Categories: BERLINALE 2016

Η Popaganda στο Βερολίνο: Ο Jude Law κι ο Colin Firth ζουν το bro-μάντσο τους στο Genius

Οι ταινίες για μεγάλες φιγούρες της λογοτεχνίας είναι ζόρικες υποθέσεις να χειριστεί κανείς μ’ επιτυχία, κι ακόμη πιο ζόρικες οι περιπτώσεις που θες να ζωντανέψεις τις μεγάλες λογοτεχνικές στιγμές αυτών των μεγάλων λογοτεχνικών φιγούρων στην οθόνη, χωρίς να μετατρέψεις την ταινία σου σε κινηματογραφικό αναλόγιο. Οπότε, από μια μεριά, τη λες και ευρηματική την απόφαση του σκηνοθέτη Michael Carnage να προσεγγίσει το μυστήριο της ψυχής του Thomas Wolfe μέσα απ’ τη σχέση του με τον εκδότη του, Max Perkins. Απ’ την άλλη όμως, τελικά δεν υπάρχουν και πολλά να ανακαλύψει κανείς στην ταινία του, που ξετυλίγεται περισσότερο σαν γοητευτικό bro-μάντσο στην εποχή των three-piece-suits, παρά σαν ψυχόδραμα δυο χαρακτήρων που προβάλλονται ως οι πιο επιδραστικοί άνθρωποι των αμερικανικών γραμμάτων της δεκαετίας του ‘20 τουλάχιστον.

Ξεκινώντας το στόρι του στο γραφείο του Max Perkins, ενός εκδότη του οποίου η βιβλιοθήκη της επαγγελματικής σταδιοδρομίας φέρει ονόματα συγγραφέων όπως ο F Scott Fitzgerald κι ο Ernest Hemingway, ο Carnage μάς μπάζει στη μοναχική ρουτίνα ενός κατά πώς φαίνεται εργασιομανή σκαπανέα της λογοτεχνίας. Ή μάλλον, πιο σωστά, μάς μπάζει σ’ εκείνη τη σπάνια στιγμή, που μέσα απ’ τη μοναχική ρουτίνα του συναντά μια αδερφή ψυχή: το υπερογκώδες χειρόγραφο (ίσα με δυο-τρεις Χρυσούς Οδηγούς σε μέγεθος) ενός νέου συγγραφέα που έχουν απορρίψει όλοι οι εκδοτικοί οίκοι της Νέας Υόρκης, γίνεται αφορμή ο Perkins να αναζωογονηθεί.

Να γοητευθεί, να μαγευτεί, και να παρασυρθεί σε βαθμό τέτοιο, ώστε απ’ τη στιγμή που θα πιάσει το χειρόγραφο στα χέρια του ως τη στιγμή που θα το αφήσει, να έχουν παρεμβληθεί ένα ταξίδι με το τραίνο στην ερημιά του σπιτιού του, μια τεατράλε υποδοχή απ’ τις κόρες του που θα περάσει απαρατήρητη, ένα οικογενειακό δείπνο που θα περάσει ως μη γενόμενο, μια νύχτα που θα περάσει άυπνη, κι άλλο ένα ταξίδι με το τραίνο μέχρι πίσω στο γραφείο του. Κι εκείνη τη στιγμή που θα το αφήσει, θα μπει μέσα ο νέος συγγραφέας, και το όνομα αυτού Tom Wolfe.

Η πρώτη τους γνωριμία, εκεί σ’ εκείνο το γραφείο, που ο Wolfe έχει ανέβει για να εισπράξει κατά πρόσωπο την απόρριψή του, κι αντ’ αυτού εισπράττει τα 100 δολάρια της πρώτης του αμοιβής, χαράσσεται στο φιλμ του Carnage ως το απόλυτο meet cute. Η χαριτωμένη εκείνη αμήχανη στιγμή της πρώτης γνωριμίας ενός ειδυλλίου που θα εξελιχθεί σε φλογερό ρομάντσο, μονταρισμένο με ανεβαστική μουσική και highlights της εδραίωσης της έλξης, μέχρι η σχέση να απειληθεί από μια κάποια αδιόρατη συννεφιασμένη της στιγμή.

