Αφιέρωμα Oscar 2014: Οι κριτικές της Popaganda

Δικός Της *****

ΗΠΑ, 2013, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Σπάικ Τζόουνζ

Πρωταγωνιστούν: Χοακίν Φίνιξ, Σκάρλετ Γιόχανσον, Έιμι Άνταμς

Διάρκεια: 126’

Ο ρομαντισμός σκοτώθηκε στο μυαλό της τωρινής γενιάς από τη στιγμή που η πλειοψηφία της κατάλαβε γρηγορότερα από τις προηγούμενες πως το τέλειο δεν πρόκειται να βρεθεί. Κι αν βρεθεί, τότε μάλλον θα το βαρεθεί με ακατάληπτες ταχύτητες. Δύο τινά συνέβησαν στη βάση αυτής της συνειδητοποίησης: οι πιο ευέλικτοι μπόρεσαν να αναπροσαρμοστούν εκ νέου στα νέα δεδομένα ενώ οι υπόλοιποι έμειναν να παλεύουν με μια αντικοινωνικότητα προκαλούμενη από έλλειψη «συμμόρφωσης». Ίσως οι μεν να είναι οι ρεαλιστές και ώριμοι που έχουν κατανοήσει τη δυσκολία των ανθρωπίνων σχέσεων και οι δε αφελή και εγωιστικά τυπάκια που στραβώνουν επειδή δε γίνεται το δικό τους και αρνούνται να βάλουν νερό στο κρασί τους. Αδιαμφισβήτητα, όμως, το χάσμα μεταξύ των δύο πλευρών και η θλίψη της έλλειψης σύνδεσης με τον περίγυρο καλά κρατεί. Προβλήματα πολυτελείας σκέφτομαι, μα το παραβλέπω.

Τι γίνεται όταν δε μπορεί κάποιος να χειριστεί τα προβλήματα της ζωής και απομονώνεται; Όταν η οποιαδήποτε κοινωνική δραστηριότητα φαίνεται ανεπιθύμητη μα ταυτόχρονα λείπει ένα ζεστό χάδι στον ώμο και μια φωνή κατανόησης να δίνει σημεία συμπαράστασης; «Θέλω λίγο χρόνο μόνος μου, φοβάμαι να συνεχίσω». Εκεί λαμβάνουν θέση και ξεκινάνε να τρέχουν τα ασφαλή υποκατάστατα. Ρωτήστε και τον Θίοντορ από το Δικός της, μπορεί να σας μιλήσει από εμπειρία επί του θέματος.

Στη μόλις τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία του, ο Σπάικ Τζόουνζ, σκηνοθέτης βίντεοκλίπ και μικρού μήκους ταινιών, αποκαλύπτει πως στα 20 χρόνια της πορείας του κάθε άλλο παρά πυροτέχνημα υπήρξε. 

Σε ένα όχι και τόσο μακρινό μέλλον, ο Θίοντορ, εμπνευσμένος συγγραφέας επιστολών για τρίτα άτομα που δεν μπορούν να εκφραστούν όπως θα ήθελαν στο γραπτό λόγο, χωρίζει. Αποτραβιέται από την έντονη κοινωνικότητας και περνά όλη του τη μέρα σε μια εξελιγμένη μορφή του διαδικτύου. Μια μέρα εγκαθιστά ένα λειτουργικό σύστημα τεχνητής νοημοσύνης στον υπολογιστή του. Αυτό παίρνει τη φωνή μιας κοπέλας που ονομάζεται Σαμάνθα. Τον βοηθά σε ό, τι της ζητήσει. Συζητά μαζί του. Ανακαλύπτουν ο ένας τη ζεστασιά που χρειαζόταν και η άλλη συναισθήματα που ένα πρόγραμμα δε θα μπορούσε κανονικά να ζήσει. Με σουρεαλιστικό τρόπο, θα ερωτευτούν και δε θα λογαριάσουν όρια και προκαταλήψεις στη σχέση τους. Μα, όταν ο μεν αποτελείται από σάρκα και οστά και η δε από μια σειρά ανεπτυγμένων δεδομένων, που μπορεί να καταλήξει αυτή η αγάπη, εφ’ όσον αποδεχτούμε πως όντως υφίσταται;

Στη μόλις τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία του, ο Σπάικ Τζόουνζ, σκηνοθέτης βίντεοκλίπ και μικρού μήκους ταινιών, αποκαλύπτει πως στα 20 χρόνια της πορείας του κάθε άλλο παρά πυροτέχνημα υπήρξε. Παίρνει μια ιδέα που, κακά τα ψέματα, θα μπορούσε να είναι παράγωγο μιας έφηβης κοπέλας που γράφει μια μικρού μήκους ιστορία στο μπλογκ της και τη μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη. Μα αντί να κυλιστεί στο σιρόπι και την ανωριμότητα, συνθέτει μια ελεγεία πάνω στη δυσκολία του να παραμένεις συναισθηματικός όταν ο υπόλοιπος κόσμος δείχνει να προχωράει. Εξετάζει το ενδεχόμενο του να πρέπει να ξανασκεφτείς κάποια πράγματα και να δεις λίγο και τις δικές σου πράξεις γιατί, μην κρυβόμαστε, δεν μπορούμε πάντα να ρίχνουμε όλο το βάρος στον άλλον.

