Μία σχέση ζωής. Στο περίπου.

Είμαι μόλις 4 χρόνια μεγαλύτερος από τους Last Drive, που σημαίνει ότι όταν εγώ ήμουν αρκετά μεγάλος για να ψάξω και να άκουσω τη μουσική τους, εκείνοι ήταν αρκετά μεγάλοι ώστε να έχουν κυκλοφορήσει αυτόν που θα αποδεικνυόταν ο τελευταίος (πριν από το reunion) δίσκος τους – κάτι που κανείς δεν ήξερε όταν το Subliminal “χτύπησε τα ράφια των δισκοπωλείων”, ίσως ούτε καν οι ίδιοι οι Drive, αν και κατά δική τους μεταγενέστερη ομολογία, οι μεταξύ τους κάθε άλλο παρά ρόδινες σχέσεις μόνο ευοίωνο δεν προμήνυαν το μέλλον τους τότε.

Η όποια βεβαιότητα εκείνης της πρώτης, καθοριστικής επαφής ξεκινά και επί της ουσίας ολοκληρώνεται στα 3 λεπτά και 49 δεύτερα του “Final Kick”.

Ξέρω ότι αυτό ήταν το πρώτο από τα τραγούδια του Subliminal που άκουσα, αν και ήταν το τρίτο τραγούδι της δεύτερης πλευράς – πάνω σ’ εκείνη ακούμπησα πρώτα τη βελόνα, από απροσεξία.

Ξέρω ότι το rush που τρυπώνει από τα αυτιά μου και με κυριεύει ακόμη και σήμερα σαν αφιονισμένος ξενιστής με ερεθισμένα ρουθούνια που επαναλαμβάνει εμμονικά το mantra “I’m just looking for a way to set the world on fire” ακόμη και όταν ο Αλέξης περνάει στο στιχουργικό παρασύνθημα με την ιδιότυπη προφορά ενός ανθρώπου που μαρτυρά κάποιον που το μέσα του έχει ποτίσει από την αμερικανική μυθολογία, είναι ίδιο και απαράλλαχτο με τότε που, στα 14-15 μου, το πρωτάκουσα και έψαχνα όντως έναν τρόπο να βάλω στον κόσμο φωτιά.

Αυτό που ακόμη και μετά από 20 χρόνια δεν ξέρω, είναι αν τους είδα “τότε” live.

Δε μπορώ να θυμηθώ αν είχαν έρθει πράγματι στο Βόλο οι Last Drive το 1994 (ή το 95).

Αν είχα πάει με τον φίλο μου τον Άλκη που μου είχε μάθει τους Sonic Youth και το mail order του Rollin Under.

Αν είχαν όντως παίξει στο Garage, που ήταν ένα μαγαζί βαμμένο μαύρο από το πάτωμα μέχρι το ταβάνι και για ένα γεμάτο φεγγάρι μπαίναμε στη ζούλα και καπνίζαμε όποια τσιγάρα κατάφερναμε να σουφρώσουμε από τα πακέτα των δικών μας (ή από τα πακέτα που οι προνοητικοί, άκαπνοι δικοί μας φυλούσαν πάνω από το ψυγείο, για να τα προσφέρουν απλόχερα σε κάποιον καπνιστή μουσαφίρη τη στιγμή που θα ξέμενε) και πίναμε μπύρα και ουίσκι και τεκίλα και βότκα και ό,τι να ‘ναι και πιστεύαμε ότι βρισκόμασταν στο “δικό μας CBGB”, πριν μάθουμε καλά καλά τι ήταν, τι σήμαινε το αληθινό CBGB και τι πραγματικά συνέβη εκεί.

