Τα τελευταία χρόνια, η κάρτα “un film de Almodovar” στους τίτλους αρχής σίγουρα δεν κουβαλούσε την ίδια ανυπομονησία όπως στις θριαμβευτικές στιγμές του παρελθόντος, που μοιάζουν να σταμάτησαν με το Volver του 2006. Ίσως κι ο ίδιος ο Πέδρο Αλμοδόβαρ να συνειδητοποίησε ότι τα genre πειράματα ή τα γυναικοκεντρικά μελό της τελευταίας δεκαετίας δεν ικανοποιούν πλέον τον πάλαι ποτέ ουμανιστή, επαναστάτη, λάτρη του κιτς και του περιθωρίου που υπάρχει ακόμα μέσα του και για το επόμενο βήμα του αποφάσισε να στρέψει την κάμερα στον εαυτό του – περίπου.
Ο Σαλβαδόρ Μέγιο, ο καταξιωμένος ισπανός σκηνοθέτης που υποδύεται ο Αντόνιο Μπαντέρας στο Dolor y Gloria, δεν θυμίζει τον Αλμοδόβαρ μόνο στα χαρτιά, αλλά και στην εμφάνιση. Και η επιλογή του πρωταγωνιστή ήταν ιδανική, αφού η επαγγελματική σχέση τους, που ξεκίνησε το 1982 στο Λαβύρινθο του Πάθους, σίγουρα επέτρεψε στον ισπανό σταρ να αντλήσει άφθονο υλικό για την ενσάρκωσή του μέσα από τόσα χρόνια φιλίας και συνεργασίας.
Όταν γνωρίζουμε τον Σαλβαδόρ, ετοιμάζεται να παρουσιάσει σε μια επετειακή προβολή την ταινία που πριν από 30 χρόνια τον έβαλε στον κινηματογραφικό χάρτη. Θα μοιραστεί τη σκηνή με τον πρωταγωνιστή Αλμπέρτο (Ασιέρ Ετσεάντια), με τον οποίο σταμάτησε να μιλάει μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων, θεωρητικά δυσαρεστημένος από την ερμηνεία του. Η επανασύνδεσή τους με αφορμή την πρόσκληση για συζήτηση από την Ταινιοθήκη της Μαδρίτης θα φέρει στη ζωή του Σαλβαδόρ όχι μόνο τον παλιό του συνεργάτη, αλλά και την ηρωίνη, την οποία ο Αλμπέρτο μοιράζεται μαζί του. Βασανισμένος από ένα σωρό ασθένειες, χρόνιες παθήσεις και κρίσεις πανικού, ο Σαλβαδόρ θα χρησιμοποιήσει την ηρωίνη όχι μόνο ως τρόπο διεξόδου από το ελαττωματικό του κορμί, αλλά και ως όχημα επιστροφής στο παρελθόν του, στις αναμνήσεις της καθημερινότητας σε ένα φτωχοχώρι με τη μητέρα του (Πενέλοπε Κρουζ), στις ρίζες της αγάπης του για το σινεμά και στο πρώτο ερωτικό του ξύπνημα.
«Δεν μου αρέσει το autofiction», δηλώνει αυστηρά η ηλικιωμένη μητέρα του (Χουλιέτα Σεράνο) σε μια από τις πιο αυτοαναφορικές στιγμές της ιστορίας. Όμως εδώ ο Αλμοδόβαρ μοιάζει να το έχει ανάγκη για να συμφιλιωθεί με τον εαυτό του σήμερα, καλλιτεχνικά και προσωπικά, και παρόλο που δεν επιφυλάσσει για τον εαυτό του την ίδια άφθονη ανθρωπιά με την οποία έχει αντιμετωπίσει στις πιο φημισμένες ταινίες του κάθε ήρωά του, όσο διαφορετικός, βασανισμένος ή προβληματικός κι αν είναι, έχει μόνο αγάπη, νοσταλγία και ευγνωμοσύνη για τα παιδικά χρόνια που έπλασαν το χαρακτήρα και τις εμμονές του. Απελευθερωμένος από το θυμό του άλλου αυτοβιογραφικού του εγχειρήματος Κακή Εκπαίδευση, κατασταλάζει σε μια πιο ευχάριστη, γλυκόπικρη αναδρομή της ζωής του είτε αυτή περιλαμβάνει τη διδασκαλία γραφής και ανάγνωσης σε έναν αναλφάβητο χτίστη όταν ήταν παιδί, είτε μια συνάντηση με τον πρώην μεγάλο του έρωτα στο σήμερα.
Παραδόξως, ο Αλμοδόβαρ δεν έχει βραβευτεί ποτέ του με Χρυσό Φοίνικα. Σε ένα διαγωνιστικό γεμάτο high concepts, εκρήξεις βίας και χωρίς ένα ξεκάθαρο φαβορί μέχρι στιγμής, η πιο προσωπική στιγμή ενός εμβληματικού ευρωπαίου auteur ίσως να είναι εκείνη που θα του χαρίσει μια στιγμή αναγνώρισης που πάντα του ξέφευγε.