Νομίζουμε ότι ξέρουμε τα πάντα για την Αθήνα. Περπατάμε μέσα σε αυτήν αδιάκοπα, αγοράζουμε μπαχαρικά στην Ευρυπίδου, τρώμε λαχμαντζούν στην Καρόρη και σουβλάκι στο Μοναστηράκι, ξαποσταίνουμε στο πεζούλι της Ρωμαϊκής Αγοράς, χαζεύουμε τους τουρίστες που συνωστίζονται στα ταβερνάκια της Πλάκας, καταλήγουμε με ένα παγωτό μηχανής στο χέρι στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου.
Μπορούμε να κάνουμε ξανά και ξανά αυτήν τη διαδρομή και κάθε φορά να ανακαλύπτουμε καινούριες γεύσεις και θεάματα, γιατί η Αθήνα το έχει αυτό. Είναι γενναιόδωρη και πάντα προσφέρει απλόχερα νέες εμπειρίες. Όμως, συνήθως μένουμε στο παρόν και περνάμε αδιάφορα μπροστά από τα αποτυπώματα του παρελθόντος, αποτυπώματα που όμως είναι τόσο άρρηκτα συνδεδεμένα με αυτό που ζούμε τώρα που είναι κρίμα να τα αγνοούμε. Οι περιηγητές ήταν άνθρωποι ριψοκίνδυνοι και αγαπούσαν την περιπέτεια. Ερχόντουσαν στην Ελλάδα με πλοιάριο από Ιταλία, κατευθύνονταν συνήθως στα Γιάννενα και από εκεί με μουλάρια διέσχιζαν την Ελλάδα, φυσικά όλοι ήθελαν να περάσουν και από την Αθήνα. Η Ελλάδα ήταν δύσκολος προορισμός, αρχικά λόγω τουρκοκρατίας, μετά την απελευθέρωση λόγω της αναρχίας που επικρατούσε στο νεοσύστατο κράτος. Γι’ αυτό το λόγο οι πιο «τρελοί» από τους έτσι κι αλλιώς παράτολμους περιηγητές έβαζαν σαν στον στόχο να φτάσουν μέχρι εδώ. Όταν επέστρεφαν στη χώρα τους αποτύπωναν τα όσα έβλεπαν με τις γκραβούρες. Αν θες να νιώσεις και εσύ λίγο περιηγητής ακολούθησε τα μονοπάτια τους και αντί να φτιάξεις γκραβούρες αποτύπωσε ό,τι σου κάνει εντύπωση τραβώντας φωτογραφίες. Θα δεις την πόλη με νέο μάτι.
Βρέθηκα στην πρώτη βόλτα στο κέντρο της πόλης που διοργανώνει το Ίδρυμα Ωνάση στο πλαίσιο της έκθεσης Strange Cities. Θα ακολουθήσουν κι άλλες «Παράξενες Διαδρομές: Η Αθήνα μέσα από το βλέμμα των περιηγητών του 19ου αιώνα». Το ραντεβού δίνεται κάθε Πέμπτη και Σάββατο στις 18:00 στη Διπλάρειο Σχολή, στην πλατεία Θεάτρου, που πήρε το όνομά της γιατί εκεί κάποτε βρισκόταν το πρώτο θέατρο της Αθήνας. Γι’ αυτό το θέατρο ο γνωστός παραμυθάς Hans Christian Andersen, που είχε βρεθεί στην πρωτεύουσα έχει γράψει στο έργο του «Το παζάρι ενός ποιητή: Ταξίδι στην Ελλάδα, την Τουρκία και έως τον Δούναβη» του 1866: «Το θέατρο βρίσκεται λίγο έξω από την πόλη. Έχει τέσσερα διαζώματα, όμορφα διακοσμημένα, αλλά το πιο ωραίο θέαμα ήταν να βλέπεις στην πλατεία και στα θεωρεία τους θεατές ντυμένους με τις ελληνικές τους ενδυμασίες». Επόμενη στάση το εκκλησάκι του Άη Γιάννη, που κρύβει ένα μυστικό στη στέγη του, και που οι πιστοί ακόμη δένουν μια χρωματιστή κορδέλα στα κάγκελα του κάνοντας μια ευχή, μια παράδοση που ακόμη είναι ζωντανή στη μουσουλμανική θρησκεία. Εκκλησία είναι η και επόμενη στάση και συγκεκριμένα η Αγία Ειρήνη, στην ομώνυμη δημοφιλή πλατεία. Ανεβαίνουμε τα σκαλάκια της εκκλησίας, ανοίγει η πόρτα και ακούγονται ψαλμωδίες από μέσα και παράλληλα μπιτ από τα διπλανά μπαρ. Ο ξεναγός μας Νικόλας Νικολαΐδης μας διαβάζει ένα άλλο απόσπασμα από του Andersen, ο οποίος βρέθηκε στο ίδιο ακριβώς σημείο την 25η Μαρτίου του 1841 και είχε ζήσει μια ανάλογη εμπειρία, άκουγε ταυτοχρόνως τις ψαλμωδίες και τη στρατιωτική μπάντα που έπαιζε εμβατήρια επί της Αιόλου. Η Αιόλου είναι ένας από τους δρόμους που χαράκτηκε από τους Βαυαρούς που είχαν στόχο να φτιάξουν ευθείς δρόμους ώστε όταν περπατάς σε αυτούς να έχεις οπτική επαφή με ένα αρχαίο μνημείο. Η Αιόλου ονομάστηκε έτσι γιατί όταν περπατούσες σε αυτήν έβλεπες τους Αέρηδες, όπως ονομάζεται το Ηλιακό Ρολόι, πλέον με την δενδροφύτευση που έγινε παράλληλα με την πεζοδρόμηση η προοπτική αυτή έχει χαθεί.
