Οι εικόνες είναι από την ταινία του Παντελή Βούλγαρη «Μεγάλος Ερωτικός»,  μέρος της οποίας περιέχεται στο Παρασκήνιο του Λάκη Παπαστάθη «Μάνος Χατζιδάκις: 18 κινούμενες εικόνες», Σε πρώτο πλάνο, η Φλέρυ Νταντωνάκη

Πάνε κιόλας είκοσι χρόνια από τότε που ο Μάνος Χατζιδάκις έφυγε από τη ζωή και η Popaganda ζήτησε από τρεις σπουδαίους καλλιτέχνες που συνεργάστηκαν μαζί του να θυμηθούν κάτι από εκείνον. Οι Θανάσης Πολυκανδριώτης, Βασίλης Λέκκας και Ηλίας Λιούγκος αφηγούνται ζωή με τον Μάνο.

Θανάσης Πολυκανδριώτης: Με βοήθησε να αναδείξω τον ήχο μου.

Ο βιρτουόζος του μπουζουκιού, μέσα από την αφήγησή του, θυμάται την γνωριμία του με τον Μάνο Χατζιδάκι και  το έξυπνο τρικ που χρησιμοποίησε για να αναδείξει το δικό του, καθαρό παίξιμό. Όλα αυτά, στο στούντιο για την ηχογράφηση του δίσκου «Ο σκληρός Απρίλης του ‘45» όπου περιείχε το υπέροχο κομμάτι «Καθρέφτης». Όμως, πώς δημιουργήθηκε το κομμάτι και τι ενέπνευσε τον Μαέστρο να του δώσει αυτόν τον τίτλο;

Θανάσης Πολυκανδριώτης. Φωτογραφία: Μανώλης Τσάφος/ FOSPHOTOS

«Τον γνώρισα μέσω του παραγωγού Σπύρου Ράλλη που με πήρε τηλέφωνο κάποια στιγμή και μου λέει «Θανάση, ο Μάνος κάνει έναν δίσκο με ρεμπέτικα και του πρότεινα να παίξεις εσύ. Θέλεις;». Του είπα ότι δεν χρειαζότανε να ρωτάει.

Η πρώτη γνωριμία έγινε στον Μαγεμένο Αυλό όπου πήγα μαζί με την γυναίκα μου.

Με βλέπει ο Μάνος, μιλάμε και μου λέει «Θανάση τα γνωρίζεις τα ρεμπέτικα;».  Του λέω «δάσκαλε, ο πατέρας μου ρεμπέτης. Τα έχω μες στα αυτιά μου, αλλά μη σε νοιάζει, μ’ αρέσουν τόσο πολύ που, ακόμη και να μην τα ξέρω, θα τα μάθω». Με καλεί την επομένη στο σπίτι του και μου δίνει κάτι μαγνητοταινίες της μισής ίντσας. Αμέσως μετά, πήγα στον πατέρα μου που είχε μαγνητόφωνο για να τις βάλω να παίξουν. Το πρώτο κομμάτι που άκουσα ήταν το «Πικραμένο αγόρι» σε μουσική του Πρόδρομου Τσαουσάκη. Δεν το ήξερα το τραγούδι. Ρώτησα τον πατέρα μου αν το γνώριζε. «Ε, το ξέρω. Αυτό θα παίξεις;» μου είπε. Ακούγονταν μια κιθάρα κι ένα μπουζούκι. Από τον τρόπο που παίζανε, θα έλεγες ότι εκείνη την ώρα γεννήσανε το τραγούδι, το παίξανε και το ηχογραφήσανε. Μου έκανε εντύπωση το ότι μου έδωσε αυτά τα ακούσματα.

Μετά από δυο μέρες ξαναπήγα σπίτι του και του λέω «Μαέστρο, να σου κάνω μια ερώτηση; Γιατί μου έδωσες αυτά το κομμάτια;». Μου απάντησε «εκεί θέλω να επικεντρώσεις το αυτί σου. Τέτοιον ήχο θέλω να βγάλουμε».

Σκεφτόμουν, «τι μου λέει τώρα ο άνθρωπος;». Αυτό είχε βγει το ’30 και τότε είχαμε 1972. Τελικά, μπαίνω μες στο στούντιο, αλλά ξαφνικά καταλαβαίνω ότι αυτό που είχε δώσει δεν είχε καμιά σχέση με το κομμάτι που θα παίζαμε. Είχε έρθει όλη η ομάδα δίπλα μου (Α’ εθνική. Εγώ ο πιο νέος της παρέας) και παίζαμε το κομμάτι. Κάποια στιγμή, αναγκάστηκα να του πω «Τι θέλεις να παίξω;».

«Ό,τι θέλεις εσύ».

«Μαέστρο, αυτό που μου έδωσες και άκουσα το ‘χω, αλλά με αυτά που παίζουμε εδώ, αυτή την στιγμή, δεν υπάρχει περίπτωση να κολλήσει».

«Το άκουσες εκείνο; Ε, φέρ’ το εδώ». Αυτό προσπαθούσε να μου πει ο άνθρωπος.

