Η Καλλιρρόη Μυριαγκού είναι μια ασυνήθιστη ηθοποιός, με σημαντική και διακριτική πορεία – ίσως και πιο διακριτική από ότι θα έπρεπε, καθώς κανείς εντυπωσιάζεται όταν συνειδητοποιεί πόσα σημαντικά πράγματα έχει κάνει. Επίσης, είναι ένας από τους πιο ψαγμένους μουσικά ανθρώπους που γνωρίζω, κι αυτό σίγουρα σημαίνει κάτι. Με την ευκαιρία της συμμετοχής της στο Το Κορίτσι που Πέφτει, Πέφτει, Πέφτει σε σκηνοθεσία της Λίλο Μπάουρ για το Φεστιβάλ Αθηνών, η Καλλιρρόη ξέφυγε από τις συνήθειές της και μίλησε στην Popaganda για όλα: την πορεία και τις περιπέτειές της σε Καναδά, Αμερική και Γερμανία, το Στέλλα Κοιμήσου με το Γιάννη Οικονομίδη που θα ξαναπαιχτεί το φθινόπωρο, το πάθος της για το καλλιτεχνικό πατινάζ όταν ήταν μικρό κορίτσι, την ενόχλησή της για μια επιτυχία που ήρθε για όλους τους λάθος λόγους…Αλλά και για το Δημήτρη Οικονόμου, μια σπουδαία μορφή του θεάτρου μας που έφυγε νωρίς.
Κάθε καλοκαίρι ονειρεύομαι πως θα είμαι στον Καναδά. Μεγάλωσα εκεί τα πρώτα μου παιδικά χρόνια. Σε αγγλικό σχολείο πρωτοξεκίνησα, στο Μόντρεαλ. Ο πατέρας μου ήταν καπετάνιος, κι η αδελφή της μητέρας μου ήταν ήδη στο Μόντρεαλ και βρεθήκαμε κι εμείς εκεί και κολλήσαμε. Δεκατριών χρονών πήγα σε ελληνικό σχολείο.
Πώς βρέθηκες ξανά εδώ; Γυρίσαμε πίσω. Με είχαν στείλει πριν οι γονείς μου στην αδελφή του πατέρα μου για να μάθω τα ελληνικά, κι έμεινα κάποια καλοκαίρια κι ένα χειμώνα στη Μυτιλήνη και πήγα σχολείο και εκεί, πρώτη γυμνασίου. Και τελικά γυρίσαμε όλοι μαζί από το Μόντρεαλ στο Χαλάνδρι. Από τότε ξαναπήγα στο Μόντρεαλ πρώτη φορά πριν από τρία χρόνια. Ξαναείδα το σπίτι που μέναμε, τη γειτονιά. Εντελώς συμπτωματικά έτυχε να μένω ένα τετράγωνο κάτω από το σπίτι που μεγάλωσα! Και πάντα ονειρεύομαι να πάω να μείνω εκεί όλο τον Ιούλιο, γιατί έχει κάτι τρομερά φεστιβάλ τζαζ εκεί, θα το ξέρεις. Την αγαπάω πολύ τη χώρα αυτή. Έχουμε τρομερές αναμνήσεις, παιδικά χρόνια μέσα στο χιόνι και στον πάγο. Από κει μου έμεινε το κόλλημα με τις παγοδρομίες – κάτι λέω και στην παράσταση γι αυτό. Ήταν το όνειρό μου.
