100 χρόνια από τη γέννηση του Δημήτρη Χατζή: Μια συνέντευξη στο Φρέντι Γερμανό το 1977

Δ.Χ. [4.05΄-10.50΄] Θα τα πάρω όλα με τη σειρά τους. Πράγματι στην Ελλάδα γράφτηκε αυτό το βιβλίο [το Διπλό βιβλίο], μεταφέροντας στην Ελλάδα βιώματα που τα τελευταία χρόνια τα είχα μαζέψει. Όλο το βιβλίο είναι γραμμένο στην Ελλάδα, αν και μερικά πράγματά του ήταν σχεδιασμένα απ’ έξω κιόλας. Αν είναι να μιλάω για τον εαυτό μου δεν ξέρω αν έχει καμιά αξία. Το ζήτημά μου ήτανε ως εξής: Στα ‘62-‘63 νομίζω ήρθα από τη Γερμανία στην Ουγγαρία, που από προσφυγική άποψη είναι η πατρίδα μου. Γύρισα εκεί, πήρα μια μικρή θέση στο πανεπιστήμιο και συνέχισα τη ζωή μου εκεί. Είχα γράψει στο μεταξύ αυτά τα τρία βιβλία με βιώματα ελληνικά (Φωτιά, Το τέλος της μικρής μας πόλης, Ανυπεράσπιστοι). Γυρίζοντας στην Ουγγαρία αντιμετώπισα ένα πρόβλημα, το πρόβλημα ότι η ζωή στην Ελλάδα αναμφισβήτητα είχε αλλάξει. Τα βιώματά μου τα παλιά δεν μπορούσαν να καλύψουν το κενό, να επαναλάβω τον εαυτό μου γύρω από θέματα της Αντίστασης κ.λπ. δεν πήγαινε. Έτσι, κάπου εκεί στα χρόνια της δικτατορίας, υπήρξε η ανάγκη να εξηγηθώ καθαρά με τον εαυτό μου, όπως σ’ όλους τους ανθρώπους έρχεται μια τέτοια ώρα, και είπα «Κύριε Χατζή, μου φαίνεται ότι τελειώσαμε. Συγγραφέας Ουγγαρέζος δεν μπορείς να γίνεις, ελληνικά θέματα αν γράψεις, θα γράψεις ψέματα, μια φανταστική Ελλάδα, που δεν την έχεις μπροστά σου σαν βίωμα αυτή την εικόνα, και συνεπώς πρέπει να τελειώσουμε». Αυτή την παραίτηση την αποδέχτηκα και, να σου πω την αλήθεια, μια τέτοια παραίτηση είναι μια αιώνια περηφάνια. Αν έχω κάποιες περηφάνιες στη ζωή μου η μία είναι η τίμια αυτή παραίτηση. Αυτό το πράγμα το είπα στον καθρέφτη. Έχουμε μερικά πράγματα στην Ουγγαρία, έχουμε μια θέση στο πανεπιστήμιο, έχουμε ένα κτηματάκι, έχουμε πέντε χήνες, έχουμε δυο σκυλιά, έχουμε δυο γάτες, έχουμε φασιανούς, με αυτά να ζήσουμε και να πεθάνουμε σαν καλοί γέροι. Και ενώ τα πράγματα ήταν έτσι εκεί, εσείς οι Έλληνες εδώ ρίξατε τη δικτατορία — έπεσε η δικτατορία, άλλοι λένε τη ρίξανε. Εν πάση περιπτώσει, έπαψε να είναι η δικτατορία και τότες εγώ έπρεπε να ξαναμετρήσω τον εαυτό μου. Και από τη μια μεριά ήτανε στην πλάστιγγα επάνω αυτά τα οποία είχα φτιάξει με μια δουλειά ας το πω έτοιμη και από την άλλη μεριά ήτανε να παίξω κορόνα-γράμματα τη ζωή μου στην Ελλάδα. Ε, η ζυγαριά δε δούλεψε. Δε χρειάστηκε. Και ενώ δεν έχω στην Ελλάδα ούτε περιουσία, ούτε καμία άλλη βάση, ούτε κανέναν πόρο ζωής, ούτε καν είχα τη βεβαιότητα πως μπορώ να δημιουργήσω —αυτό είναι το πιο σπουδαίο—, εγώ είπα «Θα πάω στην Ελλάδα. Θα πάω να παίξω κορόνα-γράμματα». Και ήρθα στην Ελλάδα μόνο και μόνο για να το παίξω κορόνα-γράμματα. Όχι από νοσταλγία. Δε λέω ψέματα, σε κανένα συνάδελφό σας δεν είπα ψέματα. Στην Ελλάδα ήρθα για να παίξω κορόνα-γράμματα τον εαυτό μου. Κύριε Χατζή, θα γράψουμε ή θα ψοφήσουμε. Και έγραψα.

