Τον Δημήτρη Χατζή ομολογώ πως τον γνώρισα σχετικά αργά αν και κάποιες ιστορίες του τις είχα διαβάσει από εδώ και από εκεί. Η «επίσημη» και πλήρης μας συνάντηση όμως έγινε ένα σημαδιακό για την Ελλάδα καλοκαίρι, εκείνο του 2004. Είχα βρεθεί νωρίς στην Αθήνα εκείνη τη χρονιά και επέστρεψα Κύπρο με όλα σχεδόν τα βιβλία του που είχαν πρόσφατα επανεκδοθεί. Έτσι μια και δεν υπήρχε κάτι άλλο, κάτι πιο προσωπικό εννοώ, πέρασα ένα καλοκαίρι με τους Αγώνες, αλλά και με Δημήτρη Χατζή.
Μέσα στον παροξυσμό λοιπόν, εκείνου του ατέλειωτου «ελληνικού καλοκαιριού» όπως το βάφτισαν κάποιοι, εγώ γνώριζα λίγο-λίγο το Δημήτρη Χατζή και τους ήρωες του. Οι περισσότεροι μικροί και καθημερινοί, νικημένοι, ανυπεράσπιστοι, κουρασμένοι πως να σταθούν δίπλα στους αστραφτερούς ολυμπιακούς ήρωες της εποχής; Κανονικοί άνθρωποι, στην κανονική τους ζωή και αντιμέτωποι με τόσα θεριά: τη φτώχεια, την ανέχεια, την ξενιτιά, την κατοχή, την ανάγκη, την ίδια την πραγματικότητα. Να σκοντάφτουν, να παραπατούν, να πέφτουν, κάποτε να τα καταφέρνουν και να σηκώνονται, συνήθως όχι, να τελειώνουν τη ζωή τους θλιβερά και ήσυχα, θλιβερές κατά κάποιο τρόπο και οι πιο πολλές ιστορίες του Χατζή, «παλαιομοδίτικες», φαίνονταν σαν να μην ταιριάζανε, να μη χωράγανε στο καταναγκαστικά «εξωστρεφές» εκείνο καλοκαίρι, πολύ περισσότερο μέσα σε κείνο το εορταστικό κλίμα της «εθνικής ανάτασης».
Κι όμως τα κατάφεραν και χώρεσαν και άντεξαν και κράτησαν και κρατούν μέσα μου περισσότερο, (μαζί με κάποιες ίσως εικόνες από την τελετή έναρξης και ελάχιστες άλλες στιγμές) από την ψευδαίσθηση, όπως αποδείχτηκε τελικά, της ευμάρειας, της επιτυχίας, του θριάμβου και της όποιας νίκης, μια σαπουνόφουσκα, μια βόμβα μάλλον, που δεν άργησε να σκάσει στα χέρια μας και να μας γεμίσει (και εκεί και εδώ) με πιο πολλούς (γιατί πάντα υπάρχουν) νικημένους ανυπεράσπιστους και κουρασμένους, σαν τους ήρωες του Χατζή.
Η Αυγερινή και η γυναίκα από τη Φούρκα με την Ελενίτσα, ο Σιούλας ο ταμπάκος στη μικρή πόλη δίπλα στη λίμνη, ο Κυρ-Αντώνης ο Τσιάγαλος που είκοσι χρόνια περίμενε να γίνει ο δρόμος, να πλουτίσει, να δει καλύτερη μέρα και ο Σπούργος που του έφτανε που βρέθηκε ένα ήσυχος και όμορφος τόπος για να μην παιδεύεται στα γεράματα του, να ήξερε ο κακόμοιρης ! ο Σαμπεθάι Καμπιλής και η ιστορία της Κοινότητας των Εβραίων που βούλιαξε ακέρια, η θεία μας η Αγγελική κι αυτός ο Θοδωράκης, «ο επιλεγόμενος ντετέκτιβ», ο καθηγητής Ραλλίδης και η διαθήκη του, η Μαργαρίτα Περδικάρη, αχ η Μαργαρίτα και εκείνο το «καληνύχτα ντε» που δεν το ξέχασε και όταν την τουφέκιζαν οι Γερμανοί, ο γερο-Παντελής «φύλαξ αρχαιοτήτων» και η Μαριάννα του με το παράπονο για το τετράφυλλο τριφύλλι που δε βρήκανε ποτέ, ο Σταμάτης ο Σιδεράκης, ο ραφτάκος με την καμπούρα, τα ατροφικά ποδαράκια και τα κίτρινα, τα άχαρα χέρια που ζούσε ευτυχισμένος με την Κατερίνα του με το μεγάλο κεφάλι, τόσο ταιριαστά οι δύο τους μέχρι που ήρθε ο Αργύρης ο λεβέντης και η δικιά του η όμορφη, η γερή, η πρόσχαρη η Ιφιγένεια και «Άη Γιώργης τους αστραπόκαψε», η Τριανταφυλλιά η πουτάνα και ο μικρός ο Κωνσταντής με τον αδελφό του τον Στρατή και τον Χαμάλαρο με τη γοργόνα του και εκείνο το σπαραχτικό συναπάντημα στο λιμάνι και το «έλα σπίτι, Κωνσταντή μου. . . έλα γιε μου … εγώ …», ο Σατέλης ο φοιτητής με τα βιβλία και τα ποιήματα του και την επανάσταση του και την Κατίνα του που σαν τον είδε να τον σκεπάζει νεκρό το χιόνι έβγαλε κραυγή που ξέσκισε την ερημιά του τόπου, οι ανυπεράσπιστοι όλοι, όλοι εκεί στο βουνό και την παγωνιά αλλά και στον κόσμο παντού, ο Γιώργης ο Ματαπάς ο λοστρόμος αλλά και ο Στέργιος με το πουλάρι του που πήραν μαζί το βάφτισμά τους στη ζωή, ένα βάφτισμα που το διδαχτήκαμε χρόνια πριν στο σχολείο, θυμάστε; το Διπλό βιβλίο, με το εργοστάσιο στη Γερμανία και το ξυλάδικο στο Βόλο, ο Σταύρος και η Αναστασία των Μολάων, η Αναστασία και τα πουλιά της με τις φτερούγες γαλάζιες, χρυσές, που λαμποκοπούν ανοιχτές, αστράφτουν μέσα στον ήλιο, ο Ντομπρινοβίτης ο Σκουρογιάννης που περίμενε, περίμενε, χρόνια τον γυρισμό του στον τόπο του, για να ανακαλύψει πως του απόμεινε μόνο εκείνη η αρκουδίτσα του, η «τελευταία αρκουδίτσα του Πίνδου», που εκείνος «της έσφιξε τ’ αγαπημένο κεφάλι μέσα στα χέρια του» και άλλοι και άλλοι διάφοροι τόσο, αλλά και όμοιοι, πάνω από όλα άνθρωποι, γιατί ο Δημήτρης Χατζής αγαπά τον άνθρωπο, «αγαπά τον άνθρωπο πιο πολύ από τις λέξεις», όπως εύστοχα σημείωνε κάπου ο Βασίλης Διοσκουρίδης και σκύβει πάνω του με τόση στοργή και συγκίνηση.
Ο Δημήτρης Χατζής γράφει τόσο σύγχρονα, που ξαφνιάζει. Και οι ιστορίες του όσο και να διαδραματίζονται σε άλλες εποχές, άγνωστες στους νεότερους, τόσο μακρινές, δεν έπαυαν να αντηχούν ακόμα και εκείνο το καλοκαίρι τόσο σημερινές, πολύ περισσότερο σήμερα. Μακριά από τα συμβάντα που αναφέρονται, προβάλλουν καθαρότερες, διαχρονικές και, επιμένω για αυτό, τραγικά σημερινές, η εποχή μας δεν στερείται νικημένους, ταπεινούς και καταφρονημένους. Όμως ο Δημήτρης Χατζής μιλά για νικημένους, χωρίς το τοπίο που δημιουργεί να είναι απαραίτητα νικημένο, νικήτριες παραμένουν οι αξίες, πάνω από όλα η αξία που λέγεται άνθρωπος, τι καλά αν καταλαβαίναμε την σημασία αυτής της αξίας και εμείς σήμερα και πως είναι η μόνη μας ελπίδα.
Πάνω από όλα ο Δημήτρης Χατζής, γράφει όμορφα, όρος μη «φιλολογικός» και ίσως αδόκιμος όταν παρουσιάζουμε ένα συγγραφέα και το έργο του. Έτσι και αλλιώς το κείμενο αυτό δεν φιλοδοξεί τίποτε περισσότερο από το να εκφράσει τις σκέψεις ενός σημερινού αναγνώστη, ο οποίος το σωτήριο έτος 2004, την εποχή της παγκοσμιοποίησης και του Ίντερνετ, σε ένα καλοκαίρι που φάνταζε τόσο έντονα λαμπερό, αισιόδοξο, θριαμβευτικό έως υπεροπτικό, ανακάλυψε τόση συγκίνηση και αλήθεια στις σελίδες του «παραγνωρισμένου» αυτού συγγραφέα.
Ο Αντώνης Γεωργίου είναι συγγραφέας. Κυκλοφορεί το βιβλίο του Γλυκιά bloody life, Το Ροδακιό, Αθήνα 2006.
Φωτογραφία του Άγγελου Καλογερίδη από το λεύκωμα: Ιωάννινα, Ένας ιστορικός περίπατος στην πόλη [1913-2013], Ριζάρειον Ίδρυμα, 2013.