Αρχικά είναι (και) θέμα ηλικίας. Όσοι έζησαν έστω και μέσω των επίκαιρων σποραδικών στιγμιότυπων τον τελικό του 1970, θα ανατριχιάζουν για πάντα στη δήλωση με την οποία περιέγραψε ο Πελέ το τέταρτο γκολ του Κάρλος Αλμπέρτο που δέχτηκαν οι δύσμοιροι Ιταλοί: «δεν του πάσαρα επειδή τον είδα, αλλά επειδή τον άκουσα να έρχεται από πίσω». 16 χρόνια αργότερα η εποποιία του Ντιέγο Μαραντόνα, επίσης στα γήπεδα του Μεξικού, ανέθρεψε μια γενιά ορκισμένη στην εθνική Αργεντινής. Το «χέρι του Θεού» και το «γκολ του αιώνα» απέναντι στους Άγγλους είναι για πολλούς τα πρώτα άξια λόγου highlights της ποδοσφαιρικής τους ζωής, ενώ η εικόνα του «οργισμένου ειδώλου» που τα βάζει με όλον τον κόσμο και νικά μυθοποίησε τον «πίμπε ντ’ όρο» δημιουργώντας φανατικούς αργεντινόφιλους σε ελληνικό έδαφος.
Όμως, ας μη γελιόμαστε η παραδοσιακή κόντρα Αργεντινής – Βραζιλίας, που υπάρχει παντού αλλά μεγεθύνεται στην μέχρι πρόσφατα καταδικασμένη σε απουσία από τις μεγάλες διοργανώσεις, Ελλάδα, δεν είναι ζήτημα ληξιαρχικής πράξης. Σίγουρα, σε μια χώρα που ποδοσφαιρικά λείπουν οι διεθνείς αναμνήσεις, αυτό που θα δεις σε καθοριστική ηλικία σε σημαδεύει. Τα σπορ, άλλωστε, πάντοτε είχαν την ιδιότητα να εξιδανικεύουν το παρελθόν και τους ήρωές του, διαμορφώνοντας τις συντεταγμένες της προσωπικής μυθολογίας του καθενός. Αλλά, στην πραγματικότητα, Αργεντινή και Βραζιλία αντιπροσωπεύουν δύο διαφορετικούς κόσμους. Κάτι που πιθανότατα ενστερνίζεσαι, ειδικά αν έχεις υποκύψει στην ελαφρότητα με την οποία οι ποδοσφαιρόφιλοι αναγάγουν σε κοινωνικοπολιτικά σχήματα όσα βλέπουν στο χορτάρι.
Καταρχάς γιατί Βραζιλία κι Αργεντινή; Γιατί, ας πούμε, όχι Ιταλία – Γερμανία; Το λατινοαμερικάνικο στοιχείο ασφαλώς κάνει τη διαφορά. Βάζει τον «εξωτικό» παράγοντα στη σύγκριση. Ας μην κρίνουμε από το σήμερα που το ίντερνετ και η τηλεόραση μας βοηθάνε να εκλογικεύουμε τα πάντα, συχνά μέσω της απομυθοποίησης. Σε (όχι πολύ) περασμένες δεκαετίες, οι Ιταλοί έπαιζαν «κατενάτσιο», οι Γερμανοί ήταν οι σκληροί μαχητές που δικαιώνονται στο τέλος, οι Ολλανδοί ήταν οι μακρυμάλληδες μποέμ αρτίστες που προσφέρουν θέαμα αλλά δεν κερδίζουν, αλλά οι Λατινοαμερικάνοι;
Τους περιέβαλλε αχλύ μυστηρίου. Οι Βραζιλιάνοι μάλλον μπορούσαν να κάνουν εξωγήινα κόλπα με την μπάλα, προφανώς γιατί τα έμαθαν εξασκούμενοι με πορτοκάλια στις φαβέλες, όπως ο Πελέ στην Απόδραση των 11. Οι Αργεντίνοι έμοιαζαν πιο καπάτσοι, κάπου μεταξύ μπαλαδόρου και «δολοφόνου», ποτισμένοι με το φανατισμό του εγχώριου πρωταθλήματός τους (που φυσικά δεν είχε δει κανένας), ενώ για τους Ουρουγουανούς το πιο μετριοπαθές κλισέ επέβαλλε να κυκλοφορούν με στιλέτο μέσα από την κάλτσα. Μετά ήρθε η δορυφορική, το «διεθνές δελτίο» στην Αθλητική Κυριακή, η συνδρομητική τηλεόραση με τα πρωταθλήματα απ’ όλον τον κόσμο και τα περισσότερα κλισέ πολτοποιήθηκαν στο μπλέντερ της αθλητικής παγκοσμιοποίησης.
