναι ανάλογο με εκείνο που περιμένει το σίκουελ του Top Gun, αλλά σίγουρα κάποιοι άνθρωποι περιμένουν το Enys Men. Στο γύρισμα σίγουρα δεν το σκέφτομαι, αλλά μόλις επιβεβαιώσουμε την πρεμιέρα αρχίζω να το σκέφτομαι. Χτες [στην πρεμιέρα στις Κάννες] αναρωτιόμουν για 20 λεπτά αν αρέσει στους θεατές. Προσπαθώ να μην το κάνω, αλλά αναπόφευκτα συμβαίνει.