Μέχρι πέρυσι η Αλεξάντρια Οκάζιο-Κορτέζ ήταν μπάργουμαν. Από το βράδυ της 6ης Νοεμβρίου είναι εκλεγμένο μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων στην 14η περιφέρεια της Νέας Υόρκης. Μπορεί σε μία εποχή ιδιαίτερα αλλεργική προς τους πολιτικούς καριέρας, η ανάδειξη ατόμων που προέρχονται έξω από το παραδοσιακό πολιτικό κατεστημένο να μην φαντάζει πια και τόσο εξωπραγματική, όμως αυτό που κατόρθωσε η Οκάζιο-Κορτέζ εξακολουθεί να είναι αξιοθαύμαστο.
Είναι γυναίκα, Λατίνα, κατέβηκε στις εκλογές με μία προοδευτική πλατφόρμα και, στην ηλικία των εικοσεννιά, είναι η νεότερη εκλεγμένη στο αμερικανικό Κογκρέσο και μία από τις πολιτικές πρωταγωνίστριες για το 2018.
Το βιογραφικό της Οκάζιο-Κορτέζ είναι πλούσιο, αν και όχι πάντα με τη συμβατική έννοια της πολιτικής: έχει υπάρξει σερβιτόρα, εκδότρια παιδικών βιβλίων, ακτιβίστρια, μέλος των Δημοκρατών Σοσιαλιστών και οργανώτρια στην καμπάνια του Μπέρνι Σάντερς και για ένα διάστημα εργάστηκε σε θέματα μετανάστευσης στο πλευρό του γερουσιαστή Έντουαρντ Μ. Κένεντι.
Όταν το καλοκαίρι του 2018 επικράτησε επί του Δημοκρατικού Τζόζεφ Κράουλι, ενός βετεράνου του Κογκρέσου, στον προκριματικό γύρο των ενδιάμεσων εκλογών συντάραξε το κατεστημένο του Δημοκρατικού Κόμματος.
Για τους πολιτικούς της αντιπάλους στην πλευρά των Ρεπουμπλικανών, αλλά και την κεντρώα πτέρυγα των Δημοκρατικών, εκείνη η πρώτη νίκη της Οκάζιο-Κορτέζ αποτελούσε την εξαίρεση και οι ελπίδες επανάληψής της στις εκλογές του Νοεμβρίου κρίθηκαν ουτοπικές.
Η αντισυμβατική για τα δεδομένα της αμερικανικής πολιτικής περσόνα της, οι «ανεπαρκείς» σπουδές της (έχει πτυχίο στα οικονομικά και τις διεθνείς σχέσεις από το Πανεπιστήμιο της Βοστόνης), η προϋπηρεσία της ως μπαργούμαν, η αποκάλυψη της αδυναμίας της να πληρώσει το ενοίκιο του νέου της διαμερίσματος στην Ουάσινγκτον μέχρι να λάβει τον πρώτο της μισθό την έχουν φέρει αντιμέτωπη με χλευασμούς από τα δεξιά μίντια.
Η ήττα της Σίνθια Νίξον (ναι, της Μιράντα από το Sex and the City), η οποία διεξήγαγε μία προεκλογική εκστρατεία με ιδιαίτερα προοδευτικό πρόσημο, από τον κεντρώο Άντριου Κουόμο για το δημοκρατικό χρίσμα στις κυβερνητικές εκλογές της Νέας Υόρκης ήρθε για να θεμελιώσει αυτή την αντίληψη.
Στην πραγματικότητα, η ανάδειξη προσωπικοτήτων όπως η Οκάζιο-Κορτέζ και η Νίξον αποτελεί κομμάτι μιας μεγαλύτερης δυναμικής, η οποία συνδέεται άρρηκτα και με τα κινήματα κοινωνικής δικαιοσύνης που έχουν μπει στο mainstream τα τελευταία δέκα χρόνια.
Φιγούρες εκτός του παραδοσιακού πολιτικού πεδίου, με επικοινωνιακές δεξιότητες προσαρμοσμένες στην εποχή των νέων μέσων, είναι πιο ελκυστικές από ποτέ για ψηφοφόρους που έχουν απογοητευτεί από το σύστημα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ανάδειξη αντιδραστικών προσωπικοτήτων. Αντίδοτο στις τελευταίες αποτελούν νέοι σε ηλικία υποψήφιοι με εμπειρία στην ακτιβιστική δράση, αλλά και στον χειρισμό των social media, και προοδευτικές προτάσεις – ιδίως σε ζητήματα που αφορούν το φύλο, τη φυλή, τη σεξουαλικότητα και την κλιματική αλλαγή.
