Και σ’ αυτή την περίπτωση πρέπει να ψάξει κανείς πολύ «εν τω πολλώ» για να βρει το «ευ». Αυτή θα μπορούσε να είναι η αρχική και βασική πρώτη εκτίμηση για το θεατρικό τοπίο του 2018. Τον περασμένο Μάιο η θεατρική σεζόν έκλεισε με καταμετρημένες 1.150 παραστάσεις (προφανώς δεν περιλαμβάνονται οι φεστιβαλικές). Ομως, οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ γνωρίζουν ότι δεν είναι αντίστοιχη και η άνθηση των εισπράξεων στα ταμεία.
Η περυσινή σεζόν ήταν μια κακή οικονομικά χρονιά για τα περισσότερα θέατρα (λίγα πήγαν πολύ καλά, ακόμα λιγότερα πήγαν αξιοπρεπώς). Υπήρξαν «καταστροφικές παραστάσεις» σε αρκετές παραγωγές μεγάλων ή ιστορικών οργανισμών. Κάποιοι λένε και αριθμούς: «30 εισιτήρια σε αίθουσα 200 ατόμων. Πώς να βγεις;»! Αλλοι μιλούν για μία ή δύο παραστάσεις που «περπάτησαν» σε έναν μόνο οργανισμό. Και οι περισσότεροι συγκλίνουν στο ότι κάποια μιούζικαλ, κάποιες προσεγμένες και απολύτως επαγγελματικές παραστάσεις σε main stream θέατρα του κέντρου πήραν το ταμείο και τις εντυπώσεις, σε αντίθεση με παραστάσεις πολλά υποσχόμενες σε σκηνές με παράδοση και ιστορία.
Κάπως έτσι, οι προσφορές των εισιτηρίων, που έχουν καθιερωθεί κάθε αρχή σεζόν, συνεχίζονται και εντείνονται και τη φετινή, με κάποιες θεατρικές επιχειρήσεις να «αξιοποιούν» μέχρι και τη Black Friday. Γιατί και αυτή η σεζόν, που ξεκίνησε ουσιαστικά στα τέλη Οκτωβρίου, κυρίως με επαναλήψεις περυσινών επιτυχιών, έχει κι αυτή τα προβλήματά της. Είναι ασφαλώς περισσότερες οι must και οι καλές παραστάσεις από την περυσινή (2017-2018). Παρ’ όλα αυτά κάποιες παραστάσεις κατέβηκαν άδοξα ήδη (στο πλαίσιο ίσως της απεγνωσμένης προσπάθειας κάποιων καλλιτεχνών να υπάρξουν ξεχωριστά και με διαβατήριο μόνο το καλό τους όνομα), ενώ άλλες δουλεύουν με πολλές προσκλήσεις και με τα εισιτήρια που το κοινό, προφανώς, αγόρασε στη διάρκεια των προσφορών.
Οσο για τον αριθμό των παραστάσεων, υπάρχει μια ελαφρά, ελαφρότατη τάση μείωσής τους τη σεζόν 2018-2019, αλλά όχι εντυπωσιακά. Εδώ ενδεχομένως να έχει «ευθύνη» και η πολιτική επιχορηγήσεων του Υπουργείου Πολιτισμού, που ξανάνοιξε τα τελευταία χρονια. Που δίνει μικρά ποσά σε πολλές ομάδες, πρακτική που ασφαλώς έχει δύο, τουλάχιστον, αναγνώσεις: ότι δίνει σε πολλούς μποναμάδες -με αποτέλεσμα παραστάσεις με τα βασικά-, και ότι συμβάλλει στην πολυδιάσπαση του χώρου και όχι στη συνεργασία των ανθρώπων και των ομάδων.
Και μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο διαφαίνονται κάποια θέατρα φέτος, όπως το «Μικρό Γκλόρια» ή το «Ανεσις» που διευθύνει καλλιτεχνικά ο Αγγελος Μπούρας, που επιμένουν σε παλαιότερες επιτυχίες τους, ποντάροντας στα σίγουρα. Η αλήθεια είναι ότι πολλοί ξεκίνησαν με περυσινές επιτυχίες και κάποιες συνεχίζονται το ίδιο δυναμικά, όπως «Ο Φάρος», σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη στο «Θέατρο Αθηνών», ή «Οι πέτρες στις τσέπες του» που παρουσιάζονται, για τρίτη χρονιά, στο θέατρο «Ανεσις». Και υπάρχουν και θεατρικοί οργανισμοί (π.χ. Θέατρο του Νέου Κόσμου και Θέατρο Τέχνης) που επενδύουν στις συμπαραγωγές.
Η μεγάλη διαφορά στη φετινή σεζόν είναι η ισχυρή και «επιθετική» καλλιτεχνικά παρουσία του Εθνικού Θεάτρου, ενός μεγάλου και βασικού θεατρικού οργανισμού (σε αντίθεση με την περυσινή σεζόν). Ηδη το «Ξύπνα Βασίλη» σε σκηνοθεσία Αρη Μπινιάρη είναι sold out μέχρι το τέλος των παραστάσεών του· έχει κάνει μια εξαιρετική διαδρομή «Ο Τίμων ο Αθηναίος» σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού (και θα παρουσιαστεί ξανά με τη νέα χρονιά), ενώ στα talk of the town είναι οπωσδήποτε και το «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» του Λουίτζι Πιραντέλλο σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μαυρίκιου. Μεταξύ σφύρας και άκμονος βρίσκεται η Πειραματική Σκηνή του Εθνικού, που μοιάζει να έχει διαμορφώσει ένα δικό της κοινό, αλλά λίγες παραστάσεις της καταφέρνουν να περάσουν το όριο του «πειραματισμού» και να περπατήσουν σε ευρύτερο κοινό. Και μια που καταγινόμαστε με τους κρατικούς ή ημικρατικούς φορείς, να πούμε για την ενδιαφέρουσα και σταθερής ποιότητας διαδρομή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, που συνεχίζει τις μετακλήσεις και τις συνεργασίες, ή για το Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά, που πέρυσι έκανε το καλύτερο ρεπερτόριο εποπτευόμενου φορέα. Φέτος συνεχίζει με εξίσου προσεκτικές επιλογές και με εκπλήξεις για τη δεύτερη περίοδο της σεζόν.
