Το πόσο επιδραστικό ήταν το Trainspotting για τον κινηματογράφο της δεκαετίας του ’90 και την pop (αντι)κουλτούρα της εποχής γενικότερα, είναι μάλλον περιττό να τρώει κανείς χρόνο να το αναλύει πλέον, ιδίως αφού πια όλη εκείνη η μανία, η ζέση και το πάθος μπορούν να συνοψισθούν στο εξής απλό: το Trainspotting, εκείνο το μικρό, ανεξάρτητο διαμαντάκι που έσκασε στις οθόνες σχεδόν απ’ το πουθενά, εδραιώνοντας κατ’ αρχήν τον Danny Boyle ως έναν απ’ τους πιο δυναμικούς, αντισυστημικούς σκηνοθέτες της γενιάς του, κι ύστερα τον Ewan McGregor ως έναν απ’ τους πιο πολλά υποσχόμενους νέους κινηματογραφικούς αστέρες της Μεγ. Βρετανίας, υπήρξε ίσως η μόνη ταινία στην σύγχρονη κινηματογραφική ιστορία, που κατάφερε να προκαλέσει τόσο έντονη και τόσο μακροχρόνια προσμονή για το sequel της χωρίς να είναι μεγάλο κινηματογραφικό franchise, κι ακόμη περισσότερο χωρίς να έχει καν πουσαριστεί από μεγάλο στούντιο την πρώτη της φορά. Ποιος Harry Potter θα το έκανε αυτό; Και μάλιστα για ε ί κ ο σ ι χρόνια;
Να ‘μαστε όμως λοιπόν εδώ, μετά από είκοσι χρόνια, κι είναι ν’ αναρωτιέται βέβαια κανείς, πόσοι απ’ όσους έχασαν τα λογικά τους εκείνη την πρώτη φορά, περίμεναν στ’ αλήθεια ότι θα είναι εδώ είκοσι χρόνια μετά. Η ζωή είναι γεμάτη εκπλήξεις όμως, ως γνωστόν, και το T2 Trainspotting είναι μια απ’ τις πιο ευχάριστες. Κι αυτό όχι μόνο επειδή είμαστε (οι περισσότεροι) εδώ για να το υποδεχτούμε, αλλά γιατί, σ’ αντίθεση με όλα όσα φοβόμαστε ότι θα (ξανα)δούμε, η επανένωση της παλιοπαρέας είκοσι χρόνια μετά από εκείνο το πρωινό που ο Renton χάθηκε στη χαραυγή κουβαλώντας τις μελλοντικές του τύψεις στον ώμο, προσφέρει περισσότερα να μάθουμε, παρά να θυμηθούμε. Μια παλιοπαρέα που γνωρίσαμε, αγαπήσαμε, και σ’ ένα βαθμό χτίσαμε καθ’ ομοίωσή παρέες δικές μας, κι ίσως κομμάτια του εαυτού μας κιόλας, ο Sick Boy, o Spud, ο Begbie κι ο Renton δεν επιστρέφουν στην οθόνη απλώς και μόνο για να τους δούμε, αλλά για να ανοίξουν πόρτες προς τα πίσω και τα μέσα τους, πιο πίσω και πιο μέσα απ’ όταν τους πρωτογνωρίσαμε, βρίσκοντας στο παρελθόν τους λόγους για τους οποίους τους πρωτοαγαπήσαμε. Κι αυτό, βέβαια, δεν είναι απλή και στείρα νοσταλγία, αλλά αγνή κι ατόφια μυθολογία.
Μέσα από ένα storyline που αναγνωρίζει βέβαια την ανάγκη του να συνδεθεί με τα παρελθόντα και το όσα σήμαιναν για όσους τα έζησαν και τα ξανάζησαν, βλέποντας και ξαναβλέποντας την πρώτη ταινία τα χρόνια που πέρασαν, το νέο σενάριο του John Hodge αντλεί μεν έμπνευση από το Porn, το λογοτεχνικό sequel του Irvine Welsh, χαράσσει όμως μια ολότελα ενδιαφέρουσα, κι ολότελα δικιά του πορεία. Επαναφέροντας τον Renton σ’ ένα μεταλλαγμένο απ’ τη νέα εποχή Εδιμβούργο, το Τ2 κάνει τις σπαρταριστές του αναφορές στον απολωλότα που επιστρέφει στον τόπο του αλλά αισθάνεται εξωγήινος, γρήγορα όμως προσπερνά τις κουλέρ λοκάλ αφορμές για εύκολες σατιρικές εκτροπές, και βυθίζεται σε στιβαρή δραματουργία.