Η νίκη του Τραμπ στις εκλογές του 2016 ήρθε εν μέρει ως απόρροια της διογκούμενης δυσαρέσκειας από το πολιτικό κατεστημένο, του οποίου η Χίλαρι Κλίντον θεωρείται βασική εκπρόσωπος. Αποτελούσε επίσης ξεκάθαρη αντίδραση στις ταυτοτικές διεκδικήσεις και νίκες περιθωριοποιημένων χώρων όπως της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, των φυλετικών και εθνικών μειονοτήτων και των γυναικών, οι οποίες, όπως και οι δύο θητείες του Ομπάμα στην προεδρία έδωσαν στη λευκή Αμερική (και ιδιαίτερα στο ανδρικό της κομμάτι) την ψευδαίσθηση πως η θέση της κινδυνεύει.
Αντιδημοφιλείς ομάδες της άκρας δεξιάς αναδείχθηκαν από το βούρκο των παρυφών του διαδικτύου στο πολιτικό προσκήνιο. Αντίστοιχα, η προεδρία του Τραμπ έχει πυροδοτήσει μία αυξημένη πολιτική συμμετοχή από τις ομάδες που επλήγησαν περισσότερο από αυτή, όχι μόνο στο κομμάτι της ψήφου, αλλά και σε εκείνο της ενεργούς πολιτικής.
Ο ένας χρόνος που συμπληρώθηκε από την έκρηξη του Me Too στο mainstream (προϋπήρχε ήδη από το 2006 ως πλατφόρμα ενδυνάμωσης μαύρων γυναικών που έχουν βιώσει σεξουαλική παρενόχληση), έφερε και την ενδοσκόπηση και αυτοκριτική που χρειαζόταν το κίνημα για να καταστεί πιο σχετικό με τις εμπειρίες των γυναικών πέρα από τα φώτα της δημοσιότητας. Μαζικές απεργίες σε αλυσίδες όπως τα McDonald’s, για παράδειγμα, ανέδειξαν τις φωνές γυναικών από ένα ευρύτερο κοινωνικοοικονομικό φάσμα. Παράλληλα, περισσότερες γυναίκες από ποτέ μπήκαν στον πολιτικό στίβο.
Και στο πολιτικό πεδίο έχει προκύψει η ανάγκη ενός αναστοχασμού. Ο Τραμπ έχει αναδειχθεί ως ένας κατεξοχήν σωβινιστής πολιτικός (με ομοίους του, όπως ο ακροδεξιός Μπολσονάρου της Βραζιλίας, να ακολουθούν τα βήματα του στην εξουσία), τα σεξιστικά και ρατσιστικά παραληρήματα του οποίου αποτελούν νευραλγικό κομμάτι της πολιτικής του περσόνας. Τον Σεπτέμβριο, ο διορισμός του εκλεκτού του Τραμπ, συντηρητικού δικαστή Μπρετ Κάβανο, στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ απειλήθηκε από την καταγγελία της Δρ. Κριστίν Μπλέιζι Φορντ για απόπειρα βιασμού, όταν οι δυο τους φοιτούσαν στο ίδιο λύκειο το 1982. Τελικά, Κάβανο ορκίστηκε μέλος του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ. Η υστερική του, ωστόσο, εμφάνιση κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας μπροστά στην επιτροπή του Κογκρέσου, σε συνδυασμό με τη νηφαλιότητα και την αξιοπιστία της Φορντ, οδήγησε στη δημόσια κατακραυγή τόσο του Κάβανο όσο και της απόφασης για τον διορισμό του.
Οι ενδιάμεσες εκλογές ήταν πάντα κάτι το μεσαίο παιδί της αμερικανικής πολιτικής. Ποτέ δεν τους αποδιδόταν η προσοχή που το κοινό και τα ΜΜΕ κρατούσε για τις προεδρικές εκλογές και αυτό αντανακλάται στα προηγούμενα χαμηλά ποσοστά συμμετοχής σε αυτές. Από τις προεδρικές εκλογές του 2016, όμως, όταν πια η δυστοπική πιθανότητα μίας Αμερικής με πρόεδρο τον Ντόναλντ Τραμπ έγινε πραγματικότητα, υπογραμμίστηκε η ανάγκη συμμετοχής στης κάλπες και το δρόμο άνοιξαν οι ομάδες που είχαν να χάσουν τα περισσότερα.