Έτσι, μέσα από τον δίσκο «Ο σκληρός Απρίλης του ‘45», υπό την διεύθυνση του Μάνου Χατζιδάκι, βγήκε ο προσωπικός ήχος του Πολυκανδριώτη. Πολύ μεγάλη υπόθεση για μένα το ότι με βοήθησε να αναδείξω τον ήχο μου.

Κάποια στιγμή, κατά την διάρκεια της ηχογράφησης, μου λέει «Θανάση, είναι έντεκα τα τραγούδια. Πρέπει να τα κάνουμε δώδεκα». Του πρότεινα λοιπόν να βρούμε άλλο ένα. «Όχι, θα γράψουμε ένα καινούργιο», ήταν τα λόγια του. Δεν είχα πρόβλημα και του είπα να γράψει αυτό που ήθελε να παίξω. Η αλήθεια είναι ότι με έφερε σε δύσκολη θέση γιατί μου ζήτησε να του πω εγώ τι να γράψει.

Φτιάχνει το κομμάτι στα 2,5 λεπτά και ξεκινάει η ορχήστρα να παίζει, ενώ εγώ προσπαθώ να ακούσω για να παίξω μετά. Αφού το ακούσαμε στο κοντρόλ, με έστειλε μέσα να παίξω. Πριν μπω του είπα  «Δοκιμάζουμε» κι εκείνος είπε «Εγώ γράφω». Γράφουμε και μόλις τελειώνει το κομμάτι με φωνάζει να ανέβω επάνω. Τον παρακάλεσα να με αφήσει να παίξω άλλη μια φορά, αλλά εκείνος επέμενε ότι ήταν πολύ καλό.

Μου ζήτησε, λοιπόν, να του πω σε τι συγχορδίες ήθελα να παίξω ένα ταξίμι. Αφού σκέφτηκα, του είπα ότι γενικά είμαι μινοράκιας. Του πρότεινα να πάμε σε ένα κλασικό μινόρε (το μινόρε της αυγής είχα στο μυαλό μου).Τότε δεν ξέραμε από κλίμακες και από «δρόμους». Ξέραμε μόνο μινόρε, ματζόρε, ουσάκ και χιτζάζ. Του ζήτησα, αμέσως μετά το μινοράκι που θα ξεκινούσα, να βάλουμε ένα λα μινόρε και μετά ό,τι ήθελε εκείνος. Τελικά, πήγε ρε μινόρε- λα μινόρε. Φτιάχνει το κομμάτι στα 2,5 λεπτά και ξεκινάει η ορχήστρα να παίζει, ενώ εγώ προσπαθώ να ακούσω για να παίξω μετά. Αφού το ακούσαμε στο κοντρόλ, με έστειλε μέσα να παίξω. Πριν μπω του είπα  «Δοκιμάζουμε» κι εκείνος είπε «Εγώ γράφω» (ήταν ο ίδιος στην κονσόλα με τον Γιαννακόπουλο). Γράφουμε και μόλις τελειώνει το κομμάτι με φωνάζει να ανέβω επάνω. Τον παρακάλεσα να με αφήσει να παίξω άλλη μια φορά, αλλά εκείνος επέμενε ότι ήταν πολύ καλό. Ανέβηκα στο κοντρόλ και μόλις το άκουσα του ξαναζήτησα να παίξουμε άλλη μια φορά, ακόμα και αν ήθελε να κρατήσει την πρώτη εκτέλεση. Τελικά συμφώνησε. Μπαίνω να γράψουμε και τι κάνει; Μου έχει βάλει σε πολύ χαμηλή ένταση να ακούω το παλιό μπουζούκι. Εγώ το άκουγα πολύ χαμηλά και με ενοχλούσε. Παρόλα αυτά, σκεφτόμουν ότι για τεχνικούς λόγους δεν μπορούσαν να το απομονώσουν εντελώς. Αφού έπαιξα άλλο ένα ταξίμι, όταν  τελείωσα του είπα ότι την ώρα που έπαιζα άκουγα και το άλλο μπουζούκι.  «Έλα, τελειώσαμε», μου έλεγε εκείνος.

Αυτός πρόσεχε ότι, την ώρα που έπαιζε το παλιό μπουζούκι μαζί με το δικό μου, οι βελόνες στην κονσόλα δεν κοντράρονταν. Πήγαιναν παράλληλα σε κάθε τους κίνηση.

Αυτός ήταν και ο λόγος που σ’αυτό το υπέροχο κομμάτι, το 12ο κομμάτι του δίσκου, έδωσε το όνομα «Καθρέφτης»!

