Ο Αλαβροστοισειώτης του Παύλου Λιασίδη ανεβαίνει στο Φεστιβάλ Αθηνών (15-18 Ιουνίου) σε σκηνοθεσία του Νίκου Χατζόπουλου που δηλώνει «ηθοποιός που μεταφράζει και που καμιά φορά σκηνοθετεί». Η αρχική ιδέα για την παράσταση, που είναι μια συμπαραγωγή του Φεστιβάλ με το Σπίτι της Κύπρου και στηρίζει το Ίδρυμα Μιχάλη Κακογιάννη, ήταν των ηθοποιών της παράσταση. Ο κ. Χατζόπουλος δέχτηκε την σκηνοθεσία διότι θεωρεί πως «το γεγονός ότι το Ελληνικό Φεστιβάλ συμπεριλαμβάνει μια παράσταση σε διάλεκτο, αποτελεί σημαντική πολιτική πράξη, και δηλώνει μια θέση απέναντι στην ελληνική γλώσσα».
Ο Αλαβροστοισειώτης είχε ανεβεί με επιτυχία το 2002 από τον ΘΟΚ σε σκηνοθεσία Ανδρέα Τσουρή. Η παράσταση αυτή στην Αθήνα αποτελεί ένα σημαντικό γεγονός που αξίζει να στηριχτεί τόσο από τους κύπριους στην Ελλάδα όσο και από άλλους θεατές, Όπως επισημαίνει ο κ. Χατζόπουλος «προσπαθούμε με άλλους τρόπους, καθαρά θεατρικούς, να εισαγάγουμε τους θεατές στους ήχους και τη λογική της κυπριακής διαλέκτου, και να τους πάρουμε μαζί μας χωρίς να μας αντισταθούν».
Τι σας οδήγησε στην απόφαση να ανεβάσετε αυτό το έργο; Η αρχική ιδέα δεν ήταν δική μου. Ήταν των Κυπρίων ηθοποιών που θα παίζουν στην παράσταση. Αυτοί μου πρότειναν να το αναλάβω. Κατά τη γνώμη μου, το γεγονός ότι το Ελληνικό Φεστιβάλ συμπεριλαμβάνει μια παράσταση σε διάλεκτο, αποτελεί σημαντική πολιτική πράξη, και δηλώνει μια θέση απέναντι στην ελληνική γλώσσα. Αυτός είναι και ο λόγος που δέχτηκα να το σκηνοθετήσω.
Ποια ήταν η αίσθησή σας από την κυπριακή διάλεκτο; Ήταν δύσκολη η κατανόησή της; Θα δημιουργήσει δυσκολίες στον θεατή που δεν την γνωρίζει; Το κοινό των «Ελλαδιτών» (όπως τους αποκαλείτε στην Κύπρο) χωρίζεται σε δύο κατηγορίες: Σ’ εκείνους που ο ήχος μιας διαλέκτου (κρητικής, κυπριακής, ποντιακής, κλπ.) τούς ξυπνά μια περιέργεια, και σ’ εκείνους που τούς προκαλεί αυτομάτως αποστροφή. Δηλαδή σ’ εκείνους που είναι διατεθειμένοι να κάνουν μια μικρή προσπάθεια να κατανοήσουν, και σ’ εκείνους που δεν θέλουν καν να μπουν στον κόπο. Σαφώς οι δεύτεροι δεν μας ενδιαφέρουν. Απευθυνόμαστε στους πρώτους.
Ξέρετε, το συζητούσαμε πολύν καιρό μεταξύ μας, και τελικά αποφασίσαμε να μη βάλουμε υπερτίτλους στα νέα ελληνικά, όπως μας ζητούσαν κάποιοι. Η ύπαρξη μετάφρασης αυτομάτως χαρακτηρίζει τη γλώσσα ως «ξένη», και αυτό δεν το θέλουμε. Προσπαθούμε με άλλους τρόπους, καθαρά θεατρικούς, να εισαγάγουμε τους θεατές στους ήχους και τη λογική της κυπριακής διαλέκτου, και να τους πάρουμε μαζί μας χωρίς να μας αντισταθούν.