Φωτογραφία του Κώστα Μπαλάφα

Φ.Γ. Κι έτσι βγήκε το Διπλό βιβλίο

Δ.Χ. Όχι έτσι. Όχι έτσι μόνον. Και το «μόνον» που λέω έχει σημασία. Στην Ελλάδα που ήρθα πρώτα-πρώτα δεν είχα καμία πολιτική στέγαση, αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό, δεν ανήκα σε κανένα συγκρότημα, ούτε πολιτικό ούτε πνευματικό, μόνος μου, άγριος λύκος, έπρεπε να τα βγάλω πέρα. Είχα μεγάλες δυσκολίες στην Ελλάδα, οικονομικές, άλλες, κάθε μορφής, και είχα δυσκολίες προσαρμογής. Τριάντα χρόνια να ζήσεις σαν ξένος ανάμεσα σε ξένους, μαθαίνεις ότι δεν είσαι τίποτα, κανένας δε σε λογαριάζει, δε φοβάσαι κανέναν, δε λογαριάζεις κανέναν, τόσο έχω, τόσο δίνω, τόσο κάνει, γεια σας, καλημέρα σας, χαίρεται. Στην Ελλάδα δε βρήκα πράγματα που μου ήταν ξεχασμένα, ασυνήθιστα αν θέλετε, ήτανε μια σύγκρουση. Έπρεπε να την ξεπεράσω. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες γράφτηκε αυτό το βιβλίο. Το αν είναι καλό ή όχι είναι ένα άλλο ζήτημα. Η δική μου περηφάνια είναι πως γράφτηκε.

Γράμμα Δ.Χ. προς Αντώνη Σαμαράκη [13.52΄-14.30΄]

Αντώνη μου,

αυτή η αλλαγή [δηλ. ο ερχομός του εδώ, η πιθανότητα, η επικείμενη αλλαγή] ήρθε τόσο ξαφνικά. Είμαι τόσο γεμάτος πρακτικές σκέψεις, με τόσα και τόσα πρακτικά μικρά μου ζητήματα, που κοντεύει μέσα από αυτά να μου διαφύγει το νόημα αυτού του μεγάλου γεγονότος, πως μπορώ να ξαναείμαι στην Ελλάδα. Λέω, γυρίζοντας είτε θα τα βρω όλα όπως τα άφησα και θα ξαναβρώ μαζί με την ψυχή τους και τη δική μου την ψυχή ή θα είμαι ένας ξένος που δεν θα ‘χω στην Ελλάδα άλλο να κάνω παρά να ετοιμαστώ και να φύγω. Για να γίνει αυτό, για να κερδίσω το καθαρό νόημά μου, πρέπει να έρθω.