Με τι έχει να κάνει δηλαδή η παράσταση; Η παράσταση έχει να κάνει με ένα νέο κορίτσι που πέφτει, κι ονειρεύεται ότι θα κατακτήσει τη ζωή. Στην αρχή λοιπόν της παράστασης λέει ο καθένας το όνειρό του, κι εγώ λέω αυτό: το όνειρό μου είναι να χορεύω στον πάγο. Όταν ήμουν μικρή ονειρευόμουν ότι θα γίνω χορεύτρια του καλλιτεχνικού πατινάζ. Σαν την Καταρίνα Βιτ, τη θυμάσαι; Τι πλάσμα. Είχε στο πρόσωπό της μια τέτοια ορμή, μια δίψα να τα ζήσει όλα. Ήμουν στην ομάδα του σχολείου, αλλά όταν γυρίσαμε στην Ελλάδα φυσικά δεν μπορούσα να συνεχίσω. Κι είχα τα παλιά μου παγοπέδιλα και προσπαθούσα να σφηνώσω μέσα τα πόδια μου. Είχε ένα παγοδρόμιο στο Χαλάνδρι και πήγαινα ως έφηβη, και φόραγα αυτά τα στενά παγοπέδιλα και προσπαθούσα να χωρέσω, γι αυτό έχω ακόμα δυο τεράστια κότσια στα πόδια μου. Δεν μου κάνανε πια, και τα πόδια μου ματώνανε, τα πέδιλα δεν βγαίναν μετά – αλλά είχα κολλήσει στο παιδικό όνειρο, και πού να βρω στην Ελλάδα του ’80 επαγγελματικά παγοπέδιλα;
Κι από το χορό στον πάγο, πώς έγινε η μετάβαση στο θέατρο; Ε, έγινε… Ανακάλυψα μια καταπληκτική ομάδα στη γειτονιά μου, το Χαλάνδρι, τους Άστεγους, οι οποίοι μετά έφτιαξαν το Θέατρο της Άνοιξης, ήταν εκεί ο Σέργιος Γκάγκας κι ο Γιάννης Μαργαρίτης. Αυτή ήταν η αρχή. Ολόκληρη την ιστορία θα σου την πω μια άλλη φορά… Είχαμε καταπληκτικό θέατρο στο Χαλάνδρι, και θέλησα αμέσως να ασχοληθώ, από μικρή.
Μόλις έλιωσε ο πάγος. Ναι! Αλλά και με τ’ αδέλφια μου πάντα ονειρευόμαστε ότι θα ξαναπάμε στον Καναδά. Πολλές φορές έχουμε και κάτι χαζοϊδέες ότι θα πάμε να ζήσουμε εκεί με όλη την οικογένεια, με τα ανίψια, γιατί το Μόντρεαλ είναι απίστευτη πόλη για παιδιά. Είναι γεμάτη μουσική, θέατρο, ακροβατικά και τσίρκο – έχει μια από τις καλύτερες εθνικές σχολές τσίρκου στον κόσμο, λόγω και του Cirque de Soleil. Κι αγαπώ πολύ και τη Lhasa De Sela. Και κάθε γειτονιά και κάθε μαγαζί έχει τη δική του μπάντα, είναι ναι πόλη μουσική το Μόντρεαλ. Αγαπώ πολύ τη μουσική. Τώρα τα τελευταία χρόνια που βρέθηκα στην Αμερική, στη Νέα Υόρκη, έκανα εκεί ένα δίσκο, συμμετείχα σε μια δουλειά του Στέφανου Χυτήρη, το Flux Project. Βρεθήκαμε σε ένα καταπληκτικό στούντιο στο Μπρούκλιν . Το 2011-12 είχα αποφασίσει να φύγω από την Ελλάδα, μια που έχω και καναδική υπηκοότητα. Και στην παράσταση, σχεδόν σε όλα όσα κάνω μιλάω αγγλικά…
Πώς βρέθηκες στην Αμερική; Αποφάσισα να φύγω γιατί είχαν στενέψει πολύ τα περιθώρια. Κι ήθελα να ανακαλύψω ξανά δασκάλους. Ήθελα πολύ να βρεθώ ξανά στον Καναδά όπου μεγάλωσα, αλλά και στη Νέα Υόρκη, όπου πηγαίναμε πολύ συχνά με τους γονείς μου, γιατί ο αδελφός της μαμάς μου έμενε εκεί, στην Αστόρια και μετά στo Νιου Τζέρσει – κλασική ιστορία – κι όλα εκεί μου ήταν πολύ οικεία. Έκανα ξανά βουτιά κι εγώ, όπως το κορίτσι της παράστασής μας που πέφτει. Έπεσα στο κενό, και ξαναγύρισα πίσω να ξαναδώ τη ζωή μου από την αρχή.
