Με τον Γιώργο Καρανικόλα έχουμε κάνει αρκετές συνεντεύξεις. 2-3 φορές στο ραδιόφωνο άλλες τόσες στα περιοδικά. Και πολύ smalltalk κάθε φορά που έβγαζε ο δρόμος στο Tilt Comics, το υπόγειο βασίλειο ποπ κουλτούρας που τρέχει μαζί με τη Βάλια Σκούρτση στην οδό Ασκληπιού στα Εξάρχεια. Πηγαίνοντας στο σπίτι του στην Αγία Παρασκευή στις αρχές του 2013, λίγο πριν την παρθενική αθηναϊκή εμφάνιση των BLML (του παράλληλου project που ηγείται από τα μέσα των 90s, αρχικά ως Blackmail) σκόπευα να κάνουμε μια αναδρομή στα αγαπημένα του τραγούδια όλων των εποχών. Τελικά, καταλήξαμε να μιλάμε, μάλλον να ακούω επί δυόμιση ώρες ιστορίες από την αθηναϊκή νεανική κουλτούρα των τελευταίων 30 χρόνων (όσα κεράκια θα σβήσουν στο εκρηκτικό πάρτι που αναμένεται στο Gagarin, Παρασκευή και Σάββατο). Κι όλα αυτά από έναν τύπο που στεκόταν στο σαλόνι του σπιτιού του με τη φόρμα και τα αθλητικά του, πίνοντας τσαί και μιλώντας όπως πάντα αργά και βασανιστικά σιγά. Κάπως σαν «ένας ήρωας με παντούφλες», ακριβώς το αντίθετο από το ελληνικό αντίστοιχο του King Of Cool που βγάζει, ακόμα και στα πρώτα –ήντα, στην σκηνή. Τον πείραζα ότι το μαλλί του έχει γίνει σαν της γριάς, πάνοπλος παρατηρούσε ότι το δικό μου λιγοστεύει κι έτσι ωραία κι απλά μου δηγήθηκε τη ζωή του σε μια «εξομολόγηση» που απόλαυσα όσο λίγες…
Στην εφηβεία άρχισα να συχνάζω σε ένα ενημερωμένο, για τα δεδομένα της εποχής, δισκάδικο των Αμπελοκήπων που λεγόταν Ummagumma (από τον ομώνυμο δίσκο των Pink Floyd). Έτσι μπήκα στη φάση της μουσικής, πολύ προσωπικά στην αρχή με πρώτο δίσκο το Get It On από T Rex – δώρο της μητέρας μου (που φυσικά δεν είχε ιδέα τι ήταν). Ήταν πολύ ανοιχτόμυαλοι οι δικοί μου, ειδικά η μάνα μου. Απόφοιτη Μοντεσσοριανού σχολείου δεν πίστευε ότι η γνώση παράγεται στο σχολείο και με άφηνε ελεύθερο. Ήταν τροτσκίστρια και ο πατέρας μου δεξιός. Οικιακά και μάνατζερ ξενοδοχείου, αντίστοιχα.
Επαθα σοκ βλέποντας στον τότε κινηματογράφο «Άνεσις» το ιστορικό live του Hendrix στη Νήσο Wight. Εκεί πήγαινα από 12 χρονών, κάνανε προβολές τα μεσημέρια πριν από συναυλίες συγκροτημάτων όπως οι Πελόμα Μποκιού. Η πρώτη μου κιθάρα ήταν μια ιταλική Echo, το ωδείο όμως το παράτησα νωρίς, βαριόμουν τα υποχρεωτικά κλασικά που μας δίδασκαν. Προβάραμε με κάτι φίλους, θυμάμαι, σε ένα ερείπιο στα Τουρκοβούνια αλλά σύντομα έπαιξαν κάτι προβλήματα με αστυνομία γιατί άραζαν μαζί μας κάτι Hell’s Angels, τσοπεράδες από τα Γλυκά Νερά.
Η κλοτσιά που έφαγα όταν έγινα πατέρας (το 1996), δε συγκρίνεται με τίποτα. Ήταν μάλιστα στο τέλος μιας περιόδου που είχα απογοητευθεί πολύ, είχα σκεφτεί να μην ξαναπαίξω ποτέ με συγκροτήματα. Δεν μπορώ να περιγράψω το συναίσθημα των πρώτων συζητήσεων με το παιδί.
Κάπου εκεί αρχίσαμε τα ξύδια, αγοράζαμε κονιάκ χύμα και συχνάζαμε στο ‘Bedlam’ των Αμπελοκήπων όπου έσκαγαν πολλοί μηχανόβιοι. Μουσικά, έμαθα τους Velvet Underground, άκουσα Lou Reed σόλο, Ted Nugent, Stones, ενώ την πρώτη φορά που έπαιξα με συγκρότημα σε ένα υπόγειο γνώρισα τον Αλέξη (σ.σ. Καλοφωλίά, frontman των Drive). Ούτε καν θυμάμαι πως μας έλεγαν, κάτι blues παίζαμε. Το σχολείο δε με ενδιέφερε, πέρασα και μια δύσκολη περίοδο προς το τέλος του όταν αρρώστησε ο πατέρας μου. Έδωσα πανελλήνιες για να πάρω αναβολή, διαβάζοντας ουσιαστικά τρεις μήνες και μπήκα με υποτροφία στη Νομική Αθηνών. Μετά από έξι μήνες τα παράτησα. Ήξερα τι ακριβώς ήθελα να κάνω. Η μουσική πια καθόριζε αποκλειστικά τον τρόπο ζωής μου.
