little

Myrto Papadopoulos © Anemon 2013

«Η Ικαρία είναι το μέρος που σου θυμίζει ποια είναι η πραγματική κλίμακα των πραγμάτων», μου λέει στο κέντρο της Αθήνας ένα απ’ τα κολασμένα τελευταία μεσημέρια του Ιούλη ο Νίκος Νταγιαντάς. Έχοντας αναλάβει με τους παραγωγούς του Ρέα Αποστολίδη και Γιούρι Αβέρωφ της ANEMON, πάνω σε μια ιδέα της Δήμητρας Κουζή,  να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ για το λογαριασμό του γαλλογερμανικού δικτύου ARTE που ήθελε τον Δεκαπενταύγουστο του ‘13 να γεμίσει 24 συνεχόμενες ώρες προγράμματος αφιερωμένες στην Ελλάδα πέρα από την κρίση της, ο Ηρακλειώτης στην καταγωγή και ντοκιμαντέριστας στην πρωτεύουσα, Νίκος Νταγιαντάς, βρέθηκε στην Ικαρία στις αρχές του ‘12 με στόχο να βρει και να καταγράψει το μυστικό που κάνει τους Ικαριώτες όχι μονάχα αιωνόβιους, αλλά και αγέραστους. Το μυστικό «του νησιού όπου οι άνθρωποι ξεχνούν να πεθάνουν», όπως έλεγε και το διαβόητο άρθρο των New York Times, το οποίο μαζί με αντίστοιχα εκτενή ρεπορτάζ απ’ το CNN και το BBC, μετέτρεψαν το νησί που υποδέχτηκε το γιο του Δαίδαλου στην πτώση του, σε ένα διεθνή υποδοχέα των ονειρώξεων των κοινών θνητών των πόλεων, για μια πιο απλή, πιο ευτυχισμένη και εν τέλει πιο ατέλειωτη ζωή.

«Εκείνη την περίοδο η Ικαρία είχε αρχίσει να γίνεται γνωστή στα διάφορα διεθνή ΜΜΕ ως μία απ’ τις 5 Blue Zones του πλανήτη» θυμάται ο Νταγιαντάς, για την έρευνα του National Geographic που μετατράπηκε σε best seller βιβλίο και φάμπρικα motivational ομιλιών του εξερευνητή, εκπαιδευτή, συγγραφέα, και κατόχου τριών παγκόσμιων ρεκόρ στην ποδηλασία (!) Dan Buettner. «Αρχικά ο ντόρος γύρω απ’ αυτό το γεγονός είναι που μας πήγε και εμάς στην Ικαρία», συνεχίζει ο Νταγιαντάς, «με την έννοια ότι αυτό δημιουργούσε το παράδοξο του ότι από τη μία ακούγαμε για το πώς στις χώρες που σκάει το ΔΝΤ χάνονται 5 με 10 χρόνια ζωής από τους κατοίκους κατά μέσο όρο και απ’ την άλλη έχουμε αυτούς τους τύπους που, στην ίδια χώρα έχουν συν 10 χρόνια προσδόκιμο απ’ τον αρχικό μέσο όρο της χώρας προ ΔΝΤ». Στον ένα χρόνο που πέρασε πηγαινοερχόμενος απ’ την Αθήνα στην Ικαρία, ο Νταγιαντάς ανακάλυψε ότι πολλά από αυτά ήταν μυθεύματα βέβαια, με τους ντόπιους να κάνουν χαβαλέ με τους δημοσιογράφους εξ’ Αμερικής και να τους λένε ό,τι ηλικία τους κατέβαινε στο μυαλό. Όμως πέρα απ’ όλα αυτά, ένα κομμάτι της ιστορίας ήταν όντως αληθινό: αυτοί οι άνθρωποι ζουν στ’ αλήθεια καλύτερα. Και αυτό είναι μάλλον σημαντικότερο απ’ το να ζουν περισσότερο.