Φλερτάροντας με τη μαύρη κωμωδία, χρησιμοποιεί μια σουρεαλιστική επίστρωση, στην οποία η σχέση ενός ανθρώπου με τον κυβερνοχώρο καταλήγει να είναι αξιοζήλευτη από όντα που καταναλώνουν οξυγόνο και παράγουν διοξείδιο του άνθρακα. Προσπαθεί να καταδείξει το πραγματικό νόημα της αγάπης, με ποιόν τρόπο υφίσταται, πως αυτή δυναμώνει και σε πιο βαθμό μπορεί να αποτελέσει κινητήρια δύναμη αλλαγής και βελτίωσης. Και αποδεικνύει πόσο ευφυής είναι όταν καταφέρνει να κάνει, έστω μια περιορισμένη μερίδα ανθρώπων να νοιαστεί για το τι θα απογίνει ένα πρόγραμμα που μιλάει. Δεν είναι ο πρώτος που το προσπαθεί, μα να πέσει φωτιά να με κάψει αν πω ότι δεν το κάνει καλά.

Σε τεχνικό επίπεδο, με τη θεσπέσια φωτογραφία του, δίνει στο φιλμ μια indie ονειρική, γαλήνια εσάνς. Κάθε πλάνο φαντάζει ομορφότερο από αυτό που προηγήθηκε και ο ήλιος του, λαμπερός, μοιάζει να ζεσταίνει παρά να τσουρουφλίζει. Σε αυτό συμβάλλουν και οι Arcade Fire με τη μουσική που έγραψαν για να συνοδεύσουν τα περιρρέοντα συναισθήματα γαλήνης και μελαγχολίας που κυριαρχούν. Και δίνει την ευκαιρία στον Χοακίν Φίνιξ να αποδείξει πόσο μεγάλος ερμηνευτής είναι, βάζοντάς τον να αποδίδει τον ερωτευμένο με έναν τρόπο τόσο πειστικό που σε στιγμές και εμείς οι ίδιοι νομίζουμε πως όντως, είναι δίπλα του και η Σκάρλετ Γιόχανσον.

Μπορεί να είμαι και εγώ «πιτσιρικάς» ώστε να με συγκινούν τέτοιες ταινίες, υπάρχει και αυτό το ενδεχόμενο. Μα πρέπει να ομολογήσω πως είναι μια από τις πραγματικά πιο θερμές και γλυκόπικρες ταινίες που έχω δει το τελευταίο χρονικό διάστημα και είναι δύσκολό να μην την προτείνω στον καθέναν που διαβάζει αυτή τη στιγμή αυτό εδώ το κείμενο. Φυσικά και είναι σημαντικότερα τα όσα επίκαιρα ζητήματα δείχνουν να μας βαραίνουν μέρα με τη μέρα, καλά και χρυσά τα βαριά ζητήματα της ανθρώπινης κατάστασης, μα αν απασχολούσαν τον κινηματογράφο μόνο αυτά, τότε τι θα έμενε σε αυτόν για να μας υπενθυμίσει ότι μπορούμε και να νιώσουμε ζεστασιά και όχι αποκλειστικά θρήνο μέσα μας;

Νεμπράσκα *****

ΗΠΑ, 2013, Ασπρόμαυρο

Σκηνοθεσία: Αλεξάντερ Πέιν

Πρωταγωνιστούν: Μπρους Ντερν, Γουίλ Φόρτε, Τζουν Σκουίμπ

Διάρκεια: 115’

Πόσος καιρός πάει από τότε που μια ταινία σας έκανε να βγείτε από τον κινηματογράφο νιώθοντας πως αγαπάτε όλο τον κόσμο; Όχι να σας συγκίνησε λίγο ή να σας προβλημάτισε, να σας έκανε να αισθανθείτε μια παράφορη στοργή προς οτιδήποτε κινείται και να σας κάνει να σκεφτείτε λίγο τη ζωή σας. Να θέλετε να δείχνετε κατανόηση στους πάντες και στα πάντα, να σταματήσετε το περπάτημα και να δείτε πόσο γλυκιά είναι η ζωή. Δεδομένης της υπερπαραγωγής των εύκολων και επιφανειακών κοινωνικών ταινιών που προσπαθούν σώνει και ντε να δείξουν την άσχημη πλευρά της καθημερινότητας ή να σοκάρουν με την αγενή όψη του ανθρώπου, θα υποθέσω αρκετός ώστε να ξεχάσετε το συγκεκριμένο συναίσθημα.

Μα κάποιοι σκηνοθέτες γνωρίζουν ότι η ουσιαστική απλοποίηση δεν σε περνά από το στρατοδικείο των σκηνοθετών, ούτε πως η μετρημένη μαυρίλα είναι αναγκαστικό να έχει μαύρο τέλος, είναι η καθοδική κίνηση της ρόδας πριν αυτή αρχίσει να ξανανεβαίνει. Ένας από αυτούς είναι ο Αλεξάντερ Πέιν. Και η νέα του ταινία, Νεμπράσκα, φαντάζει ως μια στάλα δροσιάς, ένα όμορφο εναλλακτικό σοκάκι μέσα στις καταθλιπτικές διαδρομές που ταυτίζονται με την καθημερινή μας βόλτα στον κόσμο.

