Σε κάθε περίπτωση, με τις φωτεινές και τις σκοτεινές όψεις, η μεταπολιτευτική εποχή 1974-2009 επανέλαβε ένα γνωστό υπόδειγμα (pattern) του τρόπου που η Ελλάδα, ξεκινώντας από μια μικρή επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κατάφερε στη μακρά ιστορική διάρκεια να παρακολουθήσει από κοντά την εξέλιξη των ευρωπαϊκών χωρών και τελευταία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με καθυστερήσεις, οπισθοχωρήσεις και, κατόπιν, με τρέξιμο, ώστε να καλύψει τον χαμένο χρόνο. Υπό την πίεση ενός «εξωτερικού καταναγκασμού», εν προκειμένω της ΟΝΕ, που να της βάζει το μαχαίρι στον λαιμό. Σε αυτή την προσπάθεια, αφομοίωνε τις καταναλωτικές και απλούστερες όψεις της εξέλιξης, δυσκολευόταν όμως να προσαρμοστεί στις απαιτητικότερες δεδομένου ότι προϋπέθεταν μεγαλύτερες παραγωγικές δομές και ικανότητες, καλύτερο Κράτος, μακροχρόνιες στρατηγικές μεταρρυθμίσεων. Εξετάζοντας αυτή τη διαλεκτική εθνικού-υπερεθνικού, η Ελλάδα όπως είπαμε, παρουσίασε μεγαλύτερη δεκτικότητα στον εκσυγχρονισμό (modernization) από όσο μια ελιτιστική φιλελεύθερη θεώρηση υποθέτει υπερβάλλοντας τις εθνικές παθογένειες. Και από την άλλη, το διεθνές/ευρωπαϊκό περιβάλλον στάθηκε περισσότερο βοηθητικό από όσο οι ποικίλες μαρξιστικές ή μαρξίζουσες θεωρίες της εξάρτησης υποστηρίζουν. Λόγω όμως των ανωτέρω αδυναμιών και της περιορισμένης ιθαγενούς δυναμικής για μεταρρυθμίσεις, η ιστορική εμπειρία προειδοποιούσε ότι η μεταπολιτευτική Ελλάδα θα δοκιμαζόταν έτσι κι αλλιώς σκληρότερα από τους μεγάλους μετασχηματισμούς που επιφέρει η άνιση δυναμική του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού στην απασχόληση, στα εισοδήματα και στην ασφάλιση. Ή τα νέα φαινόμενα πολυπολιτισμικότητας. Ή οι αυξημένες απαιτήσεις ορθολογικής λειτουργίας των εθνικών θεσμών, όταν αυτοί είναι υποχρεωμένοι να συνεργάζονται με πιο προηγμένα θεσμικά συστήματα στο πλαίσιο της πολυεπίπεδης ευρωπαϊκής διακυβέρνησης. Τα απειλητικά μηνύματα για τις δυσκολίες αναπροσαρμογής είχαν δοθεί έγκαιρα. Η Ελλάδα το 2007-2009 έχανε ήδη τον έλεγχο των δημόσιων οικονομικών της και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών οδηγούμενη για μια ακόμα φορά σε «καθεστώς επιτήρησης» από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Όλα αυτά θα ήταν όμως σκαμπανεβάσματα, δυσκολίες και περιοδικές κρίσεις, σε μια πορεία κατά βάση ελεγχόμενη.
«“Εκτός αν”», έγραφα στον επίλογο της προηγούμενης έκδοσης, «οι παγκοσμιοποιητικές διαδικασίες, και ειδικότερα η Ευρωπαϊκή Ένωση, εισέλθουν σε φάσεις έντονων αναταράξεων. Γεγονός που ουδόλως μπορεί να αποκλειστεί.
Το «εκτός αν» εκδηλώθηκε με την πρώτη παγκόσμια κρίση της παγκοσμιοποίησης το 2008 που εξελίχτηκε σε κρίση της ευρωζώνης, καθώς η ατελής αρχιτεκτονική του ευρώ αποκάλυψε όλες τις αδυναμίες της. Στη φάση αυτή «των έντονων αναταράξεων» η Ελλάδα δεν είχε τον χρόνο να απορροφήσει βαθμιαία τις προϋπάρχουσες εθνικές υστερήσεις, τις δομικές ανισορροπίες της πρώτης περιόδου εισαγωγής στο ευρώ, και την ήδη εξελισσόμενη εθνική δημοσιονομική κρίση. Προσέκρουσε έτσι βίαια στα βράχια, καταλήγοντας στην ελεγχόμενη χρεοκοπία και στην εποχή των «μνημονίων», τα οποία θα ρύθμιζαν πλέον τη σχέση της με την ευρωζώνη και τους δανειστές. Λαμβάνοντας υπόψη τη διάδοση της κρίσης στη Νότια Ευρώπη, είναι σαφές ότι η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να αποφύγει την κρίση. Κατά τούτο η συνοπτική «καταδίκη» της μεταπολιτευτικής περιόδου ως υπαίτιας της χρεοκοπίας, αποδεικνύεται ήδη άδικη. Το πραγματικό ερώτημα είναι γιατί η κρίση έλαβε στην Ελλάδα τόσο βίαιο και δραματικό χαρακτήρα. Ή αλλιώς, γιατί στην πορεία αυτή δεν υπήρξαν αρκετά ισχυρά συμφέροντα και μεταρρυθμιστικές συμμαχίες, ούτε ικανές και αποφασισμένες εξουσίες, ώστε να μετριάσουν την πρόσκρουση.
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Tμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.