Για να ασχοληθείτε με το έργο υποθέτω ότι σας γοήτευε η ιδέα της διαλέκτου. Τι πιστεύετε για τη χρήση των διαλέκτων στο θέατρο και στη λογοτεχνία; Πιστεύω ότι η ύπαρξη και η διατήρηση των διαλέκτων αναδεικνύει και επαυξάνει τον πλούτο και τη ζωντάνια μιας γλώσσας. Δεν είμαι υπέρ της ισοπέδωσης που επιβάλλει σήμερα π.χ. η τηλεόραση. Οι γλωσσικές παρεκκλίσεις προέκυψαν επειδή οι διάφοροι τόποι ακολούθησαν διαφορετική εξέλιξη. Αποτυπώνουν, δηλαδή, στη γλώσσα όλη την ιστορία αιώνων. Γιατί να χαθεί αυτή η ιστορία; Μόνο πολιτικές σκοπιμότητες εξυπηρετεί η ομογενοποίηση της γλώσσας.
Ποια θα είναι η σκηνοθετική σας προσέγγιση; Από την αρχή, μέλημά μας ήταν να απομακρυνθούμε από κάθε γραφικότητα. Προσπαθήσαμε να αποβάλλουμε ήχους και συμπεριφορές που θύμιζαν ηθογραφία ή μια νοσταλγική ανάπλαση ενός παλαιού τρόπου ζωής. Και σ’ αυτό, πολύτιμος σύμμαχος ήταν το γλωσσικό αισθητήριο των ηθοποιών. Θέλαμε η παράστασή μας να προβάλει μόνο την ποίηση του Λιασίδη, να είναι ένας φόρος τιμής στον πλούτο και τους ήχους της κυπριακής διαλέκτου. Άλλωστε η υπόθεση του έργου δεν έχει τίποτα περίπλοκο: Μιλά για έναν νέο που τον στοίχειωσαν οι νεράιδες, που υποκύπτει στις πιέσεις της μάνας του να παντρευτεί, και την ημέρα του γάμου του οι νεράιδες τον εκδικούνται.
Στο δελτίο τύπου της παραγωγής αναφέρεται πως η παράσταση «ανιχνεύει τη συγγένεια του έργου με την αρχαία τραγωδία». Ποια είναι αυτή η συγγένεια; Η δομή τού Αλαβροστοισειώτη θυμίζει πολύ τη δομή των έργων της αρχαίας τραγωδίας. Μιλά για μια καταστροφή, προς την οποία οδεύουν οι ήρωες σχεδόν γνωρίζοντάς την. Έχει τρία επεισόδια, και μια τελική έξοδο. Η καταστροφή, όπως στους τραγικούς ποιητές, δεν συμβαίνει επί σκηνής. Τη μαθαίνουμε από αγγελική ρήση. Αυτή την ομοιότητα θελήσαμε να αναδείξουμε και να ενισχύσουμε: χρησιμοποιώντας άλλα ποιήματα του Λιασίδη, δημιουργήσαμε Πρόλογο, Χορικά και Επίλογο.
Αλλά και θεματικά, το έργο θυμίζει π.χ. τραγωδίες του Ευριπίδη. Μιλά για το υπερφυσικό στοιχείο που –έτσι, από καπρίτσιο– ορίζει τις τύχες των θνητών, και την αδυναμία των τελευταίων να ξεφύγουν απ’ αυτή τη μοίρα. Και κλείνει με μια νότα αγνωστικισμού, που θυμίζει σχεδόν Μπέκετ.
Εργάζεστε με μια ομάδα νέων αξιόλογων Κύπριων ηθοποιών. Πώς ήταν η συνεργασία σας μαζί τους; Η συνεργασία μου με τους ηθοποιούς υπήρξε άψογη. Πήραν το πράγμα τόσο ζεστά και δημιουργικά, που το αποτέλεσμα οφείλεται σε όλους. Κάναμε όλοι μαζί το ίδιο ταξίδι: μπήκαμε όλοι στο ίδιο πλοίο, και βγαίνουμε στο ίδιο λιμάνι. Έτσι κι αλλιώς, εγώ δεν πιστεύω στη σκηνοθεσία που επιβάλλεται. Για μένα, το να σκηνοθετώ σήμαινε πάντα να μπαίνω σε μια κοινή περιπέτεια με τους ηθοποιούς. Μόνο έτσι με ευχαριστούσε.
Το μόνο κακό σ’ αυτή την περίπτωση, είναι ότι βγαίνω κατά μερικά κιλά παχύτερος. Ας όψονται τα απανωτά κεράσματα!
Ας σημειώσω εδώ και την εξαιρετική συνεργασία που είχα και με τον Σταύρο Λάντσια, έναν σπουδαίο μουσικό, κυπριακής καταγωγής. Ο Σταύρος, ενώ στην αρχή απλώς θα έγραφε τη μουσική επένδυση, προσφέρθηκε ο ίδιος να συνοδεύσει ζωντανά την παράσταση, να είναι ο διαρκής συνομιλητής των ηθοποιών. Η παρουσία του μας είναι πολύτιμη.