Δ. Χ. [17.12΄-18.14΄] Εγώ είχα ένα προνόμιο. Τριάντα χρόνια μπορούσα να ζω την ελληνική πνευματική ζωή μέσα από τα έργα, χωρίς να ξέρω τους ανθρώπους. Δεν ήξερα κανέναν. Δεν είχα κανένα συμφέρον στην Ελλάδα. Σαφώς ήμουν ένα πρόσωπο που δεν είχε επιφάνεια για να το μισήσεις, για να το χτυπήσεις, για να το ζηλέψεις. Δεν είχε κανένας διαφορές μαζί μου. Αυτό, αν δεν είναι υπεροπτικό ή καυχησιολογία, προσπαθώ να το τηρώ. Αγαπάω όλους μου τους συναδέλφους, χαίρομαι τη δουλειά τους, δεν έχω να μοιράσω με κανέναν τίποτα. Το πολύ-πολύ να έχω να μοιράσω με τους εκδότες, αυτά είναι της ρωμαίικης ζωής πράγματα.

Δ. Χ. [31.47΄-33.08΄] Πίσω από ένα σημερινό βιβλίο, αν το βιβλίο είναι ειλικρινές, αν το βιβλίο είναι σωστό, πρώτα απ’ όλα υπάρχει η μοναξιά. Αλλά αν το βιβλίο είναι σωστό και ειλικρινές, έχει δίπλα από τη μοναξιά την προσπάθεια να την ξεπεράσουμε. Πίσω από κάθε βιβλίο μου είναι μια απέραντη μοναξιά και πολλές φορές μια συντριπτική ήττα του ανθρώπου, αν τολμάω να μιλάω εγώ για τον εαυτό μου. Ωστόσο, νομίζω πως η ιστορία της μοναξιάς του κάθε ανθρώπου είναι η ιστορία του αγώνα του να την ξεπεράσει. Είναι πάρα πολύ εύκολο να μιλούμε για μοναξιά. Ωστόσο, επειδή είναι απαράδεκτη στον άνθρωπο, η ζωή μας κρίνεται από τον αγώνα που κάνουμε για να την ξεπεράσουμε. Και ο αγώνας για να την ξεπεράσουμε είναι ο αγώνας να πλησιάσουμε τους άλλους. Και για να πλησιάσουμε τους άλλους πρέπει να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και πρέπει να γνωρίσουμε και τους άλλους.

Δ. Χ. [35.00΄-35.35΄] Δεν έγραψα πολλές ερωτικές ιστορίες. Σχεδόν κανένα ερωτικό διήγημα δεν έχω γράψει σε όλο μου το έργο. Ο έρωτας όμως περνάει σαν μια κόκκινη κλωστή μέσα από όλο το έργο μου.

Φ. Γ. Δεν το θεωρείτε ξεπερασμένο πράμα; Γιατί καμιά φορά θεωρείτε από τους μεγάλους συγγραφείς.

Δ. Χ. Εγώ δεν τον θεωρώ ξεπερασμένο.

Φ. Γ. [43.10΄-47.48΄] Να λοιπόν που η Μαργαρίτα ζει, κύριε Χατζή.

