Όταν θες να πεις μια ιστορία, να στήσεις ένα σύμπαν και μια αφήγηση, υπάρχει ένας διαμαντένιος, αλάνθαστος κανόνας για το πώς να διεισδύσεις στο υποσυνείδητο της μερίδας των ανθρώπων που χρειάζεσαι με το μέρος σου, και να κερδίσεις όχι μονάχα την απόλυτη προσοχή τους, αλλά και αμέριστη τη συμπάθειά τους: καν’ το να μιλάει γι’ αυτούς. Χάιδεψε τον ναρκισσισμό, νομιμοποίησε το εγώ, θρέψε το αίσθημα αδικημένου τους, κι όσο πιο αυτάρεσκοι είναι οι «αυτοί», τόσο πιο μακριά θα πάει η ιστορία σου. Μπορεί ταινίες όπως το Sunset Boulevard, το 8 e mezzo, ή το The Player να είναι αριστουργήματα από μόνα τους, αλλά κι αυτά, όπως το παραπροπέρσινο The Artist (η μόνη μη αμερικανογεννημένη παραγωγή που έχει πάρει Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας την τελευταία 15ετία τουλάχιστον), δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς ότι είχαν ένα μεγάλο αβαντάζ απ’ την εκκίνησή τους κιόλας, με το να λένε την ιστορία των ανθρώπων της βιομηχανίας που θα τις αποθέωνε.
Πες την ιστορία τους λάθος όμως, πες την όχι με τον τρόπο που θέλουν να την ακούσουν, και σ’ έχουνε φάει ζωντανό. Δεν είναι τυχαίο που για τους Αμερικανούς δημοσιογράφους, και δη τους τηλεοπτικούς, το The Newsroom είναι το πιο κόκκινο απ’ τα κόκκινα πανιά που έχει σηκώσει απέναντί τους η άνοιξη του τηλεοπτικού δράματος στη χώρα τους. Ο Aaron Sorkin έχει περάσει δυο χρόνια να τοποθετεί βολικά το σύμπαν των ιδεαλιστών δημοσιογράφων του στο άμεσο παρελθόν, κι να τους οπλίζει έτσι με όλη την ύστερη γνώση που χρειάζονται, για να χρησιμοποιήσει ως δραματουργική βάση του, όλα αυτά που έχουν διαχειριστεί λάθος -αν όχι κι ανήθικα- οι μεγάλοι δημοσιογραφικοί οργανισμοί, βάζοντας πλώρη για την απόλυτη καταστροφή. Της αξιοπιστίας τους, της υστεροφημίας τους, της αξιοπρέπειάς τους, της βιωσιμότητας ολόκληρου του επαγγελματικού κλάδου που έχουν αποφασίσει να υπηρετήσουν, πετώντας απ’ το παράθυρο όλους τους ηθικούς και δεοντολογικούς κανόνες που έπρεπε να ακολουθήσουν, ως κληρονόμοι μιας δημοσιογραφικής παράδοσης που τους παρακατέθεσαν μνημειώδεις μορφές όπως ο Edward Murrow, ο Walter Cronkite και οι λοιποί. Λογικό, λοιπόν, οι Αμερικανοί δημοσιογράφοι να μην τον συμπαθούν πολύ.
Συναρπαστικό, εμπνευστικό κι εθιστικό όπως όλα όσα κάνει ο Sorkin, μαέστρος των ρυθμών, των διαλόγων και των ηθικοπλαστικών καμουφλαρισμάτων, το πρώτο του επεισόδιο χρησιμεύει απλά για να βάλει την ομάδα των σταυροφόρων του στη δύσκολη θέση απ’ την οποία θα πρέπει να βγουν στις υπόλοιπες πέντε ώρες της σεζόν.
Όμως το The Newsroom δεν είναι γι’ αυτούς. Είναι για τους άλλους. Τους απ’ έξω. Τους «αδικημένους», τους «παραπεταμένους», αυτούς που «δεν έχουν εκτιμηθεί ακόμη αρκετά», κι αυτούς που το σύστημα δεν αποδέχτηκε γιατί δεν έπαιζαν «με τους κανόνες του». Είναι για τους δημοσιογράφους της κάτω μπλογκόσφαιρας, τους εισαγγελείς του διαδικτύου και τους ρεπόρτερ του καναπέ, που βλέπουν στην (αμερικανική) ενημερωτική τιβί μονάχα ανδρείκελα, οσφυοκάμπτες, ντουντούκες και φερέφωνα ενός διεφθαρμένου συστήματος συναλλαγών πολιτικών, διαφημιστών κι επενδυτών. Αυτοί είναι που θα μπορούσαν να απογειώσουν τη σειρά του Sorkin, για την μοναδική εναπομείνασα ομάδα δημοσιογράφων στο γνωστό σύμπαν, που εξακολουθεί να ενδιαφέρεται για πράγματα όπως η Αλήθεια, η Δικαιοσύνη κι ο Αμερικάνικος Τρόπος Ζωής. Πράγματα που οι συνάδελφοί τους σε απαξάπασες τις άλλες τηλεοπτικές και μη συχνότητες, έχουν απορρίψει ως παρωχημένες. Ο Sorkin, λοιπόν, κάνει την ιστορία του να μιλάει γι’ αυτούς.