Βασίλης Λέκκας : Είμαστε ακόμα εδώ

Ο εξαιρετικός ερμηνευτής που έχει συνδέσει απόλυτα το όνομά του με το φαινόμενο «Μάνος Χατζιδάκις». Ξεκινώντας την συνεργασία του μαζί του από μικρή ηλικία, θεωρεί ότι το σημαντικότερο χαρακτηριστικό του Χατζιδάκι ήταν ότι είχε το ταλέντο να σου εκμαιεύει αυτό που μπορούσες να βγάλεις επί σκηνής. Μιλώντας μαζί του για τον Μαέστρο, τον γυρίσαμε αρκετά χρόνια πίσω, λίγο παραπάνω από τριάντα για να μας περιγράψει μια άβολη κατάσταση που έζησαν σε μια συναυλία τους στην Κοζάνη. Μια κατάσταση που νοιώθει, όμως, ότι τον δίδαξε πολλά.

Μάνος Χατζιδάκις, Βασίλης Λέκκας

«Θυμάμαι όταν βρεθήκαμε μαζί για μια συναυλία στην Κοζάνη. Κάποια στιγμή αντιληφθήκαμε ότι μέσα στην αίθουσα είχαν έρθει μόνο 21 άτομα για να παρακολουθήσουν την συναυλία. Φαντάσου ότι ήμασταν δεκαπέντε άτομα ορχήστρα! Όπως καταλαβαίνεις, τόσο εμάς τους τραγουδιστές όσο και τους μουσικούς μας έπιασε μια αμηχανία. Ήμασταν νέοι και δεν περιμέναμε κάτι τέτοιο».

Ο Βασίλης Λέκκας, όμως, περισσότερο από την αμηχανία των τραγουδιστών και της ορχήστρας, έχει να θυμάται την αντίδραση του Χατζιδάκι που ανέβηκε να παίξει κανονικά, σαν να ήταν κατάμεστη η αίθουσα, ευχαριστώντας αυτούς τους 21 ανθρώπους που βρέθηκαν κοντά του εκείνο το βράδυ.

Συνεχίζοντας την αφήγησή του ο ερμηνευτής φτάνει στην ίδια αίθουσα της Κοζάνης μετά δέκα χρόνια, όταν βρέθηκε ξανά εκεί για μια συναυλία με τον Γιάννη Σπάθα. «Βγήκαμε στη σκηνή και κάποια στιγμή άρχισα να διηγούμαι στον κόσμο αυτό που είχε συμβεί τότε. Εκείνο το βράδυ η αίθουσα ήταν τόσο γεμάτη ώστε έφτανε ο κόσμος μέχρι έξω. Όταν τέλειωσα την διήγηση έχοντας αναφέρει ότι είχαμε παίξει τότε για 21 άτομα, κάποιος από το πλήθος έδωσε την πιο σημαντική απάντηση που θα μπορούσε».

«Δηλαδή;»

«Και οι 21 είμαστε ακόμα εδώ».

Ηλίας Λιούγκος: Εργαζόταν παθιασμένα και ακούραστα  χωρίς όρια. 

Άλλος ένας σπουδαίος ερμηνευτής που έχει συνδέσει την καλλιτεχνική του πορεία με τον Μάνο Χατζιδάκι για τον οποίο πιστεύει ότι όχι μόνο η μουσική του, αλλά ολόκληρη η ζωή του ήταν γεμάτη από έμπνευση. 

Ο Ηλίας Λιούγκος με το Μάνο Χατζιδάκι

«Τον θυμάμαι να κάθεται αβίαστα στο πιάνο και να συνθέτει ουράνιες μουσικές σαν να ήταν το πιο απλό πράγμα του κόσμου. Ποτέ δεν τον απασχόλησε η έμπνευση, ήταν μόνιμα εμπνευσμένος.

Τον θυμάμαι να μην φοβάται τίποτα και να κάνει πάντα αυτό που ήθελε. Υποστήριζε με πάθος αυτά που πίστευε και συχνά τα έβαζε με κολοσσούς χωρίς να υπολογίζει κανένα κόστος, χωρίς να δειλιάζει και στο τέλος κέρδιζε όλες τις μάχες.

Τον θυμάμαι σε συναυλίες να μας διευθύνει και να μας μεταδίδει ως μάγος το μεγαλείο της μουσικής του, κινητοποιώντας  δικές μας ικανότητες και πλευρές  που ούτε τις ξέραμε  και πολλοί από μας (κυρίως ετερόφωτοι), δεν τις ξαναείδαμε.

Τον θυμάμαι να εργάζεται παθιασμένα και ακούραστα  χωρίς όρια,  που κάποτε για να ολοκληρώσει τη μουσική σε ένα θέατρο δεν κοιμήθηκε καθόλου για δώδεκα μερόνυχτα.

Τον θυμάμαι  κάποτε να μου λέει: «Η μουσική δεν με χρειάζεται, έχουν γίνει όλα και το ήξερα από μικρός· έγινα όμως μουσικός επειδή εγώ τη χρειάζομαι».

Τέλος τον θυμάμαι μια δύσκολη μέρα στο νοσοκομείο λίγο πριν φύγει να μου λέει: «Πάει ο Γκάτσος , ακολούθησε ο Ελύτης και μάλλον έρχεται η σειρά μου. Και να φανταστείς έχω τόσα πολλά να κάνω που αισθάνομαι πως ακόμα δεν ξεκίνησα».

Γιώργος Κοβός