Αλλά, το Αργεντινή vs. Βραζιλίας παραμένει πάντα καυτό topic. Που μπορεί να οδηγεί σε ολονυχτίες με σύνθημα «φέρε άλλον ένα γύρο μπύρες»…
Η Βραζιλία αντιπροσωπεύει την «αλεγρία». Το “jogo bonito” (ωραίο παιχνίδι). Ακόμα και στη σημερινή εξευρωπαϊσμένη της εκδοχή, θα έχει κάποιες στιγμές (ή κάποιους τύπους στην ενδεκάδα) που δεν θυσιάζονται στο βωμό της νίκης, αλλά φλερτάρουν το στιγμιαίο φλας που τρελαίνει εξέδρα και τηλεσκηνοθέτες. Για να μην το πάω μακριά, ταλαντούχοι τσαρλατάνοι τύπου Ντενίλσον, δε θα είχαν πουθενά αλλού θέση. Όταν, λοιπόν αυτοί οι τύποι συγχρονίζονται (με τον κύριο Ζιλμπέρτο Σίλβα να παριστάνει το αμορτισέρ) είναι ότι κοντινότερο στο play station. Κερδίζουν πιο όμορφα απ’ όλους. Όπως σε εκείνον τον τελικό του Confedrations Cup του 2005 που κονιορτοποίησαν με 4-1 (μάντεψε ποια) την Αργεντινή.
Τι να πεις μετά; Διαιτησία, τύχη, κακό φεγγάρι; Τίποτα. Απλά, υποκλίνεσαι στην ανωτερότητα, στην αξιοκρατία του ταλέντου που πρεσβεύει ο brazilian way.
Από την άλλη, η Αργεντινή αντιπροσωπεύει την αλητεία. Άντε να το βάλω σε εισαγωγικά, για να μην παρεξηγιόμαστε (αν κι εγώ «Αργεντίνος» είμαι). Την «αλητεία» λοιπόν. Την αγωνιώδη προσπάθεια αναρρίχησης, αναγνώρισης μέσω της μπάλας. Εδώ δεν υπάρχει debate για το αν ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Είναι αυτονόητο. Σκέψου απλά την ομάδα του 1990. Ο «Σημαδεμένος» Ντιέγο ως άλλος Τόνι Μοντάνα και 10 πρωτοπαλίκαρα σε αποστολή. Θα κλοτσήσουν ύπουλα, θα προκαλέσουν τις αποβολές φλώρων Ευρωπαίων που τσιμπάνε στις προκλήσεις (για σένα λέμε Ντέιβιντ Μπέκαμ), θα σπεκουλάρουν καρτερικά πάνω στην αδυναμία του αντιπάλου και θα τον χτυπήσουν την καθοριστική στιγμή (σαν το Αργεντινή-Βραζιλία 1-0 στους ’16 του 1990). Όταν κερδίζουν, οι αντίπαλοι έχουν παράπονα, δεν τους παραδέχονται, εκφράζουν αηδία και δικαιολογίες περί (un)fair play. Όταν οι ίδιοι χάνουν, επίσης δεν το αποδέχονται ποτέ. Πάντα υπάρχει μια συνωμοσία, η FIFA που τους κυνηγάει και βάζει εφεδρίνη στα ούρα του Μαραντόνα, οι διαιτητές που προστατεύουν τους αποικιοκράτες Ευρωπαίους. Ίσως γι’ αυτό στη μετασοσιαλιστική Ελλάδα είναι το πιο δημοφιλές αντιπροσωπευτικό συγκρότημα.
Πολιτικά, λοιπόν η Αργεντινή ικανοποιεί τα αριστερά σύνδρομα. Είναι η επανάσταση ενός ποδοσφαιρικού προλεταριάτου που με τον πιο ιταμό, πλην εμφατικό, τρόπο (γκολ με το χέρι) εκδικείται τους ιμπεριαλιστές Άγγλους για τον πόλεμο των Φόκλαντ. Και, φυσικά, αποσιωπά το γεγονός ότι ίσως η πιο βάναυση πολιτική επέμβαση σε Παγκόσμιο Κύπελλο ήταν εκείνη της χούντας του Βιντέλα στο Μουντιάλ του ’78 (και το αξέχαστο 6-0 επί του Περού με τον «πιασμένο» γκολκίπερ Κιρόγα). Είναι η ομάδα που κατεξοχήν πολιτικοποιεί το ποδόσφαιρο (ή το αντίθετο). Είναι η ομάδα που υποστηρίζουν οι Ναπολιτάνοι στον ημιτελικό του 1990 κόντρα στην ίδια τους την πατρίδα, απλά και μόνο για να τη σπάσουν στον μισητό ιταλικό Βορρά των καπιταλιστών εργοστασιαρχών. Οι Αργεντίνοι λατρεύουν την κόντρα, επιδιώκουν να είναι «από κάτω» και επιφυλάσσουν χουνέρια στα φαβορί, γιατί αισθάνονται πιο άνετα όταν πρέπει να «κλέψουν». Η ελληνική οπαδική κουλτούρα, παραδοσιακά ταγμένη στο πλευρό αυτού που έχει προαποφασίσει ότι είναι «αδύνατος», συγκλονίζεται από τούτη την ανυπότακτη στάση.