Φωτογραφία: Άγγελος Χριστοφιλόπουλος / FOSPHOTOS

Φωτογραφία: Άγγελος Χριστοφιλόπουλος / FOSPHOTOS

Το ντοκιμαντέρ του, το Little Land, που βραβεύθηκε από την WWF και την αλήστου μνήμης ΕΤ3 στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης το ‘13, πριν συνεχίσει να μαζεύει επαίνους και σε εκτός συνόρων φεστιβάλ, κατέληξε να περιστρέφεται γύρω απ’ τη γοητεία ακριβώς αυτής της υπόσχεσης για μια καλύτερη ζωή. Και την ελπίδα ενός Αθηναίου να την πετύχει. «Τον Θοδωρή τον γνώρισα την πρώτη μέρα που πάτησα το πόδι μου στην Ικαρία», λέει ο σκηνοθέτης για τον κεντρικό ήρωα της ταινίας του, έναν απογοητευμένο αστό που παράτησε την Αθήνα της κρίσης όταν έχασε τη δουλειά του ως προγραμματιστής και έφυγε για την Ικαρία για να πάρει τη ζωή του στα χέρια του, ζώντας με ό,τι μπορούσε να καλλιεργήσει με τα χέρια αυτά. Ο Θοδωρής δεν ήταν η μόνη τέτοια περίπτωση ανθρώπου που πέτυχε εκεί ο σκηνοθέτης βέβαια. «Πηγαίνοντας εκεί συνειδητοποίησα ότι το νησί είναι γεμάτο νέους ανθρώπους και μάλιστα όχι Ικαριώτες ή και Ικαριώτες που δεν είχαν ζήσει στην Ικαρία», λέει ο Νταγιαντάς, που θυμάται ακόμα μ’ ένα γλυκό τσούξιμο τα σημάδια που του άφησε η πρώτη του μέρα στην Ικαρία: «Έχουμε φτάσει στο Χριστό Ραχών, το χωριό αναφοράς του νησιού και έχουμε κάτσει σε μια ταβέρνα να γνωρίσουμε κόσμο να δούμε τι γίνεται στο νησί. Κάτσαμε στις 2 το μεσημέρι και φύγαμε με οχτάρια στις 2 το πρωί –απ’ τα σχοινιά της καρέκλας, ο κώλος μας είχε γίνει σαγρέ»!

Αυτό το 12ωρο στην ίδια καρέκλα, θα περίμενε κανείς να είναι ενδεικτικό της γενικότερης κατάστασης που επικρατεί στο νησί, απ’ το οποίο όλοι έχουμε ακούσει και από μία ιστορία για μια εκτεταμένη κατάσταση ραστώνης διάχυτης στους κατοίκους του. «Στην Ικαρία πάει κανείς με διάφορα στερεότυπα στο μυαλό του», επιβεβαιώνει κι ο Νταγιαντάς. «Και εγώ είχα ακούσει διάφορα κουφά πράγματα για το νησί: για τα μαγαζιά που ανοίγουν ακριβώς τις ανάποδες ώρες απ’ την υπόλοιπη Ελλάδα, για τον τύπο που είναι ταυτόχρονα ο κουρέας και ο ταξιτζής και ο ταξιδιωτικός πράκτορας του νησιού, για κάποιου τη φίλη μιας φίλης που προσπαθούσε να φύγει από το νησί και δεν τα κατάφερνε με τίποτε. Περίεργα πράγματα». Προφανώς οι ντόπιοι δεν περιορίζουν το δούλεμά τους μοναχά στα διεθνή ΜΜΕ, όχι όμως ότι δεν υπάρχει μια δόση αλήθειας ακόμη και σ’ αυτά: «Δεν υπάρχει ντόπιος που να μην κάνει δύο ή τρία πράγματα ταυτόχρονα, αυτό είναι στανταράκι» συμπληρώνει ο εκ του μακρόθεν ξεναγός μας, αναφερόμενος στην ποικιλία των εργασιών που καλείται ο κάθε κυρίαρχος του κόσμου του να εκπληρώσει -απ’ το μποστανάκι στον κήπο του σπιτιού του ως τα μελίσσια σε κάποια μακρινή πλαγιά και απ’ το βυσσινόκηπο στο κτήμα του, μέχρι τα ζωντανά στη στάνη παραπέρα.

«Αν ήταν τεμπέληδες δεν θα είχαν όλοι κάτι χερούκλες σαν φτυάρια», διευκρινίζει. «Η αγροτική ζωή δεν έχει επιλογές, να πεις ότι “ξέρεις, ασ’ το το χωράφι, θα το αφήσω απότιστο σήμερα”. Δεν παίζουν αυτά τα πράγματα. Είναι δεδομένο ότι κοπιάζουν. Απλώς έχουν αυτό το χαρακτηριστικό ότι το κάνουν στο δικό τους χρόνο, με τη δική του, καθαρά προσωπική αντίληψη ο καθένας για το πότε είναι η κατάλληλη στιγμή για κάτι». Αυτό είναι μάλλον και το χαρακτηριστικό που ζηλεύει περισσότερο απ’ όλα ο Νταγιαντάς, που έφτασε κάθιδρος και γεμάτος συγγνώμες στο ραντεβού μας, καμιά ώρα αργότερα απ’ όταν το είχαμε κανονίσει. Ίσως μάλιστα να έχει κολλήσει και κάνα σχετικό μικρόβιο απ’ τους μήνες που πέρασε με τους Ικαριώτες: «Έχουν μια σχέση ιδιαίτερη με το χρόνο», παραδέχεται. «Μοιάζουν να είναι αυτοί κυρίαρχοι του χρόνου τους κι όχι το αντίθετο, όπως συμβαίνει στην πόλη για παράδειγμα, όπου έχουμε την τάση να προσδιορίζουμε το χρόνο μας με βάση τους άλλους. Αυτοί έχουν το θάρρος –γιατί θάρρος είναι στην πραγματικότητα– να γράψουν στα αποτέτοια τους το οτιδήποτε και να πούνε “όχι τώρα, μετά”, αν εκείνη την ώρα πρέπει να κάνουν κάτι άλλο».

Στην επόμενη σελίδα: η τουρκοκρατία, ο κομμουνισμός και η έμφυτη αλληλεγγύη των κατοίκων του νησιού