Γενική εντύπωση για τη φετινή χρονιά είναι η επιστροφή σε παλαιότερα κείμενα κυρίως ξένων συγγραφέων (από σκηνοθέτες κάθε ηλικίας), σε μεγαλύτερη δόση απ’ ό,τι άλλες χρονιές. Σαν να λείπουν περισσότερο φέτος τα σύγχρονα θεατρικά κείμενα. Σαν να αναζητούν οι δημιουργοί κάποιες απαντήσεις σε πιο πίσω χρόνους. Ή σαν να αναζητούν νέους δρόμους σε παλαιά κείμενα (Γιάννης Χουβαρδάς «Παλιοί καιροί», Κατερίνα Ευαγγελάτου «Η Κωμωδία των παρεξηγήσεων», Δημήτρης Καραντζάς «Γυάλινος Κόσμος», Γιώργος Παπαγεωργίου «Επιθεωρητής»…). Σάμπως το σήμερα να υπήρξε, ξανά, και πιο πριν… Και ίσως αυτό να σημαίνει κάτι. Για τους δημιουργούς, για όλους.
Υπάρχουν λιγότεροι μονόλογοι ή μονογραφίες προσώπων φέτος (το έργο της Σοφίας Αδαμίδου «Σωτηρία με λένε» με την Εφη Σταμούλη εντάσσεται στην κατηγορία των μονογραφιών)· υπάρχουν έργα με λίγους ηθοποιούς· υπάρχουν θέατρα στις παρυφές του κέντρου της πόλης ή σε προάστια που προσπαθούν αλλά ίσως δεν έχουν την προσοχή που ενδεχομένως αξίζουν, πέφτοντας θύματα πρώτα απ’ όλα της υπερπληθώρας παραστάσεων· δεν υπάρχουν πολλά ελληνικά θεατρικά κείμενα -αλλά όσα υπήρξαν είχαν πολύ ενδιαφέρον [«Χαρτοπόλεμος», «Εθνικός Ελληνορρώσων», «Επαναστατικές μέθοδοι για τον καθαρισμό της πισίνας σας»]· υπάρχουν πάλι οι πρόχειρες και χιλιοδοκιμασμένες σκηνογραφικές λύσεις για να περιοριστούν τα έξοδα της παραγωγής· υπάρχει πάντα η ασφάλεια της κειμενικής καταφυγής σε λογοτεχνικά κείμενα, κυρίως ελληνικά (φέτος δεσπόζει ο «Γιούγκερμαν» του Μ. Καραγάτση στο θέατρο «Πορεία» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου, και λίγο πιο δίπλα, στο θέατρο «Βεάκη» στεγάζεται η «Λωξάντρα» της Μαρίας Ιορδανίδου σε σκηνοθεσία Σωτήρη Χατζάκη -εγχειρήματα όχι πάντα εύκολα, ασφαλή και επιτυχημένα στη θεατρική τους απόδοση. Μεγάλη εμπορική επιτυχία είναι φέτος «Οι μάγισσες της Σμύρνης», που έτσι κι αλλιώς ήταν το απόλυτο best seller από όταν εκδόθηκε. Μια άλλη «ασφάλεια» που συνεχίζει να υπάρχει είναι η θεατρική απόδοση παλιών κινηματογραφικών επιτυχιών, με παραστάσεις που καλύπτουν όλη τη βεντάλια: από εξαιρετικές προτάσεις (όπως αυτή του Αρη Μπινιάρη και το «Ξύπνα Βασίλη», έως απολύτως εμπορικές).
Ασφαλώς μέσα σε κάθε χρονιά υπάρχει και το κομμάτι του Φεστιβάλ Αθηνών-Επίδαύρου, που βάζει τη σφραγίδα του και στο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα και στις εντυπώσεις των θεατών. Πολύ συνοπτικά θα λέγαμε ότι είχαμε ένα πολύ ενδιαφέρον Φεστιβάλ στην Αθήνα (κυρίως στις ξένες παραστάσεις) και μια μέτρια έως αδιάφορη Επίδαυρο.
Οι πρεμιέρες της πρώτης φάσης της σεζόν έχουν ολοκληρωθεί. Ατύπως έχουν καθιερωθεί τα τελευταία χρόνια δύο περίοδοι σε κάθε σεζόν (απόρροια της πληθώρας παραστάσεων κι αυτό). Κι αν θέλαμε ένα πρώτο απόσταγμα αυτής της πρώτης περιόδου της φετινής σεζόν, θα λέγαμε ότι είναι περισσότερες οι καλές παραστάσεις φέτος και περισσότερες οι σημαντικές «προτάσεις» στην οπτική των σκηνοθετών, και των νεότερων και των ήδη καταξιωμένων. Οι επόμενες ενδιαφέρουσες πρεμιέρες αναμένονται τον ερχόμενο Φεβρουάριο. Μέχρι τότε υπάρχουν πολλές επιλογές για όλα τα γούστα.