Το γεγονός ότι ανεβάζουν έργο ενός «δικού» τους ποιητή, σε μια διάλεκτο, που έχει αλλάξει βέβαια, αλλά παραμένει ζωντανή, τους επηρεάζει πιστεύετε. Αν ναι πώς;
Οι ηθοποιοί στάθηκαν με μεγάλο σεβασμό απέναντι στο κείμενο του Λιασίδη. Η γλώσσα του δεν ήταν ούτε γι’ αυτούς πολύ εύκολη. Βλέπετε, είναι πολύ νεότερες γενιές, και τα ακούσματά τους είναι κυρίως τα «ομογενοποιημένα» που έλεγα πριν. Αλλά έσκυψαν με πολλή αγάπη στο κείμενο, ενώ εγώ εμπιστεύθηκα απόλυτα το δικό τους γλωσσικό κριτήριο για να πραγματοποιήσω τους στόχους της παράστασης, νοηματικούς και αισθητικούς.
Είστε ηθοποιός, μεταφραστής και σκηνοθέτης, πού νιώθετε πιο κοντά; Πάντα έλεγα ότι η βασική μου ιδιότητα είναι του ηθοποιού. Είμαι ένας ηθοποιός που μεταφράζει, και που καμιά φορά σκηνοθετεί. Και τις δύο αυτές ιδιότητες, τις βλέπω αποκλειστικά μέσα από το πρίσμα του ηθοποιού.
Η παράσταση θα ταξιδέψει στην Κύπρο; Το θέλουμε πολύ. Κάνουμε προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση, χωρίς να έχουμε ακόμη κάτι χειροπιαστό. Φυσικά, αυτό θα εξαρτηθεί και από τις κινήσεις της Κυπριακής Πρεσβείας στην Ελλάδα, που είναι και ο βασικός χρηματοδότης της παράστασης.
Ο καλλιτέχνης είναι ένα είδος «αλαβροστοισειώτη»; Ναι, μπορεί να πει κανείς ότι ο καλλιτέχνης είναι ένα είδος «αλαβροστοισειώτη». Οι ποιητές π.χ. είναι ευαίσθητοι δέκτες ρευμάτων και κραδασμών που δεν είναι αντιληπτοί από τους περισσότερους ανθρώπους στην καθημερινότητά τους. Το ίδιο και οι καλλιτέχνες άλλων ειδικοτήτων. Αλλά αυτή η αντίληψη συχνά κινδυνεύει να ανεβάσει τους καλλιτέχνες στο βάθρο των εξαιρετικών και προνομιούχων πλασμάτων, δίνοντάς μας ένα αίσθημα ανωτερότητας απέναντι στους «κοινούς θνητούς». Όχι, διαφωνώ. Για μένα, οι καλλιτέχνες είναι εργάτες, με ειδικές δεξιότητες και ειδικές ευαισθησίες, αλλά που ο κύριος όγκος της δουλειάς τους γίνεται πρακτικά και χειρωνακτικά. Και πολύ κοπιαστικά, θα έλεγα.
Νίκος Χατζόπουλος, Ο αλαβροστοισειώτης / Παύλος Λιασίδης, Παράσταση στην κυπριακή διάλεκτο. Στο κείμενο της παράστασης, έχουν συμπεριληφθεί ποιήματα από συλλογές του Παύλου Λιασίδη
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Σκηνοθεσία: Νίκος Χατζόπουλος
Σκηνικά – κοστούμια: Βασιλική Σύρμα
Μουσική: Σταύρος Λάντσιας
Επιμέλεια κίνησης: Βάλια Παπακωνσταντίνου
Σχεδιασμός φωτισμών: Σάκης Μπιρμπίλης
Φωτογραφίες: Ελεονόρα Λύτρα
Βοηθοί σκηνοθέτη: Γιωργής Τσουρής, Χριστιάνα Μπάτσιου
Συνοδεύει στο πιάνο: ο Σταύρος Λάντσιας
Παίζουν οι ηθοποιοί: Δημήτρης Αντωνίου, Μαρίνα Αργυρίδου, Άνδρη Θεοδότου, Κλείτος Κωμοδίκης, Γιωργής Τσουρής.
Συμπαραγωγή: Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου – Σπίτι της Κύπρου
Με την ευγενική υποστήριξη του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης Πειραιώς 260, Β, 15-18 Ιουνίου 2017, 20:00