Ο υπερήλικας Γούντι λαμβάνει ταχυδρομικά μια επιστολή στην οποία αναγράφεται πως κέρδισε ένα εκατομμύριο δολάρια. Χωρίς να έχει απόλυτα σώας τας φρένας και έχοντας περάσει προβλήματα με τον αλκοολισμό, πιστεύει πως όντως πλέον είναι εκατομμυριούχος, παρά το εμφανές διαφημιστικό τρικ που αποτελεί η συγκεκριμένη επιστολή. Προσπαθεί, παρά τις αντιθέσεις των υπόλοιπων συγγενών του, να κατέβει μέχρι το Λίνκολν της Νεμπράσκα για να παραλάβει το βραβείο του. Ο μικρότερος γιος, Ντέιβιντ, θα υποκύψει στην εμμονή του πατέρα του και θα δεχτεί να τον πάει μέχρι εκεί για να τελειώνει όλος αυτός ο παραλογισμός. Μα στη διαδρομή και σε μια στάση που θα κάνουν στη γενέτειρά τους, ο Ντέιβιντ θα ανακαλύψει πολλά περισσότερα για τον πατέρα του απ’ όσα θα γνώριζε ποτέ του.

Με το χέρι στην καρδιά, με μια λέξη η ταινία θα περιγραφόταν ως γλυκύτατη. Όχι μόνο λόγω της πίστης της στην αγάπη και την κατανόηση, μα και λόγω μιας απλοϊκής και λυρικής αισθητικής που καθιστούν αδύνατη την οποιαδήποτε απόσπαση από τα επί της οθόνης δρώμενα. Μια ασπρόμαυρη φωτογραφία που δεν παρουσιάζει μιαν άσχημη, μονότονη ζωή, μα αφήνει τον καθέναν από μας να φανταστεί με τι χρώματα θα ήθελε να γεμίσει το κάδρο, μέχρι να μείνει ικανοποιημένος από αυτό. Μια ήπιων τόνων πλοκή, άλλοτε ευχάριστη και άλλοτε δεόντως συγκινητική, που δεν ντρέπεται να δείξει την άπληστη τάση του ανθρώπου, όταν ο φθόνος μπαίνει στη ζωή του για τα καλά, χωρίς όμως να κινηθεί σε σοβαροφανείς οδούς.

Οι άριστες ερμηνείες του καστ (ο Μπρους Ντερν δεν παίζει, μα αφουγκράζεται αριστουργηματικά, δείχνοντας το γήρας με πρωτόγνωρα αληθινό τρόπο) εξυψώνουν την ταινία στα επίπεδα του εξαιρετικού, αποφεύγοντας την υπερβολή του αριστουργήματος. Με αυτόν τον τρόπο φαίνεται και η καταπληκτική σπουδή του Πέιν στους ανθρώπους. Παρουσιάζει με νατουραλιστικό τρόπο κάθε χαρακτήρα, ταλαντευόμενος σταθερά ανάμεσα στο πλήρως ρεαλιστικό και στο κινηματογραφικό. Το προσεγμένο σε καινοφανές σημείο σενάριο του Μπομπ Νέλσον, με τις ευφυέστατες ατάκες και τους καλοδουλεμένους διαλόγους εξερευνά σχολαστικά τον άνθρωπο και τις επιπτώσεις που τα γεγονότα της ζωής έχουν πάνω του. Και, μέσα στο ρεαλισμό του, εμπλέκει τις έννοιες της αγάπης και της μετάνοιας, της συγχώρεσης και της τρυφερότητας χωρίς να τις κάνει να φαντάζουν τετριμμένες ούτε λεπτό.

Αντιθέτως, τις γδύνει από οποιαδήποτε υπερβολή ή επιφανειακότητα μαστίζει την κινηματογραφική τους παρουσίαση και τις δίνει με όση αλήθεια γίνεται. Δεν πρόκειται για το αριστούργημα που θα σταθεί δίπλα στα μεγαθήρια όλων των εποχών, μα παραμένει μέχρι τέλους μια πέρα για πέρα αξιοπρόσεκτη ταινία που σφύζει από γλύκα για αυτά τα πλάσματα που χάνονται στον ίδιο τους τον εαυτό και ανακαλύπτουν πολύ αργά τα όνειρα της ζωής τους. Παραμονεύει για να τους συμπαρασταθεί και να τους προσφέρει τη δεύτερη ευκαιρία που πάντα ζητούσαν. Έτσι γίνονται οι απλές καλές ταινίες που κυοφορούν και ένα ωφέλιμο νόημα. Δεύτε λάβετε φως.

Στην επόμενη σελίδα: Από τα φαβορί ο Μάθιου Μακ Κόναχι με το Dallas Buyers Club

Page: 1 2 3 4 5 6 7 8

POPAGANDA

Share
Published by
POPAGANDA