Ή αν όλο αυτό είναι μια εικονική μνήμη βασισμένη στο ότι πάνω κάτω την ίδια περίοδο είχα την τύχη να δω στο Βόλο αρκετές από τις μπάντες της “μεγάλης των 90s εγχώριας αγγλόφωνης σχολής”, τους Bokomolech, τους Make Believe, τους Ziggy Was, και την ακόμη μεγαλύτερη να σαπορτάρω με τους Subnormal, την αλήστου μνήμης μπάντα στην οποία (έκανα ότι) έπαιζα μπάσο, κάποιες άλλες (Nightstalker) – όλοι τους μέλη μιας σκηνής στιβαρής σαν μασίφ (τουλάχιστον έτσι φαινόταν σ’ εμάς τους απ’ έξω, εκεί στην επαρχία) που το πιθανότερο είναι όχι να μην είχε υπάρξει αν δεν είχαν προηγηθεί οι Last Drive (τα πράγματα αργά ή γρήγορα παίρνουν το δρόμο τους) αλλά να είχε γεννηθεί σε ένα τοπίο ακόμη πιο αφιλόξενο από αυτό πάνω στο οποίο οι Drive τόσα χρόνια πήγαιναν και έρχονταν σανιδωμένοι ωσάν σε highway που ενώνει τους δυο μεγαλύτερους ωκεανούς.

Ας πηδήξουμε μερικά κεφάλαια.

Φθινόπωρο 2008. Έχουν περάσει τέσσερα χρόνια από τότε που έκανα το πρώτο μου τατουάζ, ένας χρόνος από το τρίτο, οπότε έχει χτυπήσει καμπανάκι για το τέταρτο. Όπως και τις προηγούμενες φορές, έτσι και αυτή, ψάξιμο από δω, κοίταγμα από κει, μπα, τζίφος, ψάξε κι άλλο, θα το κουβαλάς μια ζωή, μη χτυπήσεις καμιά σαχλαμάρα, κάτι πρέπει να λέει για σένα, ή μήπως όχι, δεν ξέρω, ψάξε σου λέω, μια ιδέα ρε παιδιά, μπα, δε βρίσκεις τίποτα. Ώσπου σε βρίσκει εκείνη. Χωρίς κανένα συγκεκριμένο λόγο. Χωρίς την προφανή, για όσους το βλέπουν από τότε, αφορμή. Δεν αποφάσισα να “χτυπήσω” στο αριστερό μου χέρι το τσιτάτο “Devil May Care” προς τιμήν των Last Drive. Αλήθεια. Τους σκέφτηκα αφού το είχα αποφασίσει. Αλήθεια!

Ας πηδήξουμε λίγες σελίδες ακόμη.

Βράδυ Σαββάτου, 6 Δεκεμβρίου. Ο Κορκονέας δολοφονεί τον Γρηγορόπουλο. Μεσημέρι Κυριακής βρίσκομαι στην πρώτη μεγάλη πορεία διαμαρτυρίας. Βράδυ Κυριακής έχω επιστρέψει πια σπίτι από τον Κυανού Σταυρό. Τετάρτη ή Πέμπτη δημοσιεύεται σε μία εφημερίδα ένα άρθρο μου για την εμπειρία μου “μέσα από τα δακρυγόνα”.

Περνάνε ημέρες, που γίνονται εβδομάδες, που γίνονται λίγοι μήνες, που γίνονται ένας χρόνος παρά κάτι, ο δεύτερος από την επανένωση των Drive. Ο δρόμος που γουστάρουν τόσο πολύ τους φέρνει ξανά (;) όχι μέσα αλλά κοντά στο Βόλο (εκεί στη Λάρισα, πως τη λένε). Η συναυλία τελειώνει, η μπάντα κατεβαίνει από τη σκηνή, ένας στα πενηνταφεύγα σκουντάει τον Αλέξη στην πλάτη, του λέει κάτι του στιλ “παίξατε πολύ ωραία, μπράβο παιδιά”, ο Αλέξης φαντάζομαι του απαντάει “ευχαριστώ”, ο άλλος του λέει “είμαι ο πατέρας του Θεοδόση, που δουλέψατε λίγο μαζί στις εκδόσεις Οξύ”, ο Αλέξης του λέει “α τώρα κατάλαβα από που πήρε την τρέλα ο Θεοδόσης” δείχνοντας τα μακριά μαλλιά αυτού που του μιλάει και μετά του λέει να πει στον Θεοδόση ότι τον συγκίνησε αυτό που είχε γράψει για την πορεία μετά τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου και ο μακρυμάλλης μου το είπε, γιατί εγώ είμαι αυτός που δούλευε στις εκδόσεις Οξύ όταν κυκλοφόρησε το Μεθυσμένο Ημερολόγιο του Χάντερ Τόμπσον σε – εξαιρετική όπως πάντα – μετάφραση του Αλέξη Καλοφωλιά, και μαζί κάναμε κάποια ρομαντικά σχέδια που τελικά δεν ευοδώθηκαν για παρουσιάσεις του βιβλίου ανά την Ελλάδα με τον ίδιο ή ακόμη και τους Earthbound σε ακουστικά σετ.

