Πριν από μερικά χρόνια αποφάσισα να κάνω ένα ντοκυμαντέρ για τους Last Drive. Δεν ήξερα πώς θα μπορούσε να γίνει, αλλά το έβαλα μπρος. Εκείνες τις εποχές γίνονταν ακόμα ανεξάρτητα ντοκυμαντέρ και οι σκέψεις στο κεφάλι μας δεν περιστρέφονταν αποκλειστικά γύρω από το χαράτσι, την διάλυση μιας ολόκληρης κοινωνίας αλλά και την στέρηση οποιασδήποτε δημιουργικής διεξόδου στον καθένα από μας.

Μπήκα σ΄αυτή τη διαδικασία με τη λογική που μπαίνει ο ήρωας στα φιλμ νουάρ ή ο δημοσιογράφος στον Πολίτη Κέιν: Εκείνος προσπαθούσε μέσα από την έρευνα να καταλάβει τι σήμαινε η μία λέξη rosebud, εγώ έψαχνα την αλήθεια για τις δύο λέξεις Last και Drive (χωρίς το «και» ενδιάμεσα). Αυτό που ανακάλυψα ήταν «εύφλεκτο». Μια παθιασμένη κατάσταση όπου όλοι όσοι εμπλέκονταν είχαν μπει μέσα με όλο τους τον εαυτό για να πετύχουν αυτά που πέτυχαν χωρίς ίντερνετ και κοινωνική δικτύωση, με θυσίες και ψυχικό κόστος.

Γνώρισα πολλούς ανθρώπους μέσα από αυτή τη διαδικασία. Πρόσωπα που ήθελα πολύ να συναντήσω, και που είχαν ο καθένας έναν ιδιαίτερο ρόλο στην πορεία των Drive. O καθένας έδινε ένα κομμάτι του παζλ της συγκεκριμένης ιστορίας, και συχνά αυτά τα κομμάτια διέψευδαν το ένα το άλλο με αποτέλεσμα η εμπειρία να παραπέμπει περισότερο στο Ρασομόν παρά στον Πολίτη Κέιν.

Αν η ιστορία της μπάντας είναι ένα «αθηναϊκό κόλπο» όπως ακούγεται στο ντοκυμαντέρ, ήταν ταυτόχρονα αφορμή για μένα να γνωρίσω πτυχές μιας πόλης από την οποία έλειπα καιρό και η οποία σίγουρα θα οδηγήσει στην καταστροφή μου, γιατί το δέσιμο μας είναι ασφυκτικό. Έμαθα για την «παραλία» των Αμπελοκήπων, τη Δεξαμενή, το ευρύτερο κέντρο, μια γοητευτική ανθρωπογεωγραφία, σε μία πόλη που άλλαξε στα χρόνια. Αυτό που με ιντριγκάρει περισότερο όμως είναι ότι από το 2009-2010 που προβλήθηκε το ντοκυμαντέρ ως σήμερα, η Αθήνα έχει αλλάξει περισότερο απ’ ότι τα προηγούμενα είκοσι χρόνια μαζί.

Είναι σα να εξαφανίζεται η πόλη και πολλοί από τους ανθρώπους της βίαια: δεκάδες βιβλιοπωλεία, δεκάδες σινεμά, πολλά δισκάδικα, ζαχαροπλαστεία και εστιατόρια. Λείπουν τόσο πολλά αστικά ορόσημα που αν έπεφτες σε κώμα το 2010 και ξυπνούσες τώρα, δε θα μπορούσες να προσανατολιστείς μέσα στην πόλη, εκτός αν έψαχνες για ηρωίνη ή τυρόπιτα. Οι Last Drive είναι κάτι σαν ορόσημο που στέκεται αλώβητο απέναντι στα τσουνάμι των success stories και του χαρακτήρα της εποχής, γιατί ανδρώθηκαν σε εξίσου βρώμικες εποχές με τη σημερινή.

Προσωπικά δεν ξέρω τι σημαίνουν τα 30 χρόνια και ο εορτασμός τους,  αν και βλέποντας τη λίστα των ονομάτων που θα τους συντροφέψουν σε αυτές τις επετειακές συναυλίες καταλαβαίνω ότι πλέον είναι πιο σαφές από ποτέ ότι όλο αυτό το κόλπο ξεκινάει από τις πρώτες υπερεαλιστικές ομάδες της Αθήνας, περνάει από τον Σίμο τον Υπαρξιστή, τον Γιώργο Μακρή ελάχιστα πριν αποτολμήσει το απονενοημένο διάβημα, τον Πουλικάκο και τον Πολύτιμο, τα Μπουρμπούλια και τη Μαύρη Θάλασσα, τον κύριο Πάνο Κουτρουμπούση, τους αδερφούς Σπυρόπουλους, τα φρικιά λίγο πριν και μετά τη μεταπολίτευση, τούς πρώτους πανκ και χαρντκοράδες, τον ελληνικό και αγγλικό στίχο (που ίσως και να είναι ένα), και όλες τις μετεξελίξεις μιας αφήγησης που κινείται πλάι στον κυρίαρχο κορμό της ιστορίας. Φαίνεται πάντως ότι τίποτα δεν παίζει μεγαλύτερο ρόλο από τους φίλους της μπάντας που τριάντα χρόνια τώρα απόθεσαν τμήμα της ελπίδας για ό,τι μπορεί να διασωθεί από την αξιοπρέπεια μας σε μια χούφτα τραγούδια. Δεν είναι και λίγο.

Δημήτρης Κοτσέλης

Share
Published by
Δημήτρης Κοτσέλης