Έζησα το punk περνώντας τέσσερις μήνες στο Λονδίνο με το που τελείωσα το σχολείο. Γυρνώντας, εφτιαξα το πρώτο μου πραγματικό συγκρότημα, τους Be Bop Jungle και μετά μπήκα στους Drive. Ακούγαμε διαφορετικά πράγματα αλλά τα βρίσκαμε στους Cramps και τους Gun Club. Έκανα και διάφορε απίστευτες δουλειές για να τη βγάζω. Δεκέμβρη μήνα μάζευα πορτοκάλια στο Ναύπλιο με κονιάκ και λουκούμι κάθε πρωί για να παλεύεται το κρύο, αλλά και τρομερή παρέα παιδιά απ’ όλη την Ευρώπη.
Εκείνη την εποχή, μέχρι το 1985 – 86, ήταν η χρυσή εποχή της «Παραλίας» των Αμπελοκήπων. Από 20 άτομα που αράζαμε στην αρχή, κατέληξε να έρχεται κόσμος απ’ όλη την Αθήνα που έμενε μέχρι τα ξημερώματα. Δεν αισθανόμαστε φρικιά, αλλά φαντάζεσαι πώς σε κοίταγαν στα λεωφορεία της Αθήνας του 80 έτσι κι έμπαινες με σκληρό punk look. Ούτε κόντρες, τσαμπουκάδες και λοιπά υπήρχαν – με τους «σκινάδες» είχαμε σύνορα που σπάνια ξεπερνιούνταν. Γύρω μας συνέβαινε η Ελλάδα της Αλλαγής. Δεν είχαμε καμία επαφή με αυτό το πάρτι, ούτε καν με την αριστερά.
Δεν αισθανόμαστε φρικιά, αλλά φαντάζεσαι πώς σε κοίταγαν στα λεωφορεία της Αθήνας του 80 έτσι κι έμπαινες με σκληρό punk look.
Με τους Drive βγαίνουμε πρώτη φορά στο εξωτερικό το 1987 με το πρώτο τουρ Γερμανία – Ολλανδία – Γαλλία – Ιταλία. «Όλα για όλα», ξέραμε ότι η Ελλάδα δε μας έφτανε. Η πρώτη μας κυκλοφορία, το “Midnight Hop” βγήκε από τον Κοντογούρη που είχε το δισκάδικο Art Nouveau και μετά Hitch Hyke. Πάντα με ρωτάνε περί “sex, drugs and rock and roll” – ότι σκέφτεστε ρε παιδιά, συνέβαινε, δε χρειάζεται να λέμε και πολλά. Κάναμε πολλά live, έβγαιναν κάτι φράγκα, όχι πως δεν έκανα και κανένα μεροκάματο σε οικοδομές.
Ταξίδευα συχνά Αμερική, Νέα Υόρκη κυρίως, άκουσα τους Nirvana στην αρχή τους με το Bleach κι ενθουσιάστηκα. Είδα από κοντά τη γέννηση του grunge, μου άρεσαν πολύ οι Mother Love Bone που έγιναν οι Pearl Jam όταν πέθανε από OD ο τραγουδιστής τους. Εμείς γράφαμε το Blood Nirvana και δίπλα μας συνέβη η έκρηξη του ελληνόφωνου ροκ. Δεν είχαμε κόλλημα με τον ελληνικό στίχο, αλλά δεν μπορούσαμε πια να κοιτάξουμε πίσω. Είχα πολλούς φίλους που ήταν μέσα στην έκρηξη της dance σκηνής και του rave στα ‘90s. Ας πούμε, ο Petros Floorfiller ήταν fan των Drive από το 1983. Δε μας άρεσαν όμως και πολύ τα clubs, μόνο σαν after πηγαίναμε.
Πάντα με ρωτάνε περί “sex, drugs and rock and roll” – ότι σκέφτεστε ρε παιδιά, συνέβαινε, δε χρειάζεται να λέμε και πολλά.
Έχω ζήσει πολύ στο εξωτερικό και δεν μπορώ αυτή τη νέκρα όταν πέφτει το σκοτάδι. Και η κρίση είναι χειρότερη όταν βγεις έξω, δεν υπάρχει η οικογένεια να κρατηθείς. Η κλοτσιά που έφαγα όταν έγινα πατέρας (το 1996), δε συγκρίνεται με τίποτα. Ήταν μάλιστα στο τέλος μιας περιόδου που είχα απογοητευθεί πολύ, είχα σκεφτεί να μην ξαναπαίξω ποτέ με συγκροτήματα. Δεν μπορώ να περιγράψω το συναίσθημα των πρώτων συζητήσεων με το παιδί. Όταν με ρώτησε τι δουλειά κάνω, φυσικά απάντησα «μουσικός», τι άλλο να πω; Είναι πολύ καλή στα μαθηματικά, βγαίνει για 6 συνεχόμενα χρόνια στους 30 καλύτερους της Ελλάδα. Από τη γενιά της δε με ξενίζει κάτι. Τα παιδιά αυτά συμβολίζουν τη μετάβαση από τη βιομηχανική στην τεχνολογική εποχή. Δυστυχώς, όμως, η υπερπληροφόρηση τους κάνει περισσότερο αναλυτικούς παρά συνθετικούς. Απορροφούν όσα μαθαίνουν άραγε;
Με τους Drive πια επικοινωνούμε σε άλλο επίπεδο. Έχουμε συμφιλιωθεί ο ένας με τη μαλακία του άλλου. Αν το καλοσκεφτείς έχουμε περάσει περισσότερο χρόνο μαζί παρα με τις οικογένειές μας.
Ποτέ μου δεν αισθάνθηκα ότι μεγάλωσα, γιατί να ξεκινήσω τώρα στα 50;