Βέβαια εδώ μιλάμε για bro-μάντσο κι όχι για ρομαντική κομεντί, όμως είναι περίπου ίδια η λογική με την οποία ο Carnage μοντάρει τις χαρούμενες στιγμές του bonding στη συνεργασία των Wolfe και Perkins, καθώς ο πρώτος προσπαθεί να εντυπωσιάσει τον νεόκοπό του μέντορα φέρνοντας τελάρα ολόκληρα γεμάτα με σελίδες όπως νεοϋιοθετημένο κουταβάκι τρέχει να φέρει το ξυλάκι, κι ο δεύτερος, με κατανόηση κι υπομονή, προσπαθεί να του μεταλαμπαδεύσει την εμπειρία της ζωής, μαθαίνοντάς τον τα μυστικά του καλού editing: «Κι εγώ λατρεύω τον γιατρό», θα του πει, «αλλά στ’ αλήθεια τώρα, 50 σελίδες;».

 

Τοποθετημένο στο Επίσημο Διαγωνιστικό του Βερολίνου, ανάμεσα σε ταινίες με έντονη την αίσθηση καθήκοντος και υποχρέωσης να σου ζορίσουν τον εγκέφαλο με τις εκάστοτε φορμαλιστικές, αφηγηματικές, ή άλλες ιδιοτροπίες τους, το φιλμ του Carnage λειτουργεί υπέροχα σαν ένα palette cleanser. Σαν εκείνη τη φέτα απ’ το ginger που μασάς με αυταπάρνηση πριν πας από το maki στο sashimi, ή το σορμπέ του λεμονιού πριν να περάσεις απ’ το ορεκτικό σου στο κυρίως, το Genius είναι ένα εξαιρετικό προϊόν απ’ αυτά που ξερνάει στον αυτόματο η καλοκουρδισμένη δραματομηχανή του Hollywood, όμως λίγη σχέση έχει και με τον Wolfe και με τον Perkins, κι ακόμη λιγότερη βέβαια με τη λογοτεχνική παρακαταθήκη και των δυο, όσο κι αν προσπαθούν ο Colin Firth και ο Jude Law να βρουν ψαχνό στους χαρακτήρες τους.

Απέναντι στον διεκπερεωτικό Colin Firth που μεταχειρίζεται το ρόλο του με σύνεση επαγγελματία κι εγρήγορση στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης, πολλά θα ειπωθούν για τον Jude Law και την αγωνιώδη του προσπάθεια να κλέψει την παράσταση ακόμη κι απ’ τα σκηνικά και τα κοστούμια. Φλερτάροντας κατά καιρούς με το γκροτέσκο και μονίμως με το περιττό, γεμίζει τον χαρακτήρα του με μούτες και γκριμάτσες, για να υπογραμμίσει σωματικά την ασίγαστη φλόγα και τη δίψα για ζωή, που δεν καταφέρνει να αναδείξει ο Carnage σκηνοθετικά. Ακόμα κι έτσι όμως, η αλήθεια είναι πως την παράσταση στο over-acting του την κλέβει ο Guy Pearce, στα μόλις δυο λεπτά στο σύνολο, της πρώτης του εμφάνισης στο ρόλο του απελπισμένου Francis Scott Fitzgerald.

Ο Ernest Hemingway κάνει επίσης ένα πέρασμα απ’ την οθόνη (τόσο απειροελάχιστο που αν στραβοχασμουρηθείς το έχασες), όμως παρά την άκαιρη και κάπως δηθενιάρικη προσπάθειά του να γαρνίρει το bro-μάντσο του με πιπεράτα επίκαιρα (το Κράχ του ‘29! το μαγευτικό Παρίσι! ο ισπανικός εμφύλιος!), προς τιμήν του ο Carnage, και κυρίως ο βετεράνος σεναριογράφος του, John Logan (απ’ το team των Spectre και Skyfall, αλλά και πένα των Μονομάχος / Gladiator και Ιπτάμενος Κροίσος / The Aviator), καταφέρνουν να χώσουν στην ταινία τους πολλά περισσότερα απ’ όσα θα περίμενες σχετικά με τη θέση των γυναικών των δυο αντρών, και το χώρο που τολμούσαν να διεκδικήσουν στις ρουτίνες τους, δέσμιες μιας στιβαρά ανδροκρατούμενης κοινωνίας. Φυλακισμένες στους ασφυκτικούς περιορισμούς των ρόλων τους, η Laura Linney και κυρίως η Nicole Kidman, ερμηνεύουν με οικονομία κι ευστοχία δυο ρόλους που, σε μια ταινία με περισσότερο ψαχνό, θα κράταγαν με σιγουριά τα μπόσικα στην εκλιπούσα δραματουρική ισορροπία του Genius. Που τελικά, τον τίτλο του τον αδικεί το λες.


Διαβάστε εδώ τις διαρκείς ανταποκρίσεις της Popaganda από τη φετινή Berlinale.

 

Ιωσήφ Πρωϊμάκης

Share
Published by
Ιωσήφ Πρωϊμάκης