Τώρα που τα έγραψα όλα αυτά δεν ξέρω που ακριβώς θέλω να καταλήξω (δε νομίζω ότι χρειάζεται πάντα να καταλήγεις κάπου, άλλωστε “για ροκ μιλάμε, μην το γαμάς στη φιλοσοφία”, όπως μου είχε πει στο περίπου πριν από κανά χρόνο σε μία ραδιοφωνική συνέντευξη ο Argy των Nightstalker) αλλά έχοντας πια δει τους Last Drive 5 ή 6 φορές (ανάλογα με το αν πρέπει να μετρήσουμε εκείνη την πρώτη φορά), έχοντας μιλήσει με τον Αλέξη αρκετές φορές για πράγματα τόσο ασήμαντα όσο ένα κλασικό μπαρ των Εξαρχείων και για άλλα τόσο σημαντικά όσο εκ φύσεως είναι τα “εγχειρήματα ζωής” που ορισμένοι άνθρωποι αποφασίζουν να κάνουν κάποια στιγμή στη ζωή τους, έτυχε (και πέτυχε) να βρεθώ τις προάλλες σε μία από τις πρόβες τους εν όψει των επετειακών συναυλιών για τα πρώτα τους -άντα.

Κάποια στιγμή βγήκα από το δωμάτιο που έπαιζαν για να κάνω ένα τσιγάρο και πριν καν κλείσει η βαριά, μαύρη πόρτα πίσω μου, άκουσα τον Καρανικόλα να παίζει τις πρώτες νότες από το “Ακούω την αγάπη” και τον Μιχαλάτο να χτυπάει τις μπαγκέτες του πριν τις προσγειώσει στα τύμπανά του. Άναψα το τσιγάρο μου στα γρήγορα, και έτσι όπως στεκόμουν πίσω από την πόρτα, βλέποντας τους μέσα από το μικρό τζάμι που έμοιαζε με φινιστρίνι να διασκευάζουν Τρύπες (άλλη μεγάλη ιστορία μου – αμαρτία μου αυτή, αν όχι η μεγαλύτερη) με τα guts και το “united we stand” attitude μιας μπάντας που θαρρείς ότι δημιουργήθηκε μόλις χθες και όχι λίγο αφότου γεννήθηκα, έβγαλα το κινητό από την τσέπη μου, τράβηξα μια φωτογραφία, την ανέβασα στο instagram (μη χάσω…) και το μόνο που μπόρεσα εκείνη τη στιγμή να σκεφτώ για να γράψω από κάτω ήταν κάτι τόσο μελιστάλαχτο όσο αυτό:

“Να ακούς τους Last Drive να προβάρουν Τρύπες…κάπως έτσι βγάζει νόημα όλο αυτό το πράγμα που πιστεύεις από τότε που ήσουν αρκετά μεγάλος (ή μικρός, όπως το πάρει κανείς) για να πιστεύεις σε κάτι”.

Ραντεβού στο moshpit!

Θεοδόσης Μίχος

Ο Θεοδόσης Μίχος γεννήθηκε στον Βόλο το 1979. Ζει στο κέντρο της Αθήνας από το 1998. Εργάζεται ως δημοσιογράφος (είναι συνιδρυτής της Popaganda) και ραδιοφωνικός παραγωγός (καθημερινά 8-10πμ στον Best 92.6). Είναι συγγραφέας των βιβλίων Κράτα το σόου (2016) και Η Αλκμήνη και οι άλλοι (2020).

Share
Published by
Θεοδόσης Μίχος