Και τη δουλειά έχεις πάλι εδώ; Ξαναγύρισα για λίγο για να είμαι κοντά στη μητέρα μου που είχε ένα θέμα υγείας, και κόλλησα γιατί δουλεύω συνέχεια έκτοτε, δεν έχω σταματήσει… Ενώ είχα φύγει λίγο απογοητευμένη με τα πράγματα εδώ, από την κρίση, από αυτό που μου συνέβη με την ελληνική τηλεόραση… Τώρα να το πω αυτό;
Ναι, γιατί όχι; Συνήθως δεν θέλω καθόλου να το λέω, γιατί ο περισσότερος κόσμος με έχει συνδέσει μόνο με αυτό. Η πορεία μου στο θέατρο όλα αυτά τα χρόνια έχει κάπως θολώσει εξ αιτίας της συνεχούς επανάληψης μιας σειράς. Μιλάω για την εμφάνισή μου στο Κωνσταντίνου και Ελένης πριν από σχεδόν είκοσι χρόνια! Το έφερα βαρέως όλο αυτό, πολύ…
Θα μου επιτρέψεις να σου πω πως, αν και κατανοώ την ενόχλησή σου, αυτό συνέβη γιατί και εκεί, όπως και στο θέατρο, ήσουν πάρα πολύ καλή. Αλλιώς δεν θα σε κυνήγαγε. Λες ε; Δεν το έχω σκεφτεί. Ευχαριστώ. Αλλά ξέρεις είναι κι ένας από τους λόγους που δεν δίνω συνεντεύξεις. Γιατί πάντα ξεκινάνε από αυτό, και καταλήγουν να με ρωτάνε μόνο γι αυτό! Αλλά πριν από αυτό είχα ήδη οκτώ χρόνια στο θέατρο, κι εδώ και στη Γερμανία. Δεν το περίμενα κι εγώ ότι θα γίνει αυτό που έγινε, νομίζαμε πως το σήριαλ είναι τόσο χάλια που δεν θα το δει κανένας! Δεν περιμέναμε τόση ακροαματικότητα. Και πρέπει να σου πω πως και στο σπίτι, οι γονείς μου και τα αδέλφια μου δυσκολεύτηκαν να το αποδεχτούν. Πρώτη κουβέντα του πατέρα μου ήταν: Βρε παιδί μου, τι πήγες κι έκανες, γιατί το έκανες τώρα αυτό; Το έκανα γιατί όταν είσαι νέος θυμώνεις με τα πράγματα, δεν έχεις υπομονή. Δεν κοιτάζεις πώς θα έχεις μια ροή στη δουλειά, αλλά και πίστη: κάνεις το όνειρό σου, πας πολύ καλά, αλλά υπάρχει μια περίοδος που μπορεί με την πρώτη να σε αποδεχτούν και να σε αγκαλιάσει ο χώρος πάρα πολύ γιατί είσαι φωτεινό πλάσμα κι όλοι θέλουν να δουλέψεις μαζί τους – μου συνέβη αυτό όταν ήμουν μικρή – αλλά μετά μπορεί να προχωρήσει κάποιος που θα έχει και κάτι ακόμα: κάποιες δημόσιες σχέσεις παραπάνω, κάποιους γνωστούς… Και μπορεί να δυσκολευτείς, κι επειδή ο νέος βιάζεται πολύ, κάνει λάθη. Κι αυτό έχει να κάνει με την παράστασή μας.