Επόμενη στάση η Βιβλιοθήκη του Αδριανού, δίπλα από τον σταθμό του μετρό/ηλεκτρικού στο Μοναστηράκι. Εκεί βλέπουμε το αποτύπωμα, στην κυριολεξία, της εκκλησίας των Αγ. Ασωμάτων, ενώ στο ίδιο σημείο κάποτε βρίσκονταν το Διοικητήριο και ο Πύργος ενός ρολογιού που είχε αφήσει ως δωράκι ο λόρδος Έλγιν, προφανώς το θεώρησε δίκαιο αντίτιμο για τα Μάρμαρα του Παρθενώνα. Σταδιακά καταστράφηκε στο σημείο αυτό κάθε κτίσμα που ήταν μεταγενέστερο της κλασικής/ρωμαϊκής εποχής αφού οι Βαυαροί θεώρησαν περιττό η πόλη να κρατήσει ατόφια την ιστορική διαδρομή της: επέλεξαν να κρατήσουν μόνο το κλασικό παρελθόν και αυτό να αναστηλώσουν.Καθώς όμως περνάμε στην Πλάκα, περνάμε από την «πόλη των Βαυαρών» στην «πόλη των Οθωμανών» ή πιο σωστά στην πόλη που έχει κρατήσει αρκετά από τα στοιχεία της οθωμανικής περιόδου. Στεκόμαστε στο Λουτρό των Αέρηδων, το μοναδικό σωζώμενο ως σήμερα δημόσιο λουτρό της Αθήνας. Εκεί μπορούσαν να πηγαίνουν και γυναίκες, σε διαφορετικό,βέβαια, χώρο από τους άνδρες. Επειδή μάλιστα ήταν αποκλεισμένες από κάθε άλλους είδους χώρο διασκέδασης συνήθιζαν να φέρνουν μαζί τους μουσικά όργανα, να παίζουν, να τραγουδούν και να χορεύουν. Όταν η σύζυγος του Έλγιν επισκέφτηκε τον χώρο, αποχώρησε σοκαρισμένη από το θέαμα ημίγυμνων ή γυμνών γυναικών που διασκέδαζαν. Λίγο πιο κάτω συναντάμε με το αρχοντικό των Μπενιζέλων-Παλαιολόγων, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε η Αγία Φιλοθέη. Κάποια τμήμα του αρχοντικού χρονολογούνται στον 16ο αιώνα ενώ το σαλόνι έχει αποκατασταθεί με βάση γκραβούρα περιηγητή που αποτύπωσε το σαλόνι του σπιτιού της Μαντάμ Μασσών. Στην Πλάκα βρίσκονται κι άλλα αρχοντικά πλούσιων αθηναϊκών οικογενειών γαλλικής καταγωγής όπως της οικογένειας Γάσπαρη και το αρχοντικό Μετρούδ. Το τελευταίο ήταν ένα από τα πλούσια και διέθετε ιδιωτικό καθολικό εκκλησάκι, ιδιωτικό χαμάμ, λαχανόκηπο και στέρνες αποθήκευσης λαδιού. Το ελληνικό λάδι στέλνονταν από τις οικογένειες αυτές στη Μασσαλία για την παρασκευή του περίφημου μασσαλιώτικου σαπουνιού. Όταν κάποιος περιηγητής κατέφτανε στην Αθήνα οι οικογένειες αυτές προσέφεραν τμήμα του σπιτιού τους για να τον φιλοξενήσουν, υπήρχε μάλιστα ανταγωνισμός μεταξύ τους καθώς οι περιηγητές ανήκαν πάντα στην αριστοκρατική τάξη και παράλληλα ήταν πνεύματα ανήσυχα, ταξιδιάρικα και λίγο ριψοκίνδυνα –ειδικά όσοι έφταναν μέχρι την Ελλάδα- συνεπώς αποτελούσαν ιδανική παρέα για συντροφιά και το σπίτι άνοιγε για να τους παρουσιάσει στον δικό τους πάντα κύκλο.
Τελευταία στάση, πριν από μια μικρή αλλά ενδιαφέρουσα έκπληξη στη γωνία Κέκροπος και Αδριανού είναι το σημείο που κάποτε βρισκόταν το Μοναστήρι των Καπουτσίνων. Εκεί διατηρείται το προγενέστερο χορηγικό μνημείο του Λυσικράτη, γνωστό και ως Φανάρι του Διογένη, που οι μοναχοί είχαν ενσωματώσει στη βιβλιοθήκη του μοναστηριού. Ο λόρδος Βύρωνας, που είχε φιλοξενηθεί στο μοναστήρι, γράφει «Μένω στο μοναστήρι των Καπουτσίνων, αντικρύ μου ο Υμηττός, πίσω μου η Ακρόπολη, στα δεξιά ο ναός του Δία, μπροστά το Στάδιο, η πόλη στα αριστερά, ε, Κύριε, αυτή είναι τοποθεσία, αυτή είναι γραφικότητα! Δεν υπάρχει τίποτα σαν κι αυτό, Κύριε, στο Λονδίνο, ούτε καν το Δημαρχείο!».
Από 9 Μαΐου έως 20 Ιουνίου 2015, κάθε Πέμπτη και κάθε Σάββατο, 18:00-20:00. Κόστος: 6 €, Ξεναγήσεις στα ελληνικά και τα αγγλικά. Κρατήσεις στο τηλέφωνο: 213 017 8049
Αφετηρία: Διπλάρειος Σχολή (Πλατεία Θεάτρου 3)
Τερματισμός: Ίδρυμα Ωνάση, Διονυσίου Αρεοπαγίτου
Σε συνεργασία με την Big Olive.