Με κεντρικό του μοτίβο το νέο μεγάλο κόλπο στο οποίο βάζουν στόχο να επιδοθούν οι επανενωθέντες Renton και Sick Boy, κι ανατρεπτικό παράγοντα τον Begbie που απλά ζητάει ματωμένη εκδίκηση, το Τ2 έχει για βασικό αφηγηματικό άξονά του τη δομή της κωμικής περιπέτειας περισσότερο, παρά αυτήν της κοινωνικής μαύρης σάτιρας που έδινε παλμό στην πρώτη ταινία. Με αυτό για μπούσουλα, το σενάριο ακολουθεί την κλασική αμερικανική συνταγή, δημιουργώντας έναν εχθρό για να ενώσει απέναντί του τους υπόλοιπους (κι όλοι μπορούμε να φανταστούμε ποιος είναι ο εύκολος ύποπτος). Αυτή η προσέγγιση μπορεί να διευκολύνει μεν τον Boyle να διατηρήσει ένα αφηγηματικό τέμπο που κρατάει την ένταση σε υψηλά επίπεδα, απ’ την άλλη όμως δίνει στον Hodge το χώρο του να σκάψει κάτω απ’ την επιφάνεια της εικόνας, και να αναδείξει τον Spud ως κεντρικό ήρωα και όχημα ενός ιδιοφυούς δραματουργικού ευρήματος, μέσα από το οποίο όχι απλά συνδέει τη νέα του ταινία με το παρελθόν, αλλά την κάνει κι απολύτως απαραίτητη για την ίδια την ύπαρξη της πρώτης.
Κι αν της πρώτης τις εξάψεις και τις σπίντες, ετούτη η δεύτερη ταινία δεν τις πιάνει (και πώς θα μπορούσε άλλωστε, 20 χρόνια μετά, που ο Renton παθαίνει καρδιακό αν τρέξει λίγο παραπάνω στο γυμναστήριο), ό,τι έχει χάσει ο Boyle σε φρενήρη ενέργεια, το ‘χει αναπληρώσει με το παραπάνω σε φινέτσα και βιρτουοζιτέ. Αυτό κάνει από μόνο του κάθε ταινία του Βρετανού νέα και φρέσκια, ακόμη κι όταν βρίσκεται σε ένα συνεχές αλισβερίσι με το παρελθόν. Το οποίο, όπως και στη ζωή, έτσι και στην ταινία ετούτη καθορίζει το παρόν και μέλλον, αλλά καθορίζεται συνάμα κι απ’ τη θέση που βρισκόμαστε όταν το αναλογιζόμαστε, δίνοντας αφορμή σε Boyle και Hodges να στήσουν ένα απολαυστικό γαϊτανάκι, που βασίζεται τόσο στην ανάγκη μας να θυμηθούμε τα παλιά, όσο και στην υποχρέωσή μας να προχωράμε στα επόμενα. Τα οποία επόμενα, βέβαια, καθορίζονται κι απ’ την πιστή μας αφοσίωση σε όσα σωστά έγιναν παλιά.
Παράδειγμα: με εκείνη τους την πρώτη ταινία, σε εποχές που δεν το είχαμε καν σκεφτεί ως όρο, Boyle, Hodge και Welsh καθόριζαν τους όρους και τις ισορροπίες του bro-μάντζου, κρατώντας σαφέστατε απόστασεις απ’ την ωραιοποιημένη εκδοχή που θα μας σερβίριζε αργότερα το Hollywood. Αυτές τις αποστάσεις τους απ’ τη ρομαντική βερσιόν της αδιάρρηκτης, αλλά και άγριας αν χρειαστεί ανδρικής φιλίας, αποσαφηνίζουν ακόμη περισσότερο σ’ αυτή τη δεύτερη ταινία, με τη δυναμική ανάμεσα σε Renton και Sick Boy να κουβαλάει ευθείες αντανακλάσεις της σχέσης του McGregor με τον Boyle. Ο οποίος Boyle, παρεμπιπτόντως, βρίσκεται στη Berlinale για δεύτερη φορά στην καριέρα του, σε μια ειρωνεία της τύχης που, σχεδόν ποιητικά, υπογραμμίζει και το βασικότερο απ’ τα αφηγηματικά νήματα του T2 Trainspotting: την κυκλικότητα του χρόνου. Την πρώτη του φορά, ο Boyle πάτησε τα βερολινέζικα κόκκινα χαλιά με το The Beach, την ταινία που τον αποξένωσε απ’ τον McGregor. Τη δεύτερη φορά, επιστρέφει με την ταινία που τους επανένωσε. Το οποίο το λες τουλάχιστον συγκινητικό, αν όχι και τελείως καρμικό.