Οι εκλογές του 2018, από τις οποίες προέκυψε η νέα σύνθεση του Κονγκρέσου, έφεραν μία ευκαιρία διόρθωσης της ζημιάς που έχει φέρει ο Τραμπ. Νέοι ψηφοφόροι βγήκαν μαζικά στις κάλπες (κινητοποιημένοι από την ευκαιρία να βγάλουν σέλφι με το αυτοκόλλητο “I voted” , ίσως έλεγε κάποιος κυνικός). Όποια και να είναι τα αίτια πίσω από την αυξημένη προσέλευση των νέων στις κάλπες, τα ποσοστά συμμετοχής τους φέτος έφτασαν όντως σε ιστορικά ύψη. Τη στιγμή που σε πολλές πολιτείες βρίσκονται εκ νέου στο τραπέζι θεμελιώδη ζητήματα όπως η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, το δικαίωμα στην άμβλωση, η ανεξέλεγκτη οπλοκατοχή, η αυτοδιάθεση των τρανς ανθρώπων και η υπηκοότητα για τα παιδιά εκατομμυρίων μεταναστών, είναι ξεκάθαρο πως τα διακυβεύματα είναι εξαιρετικά υψηλά.
Οι νίκες που πέτυχαν οι γυναίκες υποψήφιες στις 6 Νοεμβρίου είναι αδιαμφισβήτητες. Εκτός από την Οκάζιο-Κορτές, η οποία μαζί με μία χούφτα πολιτικών όπως ο Μπέτο Ο’Ρουρκ, έχει αγκαλιαστεί από μεγάλους αριθμούς νέων και προοδευτικών ψηφοφόρων, περισσότερες από εκατό γυναίκες κέρδισαν θέσεις στη Βουλή των Αντιπροσώπων για πρώτη φορά στην ιστορία των ΗΠΑ. Η χλιαρή επικράτηση των Δημοκρατικών στη Βουλή και η επίτευξη ακόμα μεγαλύτερης πλειοψηφίας των Ρεπουμπλικανών στη Γερουσία δεν φαίνεται να κάμπτει αυτή την ορμή. Οι σεξιστικές και ρατσιστικές δηλώσεις του Τραμπ φαίνεται πως έχουν εξοργίσει μεγάλες μερίδες των γυναικών, οι οποίες είναι αποφασισμένες να αποτελέσουν ανάχωμα στην συντηρικοποίηση της αμερικανικής κοινωνίας. Στο Κάνσας, η Σαρίς Ντέιβιντς, επικράτησε έναντι του Ρεπουμπλικανού Κέβιν Γιόντερ και έγινε μία από τις δύο πρώτες αυτόχθονες Αμερικανίδες στο Κογκρέσο και η πρώτη ανοιχτά ομοφυλόφιλη γυναίκα που εκπροσωπεί το Κάνσας σε πολιτειακό επίπεδο. Στη Μινεσότα, η Ιλχάν Ομάρ έγινε η πρώτη εκλεγμένη μη λευκή γυναίκα, αλλά και μία από τις πρώτες Μουσουλμάνες στο Κογκρέσο.
Δεν είναι μόνο οι γυναίκες οι μεγάλες πρωταγωνίστριες αυτής της εκλογικής αναμέτρησης. Το Κολοράντο, η πολιτεία που βρέθηκε και στο επίκεντρο μίας υπόθεσης του Ανώτατου Δικαστηρίου όταν πριν μερικά χρόνια ένας φούρναρης είχε βρεθεί στα εθνικά πρωτοσέλιδα λόγω της άρνησής του να εξυπηρετήσει γκέι ζευγάρια, απέκτησε τον πρώτο ανοιχτά ομοφυλόφιλο κυβερνήτη του.
Όλα αυτά επιστρέφουν στο ερώτημα «ποιος τελικά ψηφίζει;» Ένας χάρτης των ΗΠΑ που απεικονίζει τις ψήφους των ανδρών, για παράδειγμα, είναι σχεδόν εξολοκλήρου κόκκινος. Από την άλλη, οι ομάδες που είναι πιθανότερο να ψηφίσουν προοδευτικούς υποψηφίους είναι επίσης εκείνες που αντιμετωπίζουν τα περισσότερα εμπόδια. Η δεξιά φαίνεται να προσπαθεί να επιβάλλει περιορισμούς στην άσκηση του εκλογικού δικαιώματος συγκεκριμένων ομάδων. Πρακτικές όπως η χειραγώγηση των εκλογικών περιφερειών και η καταστολή ψήφων έχουν συμβάλλει στην εκλογή συντηρητικών υποψηφίων, ενώ η απαγόρευση της ψήφου σε πρώην κατάδικους έχει αποτελέσει τεράστιο πλήγμα για τα εκλογικά δικαιώματα των Αφροαμερικανών, οι οποίοι αντιμετωπίζουν υψηλότερες πιθανότητες καταδίκης σε σχέση με τους λευκούς. Μέχρι πρόσφατα, ένα εκατομμύριο κάτοικοι της Φλόριντα με προηγούμενες καταδίκες δεν είχαν δικαίωμα ψήφου, ενώ η καταστολή ψήφων θεωρείται πως έπαιξε ρόλο στα αποτελέσματα των φετινών εκλογών σε πολιτείες όπως η Τζόρτζια.