Δηλαδή; Σε κάποια στιγμή το Κορίτσι που Πέφτει λέει: Αχ, δεν έπρεπε να πέσω, βιάστηκα! Η ζωή δεν είναι ωραία! Λίγο ακόμα να μείνω στην ομορφιά, στο όνειρο! Όταν είσαι μικρός δεν έχεις πίστη – και χρειάζεται. Γιατί όταν είσαι πιστός στο όνειρό σου κι έχεις επαφή με αυτό, θα έρθουν τα πράγματα. Γιατί ο καθένας βρίσκει το δρόμο του μέσα από αυτό που είναι, κι αυτό έχει να κάνει και με το πόσο σταθερός είναι, πόσο εξακολουθεί να πιστεύει σε αυτά που πίστεψε κι επέλεξε αυτή τη δουλειά, αυτή την τέχνη. Κι είναι καλό να μένεις σε επαφή με το πρώτο σου όνειρο, με την αγνότητα που είχες. Εμένα μου άρεσε πολύ να διαβάζω, κι ανακάλυψα μικρή το θέατρο μέσα από το διάβασμα. Αυτή την επαφή με τα κείμενα, την πρώτη φορά που διάβασα Σαίξπηρ, δεν θα την ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου. Αυτό σε βοηθάει να κρατηθείς και να μην κάνει ο δρόμος σου πολλά ζιγκ-ζαγκ και χαθείς. Γιατί μπορεί να βρεθείς σε χώρους που δεν ήσουνα για αυτούς. Εγώ, ας πούμε, το δρόμο μου στην τηλεόραση δεν μπορούσα να τον υποστηρίξω, γιατί δεν είμαι τηλεπερσόνα, ούτε κι εμπορικό θέατρο έκανα ποτέ, και δεν με ενδιέφερε καθόλου. Ήμουν ένα παιδί κλειστό, κολλημένο στα δικά μου. Άναρχο, ροκ, λίγο ακραία. Σκέψου πως την ίδια εποχή που έκανα το Κωνσταντίνου και Ελένης, ήμουν στο Αμόρε με το Γιώργο Κακανάκη και κάναμε τα Αποσπάσματα Ερωτικού Λόγου του Ρολάν Μπαρτ, μαζί με τη Μαρία Πανουργιά, που είναι παιδική μου φίλη. Και με τη Μαρία Καλλιμάνη, που βρισκόμαστε μαζί στο Κορίτσι που Πέφτει, είμαστε φίλες πάνω από είκοσι χρόνια.
Έπαιζες στο Στέλλα Κοιμήσου του Γιάννη Οικονομίδη, που συζητήθηκε πάρα πολύ φέτος. Θα επαναληφθεί και το φθινόπωρο, μέχρι τέλη Γενάρη. Με το Γιάννη είναι σαν να είσαι σε μπάντα, βγαίνεις στη σκηνή και απλά ροκάρεις! Έχουμε φτιάξει τους χαρακτήρες, αλλά το υλικό είναι εντελώς performing. Δεν υπάρχει κείμενο: απίστευτη ελευθερία! Ανεβαίνεις πάνω και είσαι αυτό! Κι επειδή έχεις μπει μέσα του τόσο βαθιά, ό,τι και να κάνεις, κι ανάποδα να κρεμαστείς, είσαι στο ρόλο! Πέρυσι έμπαινα τραγουδώντας το The Ship Song του Nick Cave, καθόμουν στον καναπέ και τραγούδαγα μέχρι τα παιδιά να με τραβήξουν από αυτό με κάτι πολύ έντονο. Είχε πολύ ενδιαφέρον.
Ξέρω πως εκτός από τις συμμετοχές σου σε ηχογραφήσεις, έχεις βαφτίσει κι ένα cd με το όνομά σου. Α ναι! Πού το θυμήθηκες αυτό; Το είχα ξεχάσει! Όταν έπαιζα στο Urban Shots, τη μουσική στην παράσταση είχαν κάνει οι Die Paramaounds, το συγκρότημα του Malte Preuss, και μου ζήτησε να φωτογραφηθώ για το cd του. Και τελικώς το ονόμασαν Zooming Callirroe! Τους άρεσε το όνομά μου, προφανώς τους έκανε εντύπωση! Ακόμα είμαστε φίλοι με τον Malte, συναντιόμαστε στην Ανάφη. Και τώρα όταν τελειώσω με την παράταση θα πάω να τον βρω!