Δ. Χ. Όλες οι Μαργαρίτες ζουν. Η Μαργαρίτα είναι η καρδιά μου, του ανθρώπου. Και δεν πεθαίνει. Όσο υπάρχει ο άνθρωπος. Και ζει. Μια φορά κι έναν καιρό ήμασταν παιδιά στα Γιάννενα, ήμασταν δυο φίλοι, και επειδή τότε δεν υπήρχανε ούτε κοντεστασιόν, ούτε βιβλία πολλά στον κόσμο κ.λπ., μοναχοί μας προσπαθούσαμε να βρούμε το δρόμο μας. Τι κάνουμε και πού πάμε; Τι γίνεται; Τι θα κάνουμε; Είπαμε λοιπόν με αυτόν, ναι, θα χωριστούμε, η ζωή θα μας χωρίσει και ότι αν κάποτε βρεθούμε θα ρωτήσουμε ο ένας τον άλλο όχι τι κάναμε στη ζωή αλλά εάν μια πεντάρα που χρωστούσαμε στον εαυτό μας την έχουμε ξεπληρώσει. Εκείνος πέθανε, με άφησε μόνο μου, κι εγώ δεν ξέρω ακόμα εάν την πλήρωσα την πεντάρα. Θέλω να δώσω το λόγο της τιμής μου στους ανθρώπους που με ακούνε πως θέλω να πληρώσω την πεντάρα μου. Τίποτα άλλο. Αυτή την πεντάρα θέλω να την πληρώσω. Όλα τα άλλα, χρήματα, επιτυχία, δόξα, ό,τι άλλο, μου είναι αδιάφορα. Ακόμα η πεντάρα δεν ξέρω αν ξεπληρώθηκε. Και πώς ένας καλλιτέχνης μπορεί να την ξεπληρώσει αυτή την πεντάρα; Θα σας πω και μια ιστορία γιατί όλο σοβαρά πράματα λέγαμε. Κάποτε στην Ουγγαρία —εκεί έζησα αρκετά χρόνια, είναι ένας άλλος λαός—, όταν δεν υπήρχαν ούτε κάμερες, ούτε Κολούμπια, ούτε εταιρείες, ούτε ποσοστά, ήτανε ένας Τσιγγάνος βιολιστής, ένας Ντάνγκο Πίστα. Ποτέ καμιά ακαδημία δεν τον αναγνώρισε, ποτέ καμιά φωνοληψία δεν έγινε, κανένας δεν τον ήξερε και ο Ντάνγκο Πίστα έπαιζε στις ταβέρνες κάτι τραγούδια που έφτιαχνε αυτός για μια κοπέλα που αγαπούσε στο Σέγκεντ, μια πόλη της Ουγγαρίας, και τα τραγούδια του διαδίδονταν σε όλο τον κόσμο και δεν υπήρχαν τότε βραβεία ούτε τίποτα απ’ αυτά που ξέρουμε τώρα εμείς. Και κάποια μέρα, όπως όλοι μας θα συμβεί να γίνει, ο Ντάνγκο Πίστα επέθανε. Και τότε έγινε ετούτο το πράγμα που εγώ θέλω να ευχηθώ κάθε καλλιτέχνης να το έχει πάντα στην ψυχή του.

Φωτογραφία του Σπύρου Μελετζή

Μπροστά επήγαινε ένα φτωχικό ξύλινο φέρετρο και ήτανε μέσα ο Ντάνγκο Πίστα κι από πίσω, παιδιά, επηγαίνανε πεντακόσιοι Τσιγγάνοι βιολιτζήδες και παίζαν ένα τραγούδι δικό του. Τίποτα άλλο δεν έγινε. Σήμερα έχει δίσκους, έχει πράματα, ό,τι θέλεις. Οι πεντακόσιοι Γύφτοι εξέρανε πως επέθανε η ψυχή τους και πως ο Ντάνγκο Πίστα δεν ήθελε τίποτε άλλο παρά να παίζουν ένα τραγούδι δικό του. Θα πω κατιτίς ακόμη. Εγώ δεν έγραψα κανέναν τραγούδι γιατί δεν είμαι ποιητής, δεν είμαι τραγουδιστής. Έφκιαξα στη ζωή μου τέσσερις χαμάληδες: τον Συρεγκέλα απ’ τον «Ντέτεκτιβ», τον Κώστα από το «Ένα τραγούδι στην Αθήνα», το Χαμάλαρο από τη «Φυρονεριά» και τώρα τον Κώστα από το Αουτέλ στο Διπλό βιβλίο. Κύριοι, θέλω να σας βεβαιώσω, με τιμή, με ευθύνη, πως τίποτε άλλο δε θέλω παρά το φέρετρό μου να έχω την τιμή να το σηκώσουν αυτοί οι τέσσερις χαμάληδες που έφκιαξα εγώ και τίποτα άλλο.

Οι φωτογραφίες  προέρχονται από τα λευκώματα Ιωάννινα, Ένας ιστορικός περίπατος στην πόλη [1913-2013], Ριζάρειον Ίδρυμα, 2013, και Ιωάννινα, Ολκός-Ριζάρειον Ίδρυμα, 2007.

POPAGANDA

Share
Published by
POPAGANDA