Από την άλλη, οι Βραζιλιάνοι θυμίζουν την παραδοσιακή δεξιά. Δογματική μέχρι να φάει το κεφάλι της, αφού οι υπόλοιποι έχουν προχωρήσει μπροστά. Μετά τρέχει άγαρμπα να τους προλάβει και προκαλεί αναταραχές στο ίδιο της το εσωτερικό. Σκέψου απλά τη διαδρομή από τη βραζιλιάνικη dream-team του 1982 που αρνήθηκε να εφαρμόσει οποιαδήποτε σκοπιμότητα κι απέτυχε παταγωδώς μέχρι τη Βραζιλία του 5-3-2 που παρέταξε ο Λαζαρόνι στην Ιταλία το 1990 προκαλώντας κρίση ταυτότητας σε όσους μεγάλωσαν με τον επιθετικογενή μύθο των Γκαρίντσα, Τοστάο, Ζέρσον, ΡΙβελίνο, Ζίκο, Σόκρατες και τόσων άλλων. Με την υποσημείωση ότι όταν χρειάζεται μπορεί να γίνει κι άκρα δεξιά κατεβάζοντας στο γήπεδο τα τανκ της διαιτητικής επιρροής του όποιου Ζοάο Χαβελάνζ (πρώην προέδρου της FIFA). Μόνο που η «σελεσάο» χρειάζεται «κοινοβουλευτική πλειοψηφία» για να αποδώσει. Όταν είναι αουτσάιντερ αδυνατεί να κάνει «αντιπολίτευση», δεν μπορεί να αντεπεξέλθει και π.χ. χάνει για πλάκα με 3-0 από την γηπεδούχο Γαλλία του 1998.
Τρελαίνομαι για τα κλισέ που επανεμφανίζονται στους τίτλους των ελληνικών αθλητικών εφημερίδων κάθε τέσσερα χρόνια. «Χόρεψε σάμπα η Βραζιλία» τους τάδε, «σκληρό τάνγκο χθες το βράδυ η Αργεντινή» με τους δείνα. Κι όμως, όπως όλα τα στερεότυπα, έχουν μια δόση αλήθειας. Δηλαδή, όταν βλέπεις τους αμυντικούς της Βραζιλίας να αποκρούουν με τακουνάκια όπως ο μυθικός Ζούνιορ Μπαιάνο στο Μουντιάλ του 1998, καταλαβαίνεις ότι ναι μεν τους έχει επιβληθεί πια ένα πιο ευρωπαϊκό στυλ παιχνιδιού αλλά αν τους αφήσεις ελεύθερους μπορεί να μετατρέψουν το γήπεδο σε favella funk. Αντίθετα, οι Αργεντίνοι (παί)ζουν για τη σωματική επαφή που προϋποθέτει το τάνγκο. Δε χρειάζεται να δεις πόσο σεμιναριακά τσεκουρώνει το ανασταλτικό τους «συνεργείο» τηρώντας την παράδοση σεσημασμένων τύπων όπως οι Ολαρτικοετσέα-Τζούστι-Τρόλιο κτλ., απλά μπορείς να μετρήσεις τις ουλές στο πρόσωπο του Κάρλος Τέβεζ ή να σκεφτείς ότι σε κάθε διοργάνωση, οι κάρτες που παίρνουν οι επιθετικοί τους συναγωνίζονται άνετα το ποινολόγιο των σέντερ μπακ. Μια πιο προχωρημένη μουσική αναγωγή θα ήθελε τους Βραζιλιάνους θιασώτες της τζαζ μέχρις σημείου αυνανιστικού αυτοσχεδιασμού και τους Αργεντινούς ψυχωμένους garage rockers, καταδικασμένους στην νομοτελειακή παρακμή του sex, drugs & rock ‘n’ roll αρχέτυπου.
ΟΙ δύο αντίπαλοι έχουν βρεθεί αντιμέτωποι σε Μουντιάλ τέσσερις φορές. 2 νίκες η Βραζιλία, 1 η Αργεντινή κι ένα x. Ποτέ όμως μετά τη φάση των 8. Ποτέ, η παραδοσιακή τους κόντρα δε συνεπήρε ολόκληρο τον ποδοσφαιρικό πλανήτη με διακύβευμα το κύπελλο ή έστω την πρόκριση στον τελικό. Αν συμφωνείς με τη λογική που έχουν γραφτεί οι προηγούμενες 1300 λέξεις, τότε θα ξέρεις ότι η επιλογή αυτού που θα υποστηρίξεις είναι σχεδόν πολιτική πράξη. Αν πάλι ανήκεις σε αυτούς που θεωρούν κενολογίες όλα τα παραπάνω, ακυρώνοντάς τα με ένα «μα καλά τόση πολύ κουβέντα για το κλωτσοσκούφι», και πάλι σε συγχωρούμε. Γιατί εσύ το βράδυ της Παρασκευής 11ης Ιουνίου θα σκέφτεσαι που θα πας για ποτό, ενώ εμείς θα έχουμε από το πρωί chills περιμένοντας στις 20.30 το ντέρμπι της πρεμιέρας μεταξύ Ουρουγουάης και Γαλλίας….