Αν πάντως τα αποτελέσματα των ενδιάμεσων εκλογών του 2018 δημιουργούν την εντύπωση μίας ουτοπικής ενότητας μεταξύ των γυναικών μέσα σε ροζ συννεφάκια, πέρα από ταξικές και φυλετικές γραμμές, η πραγματικότητα λέει άλλα. Ακολουθώντας το μοτίβο των εκλογών του 2016, αλλά και μία λυπηρή αμερικανική παράδοση, η λευκές γυναίκες διαχώρισαν και φέτος τη θέση τους και προτίμησαν το χρώμα από το φύλο, ψηφίζοντας μαζικά σε αρκετές περιπτώσεις Ρεπουμπλικάνους υποψήφιους, όπως τον απεχθή στις ΗΠΑ και αποτυχημένο υποψήφιο για το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών το 2016, Τεντ Κρουζ, στο Τέξας. (Αντίθετα, οι μαύρες γυναίκες τάχθηκαν με ομοφωνία στο πλευρό των Δημοκρατικών, με ποσοστά που αγγίζουν το 95 τοις εκατό.) Εξάλλου, γυναίκες από τον ευρύτερο χώρο της “alt-right”, όπως η Λάνα Λόκτεφ, η Γούλφι Τζέιμς και η Φέιθ Γκόλντι, έχουν αναδειχθεί σε βασικές προπαγανδίστριες της ρητορικής περί λευκής υπεροχής – έστω και μέσα από το πρίσμα της δήθεν προστασίας της «λευκής κουλτούρας» – διεκδικώντας ηγετικές θέσεις σε ένα κίνημα που αντιμετωπίζει τις γυναίκες κατά βάση ως εκκολαπτικές μηχανές παραγωγής (λευκών) παιδιών.
Τα τελευταία δύο χρόνια, η πολιτική αποχή βρέθηκε ξαφνικά εκτός μόδας και τα κελεύσματα για ενεργό συμμετοχή στις κάλπες έδωσαν και πήραν, από το κόκκινο χαλί και τη στρατευμένη σάτιρα του Saturday Night Live μέχρι μαζικές πορείες με τη συμμετοχή διασήμων. Η «αντίσταση» είναι γεγονός και πλέον συμπεριλαμβάνει μεγάλο κομμάτι του mainstream πολιτικού οικοδομήματος των ΗΠΑ, κάτι που την καθιστά σίγουρα λιγότερο τολμηρή όσον αφορά τις διεκδικήσεις της.
Άλλωστε, η άνοδος στα κλιμάκια της επαγγελματικής πολιτικής συνήθως πάει χέρι-χέρι με παραχωρήσεις και πισωγυρίσματα: οι θέσεις της Οκάζιο-Κορτέζ για την Παλαιστίνη και το Ισραήλ έχουν μαλακώσει αισθητά μέσα στους τελευταίους μήνες, πράγμα που δημιουργεί εύλογες ανησυχίες για το κατά πόσο οι ιδέες που πρεσβεύει και για την εκπλήρωσή των οποίων εκλέχθηκε είναι βιώσιμες μέσα σε ένα θεσμικό περιβάλλον, όπως το αμερικανικό Κογκρέσο.
Όπως και να έχει, μπορούμε να αναγνωρίσουμε στα δύο τελευταία χρόνια μία ευκαιρία αύξησης της πολιτικής συμμετοχής και κινητοποίησης ομάδων που υπό άλλες συνθήκες, όπως στην περίπτωση νίκης της Κλίντον, θα ζούσαν σε ένα χαρωπό λήθαργο. Οι υποστηρικτές αυτής της ιδέας έχουν συχνά βρεθεί στο στόχαστρο σκληρής κριτικής, αλλά ίσως τελικά να έχουν δίκιο. Η προεδρία του Τραμπ μπορεί τελικά να ήταν ευχή και κατάρα για ένα νέο προοδευτικό κίνημα στις ΗΠΑ, καθώς ανάγκασε πλατειές μάζες του κόσμου να αναγνωρίσουν ότι όσα μέχρι πρόσφατα έπαιρναν ως δεδομένα εξακολουθούν να είναι αντικείμενα ενεργών διεκδικήσεων – και να κάνουν κάτι για αυτό. Όσα είδαμε το 2018 δείχνουν – δειλά – προς αυτήν την κατεύθυνση.