Αλλά δυστυχώς, όλοι αυτοί, όπως είπαμε, είναι εκτός συστήματος. Και δεν μπόρεσαν να τον απογειώσουν. Πέρασε λοιπόν η πρώτη χρονιά με τον Sorkin να προσκαλεί το ιδεατό κοινό του να πάρει τα ηνία και να στρέψει το καράβι προς τη χώρα του ιδεαλισμού, αφιερώθηκε η δεύτερη στο να δείχνει τις συνέπειες που μπορεί να έχει ακόμη και στους Καλούς το να αγιάζουν τα μέσα τους για έναν ανώτερο σκοπό, και παρ’ όλες τις προσπάθειές του να επενδύσει τη συναρπαστική τιβί με ιδεαλιστικό υπόβαθρο, δεν κατάφερε να ανεβάσει ούτε την τηλεθέαση της σειράς του, ούτε τους αριθμούς συνδρομητών του HBO που τη φιλοξενεί. Και κάπως έτσι ήρθε η τρίτη σεζόν. Κουτσουρεμένη στα έξι επεισόδια αντί για τη συνήθη παραγγελία της δεκάδας, κι ήδη αναγγελμένη ως η τελευταία της σειράς, η φετινή ξεκινά με μια πολύ ρισκέ από τον Sorkin επιλογή, αλλά μπορείς να πεις ότι είναι και κάπως αυτοβιογραφική. Απ’ το πρώτο της επεισόδιο κιόλας, αποφασίζει να στραφεί ενάντια σε όλους αυτούς τους οποίους θαρρείς ότι προσπαθούσε όλον αυτόν τον καιρό να εμπνεύσει, τουτέστιν τους απανταχού εκπροσώπους και θιασωτές της δημοσιογραφίας των πολιτών.
Δύσκολο να βρεις πιο απολαυστική, πιο συναρπαστική και αποθεωτική σ’ ολόκληρη τη μυθολογία των τριάντα ως τώρα επεισοδίων της σειράς σκηνή, όσο εκείνη η μία και μοναδική που βρίσκεται στην καρακαρδιά του επεισοδίου που άνοιξε την τρίτη σεζόν: Ίσως η πιο αιχμηρά ακονισμένη και καλοκουρδισμένη μαχαιριά απ’ τις πολλές που ρίχνει ο Sorkin στους ρεπόρτερ των smartphones, η μικροσκοπική, αλλά και ενδελεχώς ξεμπροστιαστική αναδρομή στο πώς ο ζήλος των πολιτών να λύσουν το έγκλημα του Βομβιστή της Βοστόνης, οδήγησε στη λαϊκή καταδίκη αθώων και τον εξευτελισμό των συγγενών τους, είναι ένα πραγματικό διαφωτιστικό κομψοτέχνημα σεναριογραφικής οικονομίας. Κι αν αυτά τα λίγα λεπτά είναι από μόνα τους αρκετά για να νομιμοποιήσουν το χώμα που ρίχνει όλο το υπόλοιπο επεισόδιο στον τάφο της αντικανονικής δημοσιογραφίας, ο Sorkin δεν παραμελεί να ξεζουμάρει και να προσφέρει μια μακροσκοπική ματιά στη μοίρα των δημοσιογραφικών οργανισμών που, σ’ έναν κόσμο που κινείται με ταχύτητες VDSL, τολμάνε να αντισταθούν στον εκφυλισμό της νέας εποχής και να ακολουθήσουν την παραδοσιακή τακτική: βασικά, την έχουν πουτσίσει. «Υπερασπιζόμενοι την ακεραιότητά μας, πέσαμε απ’ τη δεύτερη στην τέταρτη θέση», λέει ο Will. Ξέρεις, ο πρωταγωνιστής. Ο προφήτης μιας ενημερωτικής τηλεόρασης που δεν ενδιαφέρεται για τις τηλεθεάσεις. Αλλά, φευ, ουδείς προφήτης στο Μέσο του.
Συναρπαστικό, εμπνευστικό κι εθιστικό όπως όλα όσα κάνει ο Sorkin, μαέστρος των ρυθμών, των διαλόγων και των ηθικοπλαστικών καμουφλαρισμάτων όπως είχε δείξει και με το ολότελα αποπροσανατολισμένο, οριακά τεχνοφοβικό του The Social Network , το πρώτο του επεισόδιο χρησιμεύει απλά για να βάλει την ομάδα των σταυροφόρων του στη δύσκολη θέση απ’ την οποία θα πρέπει να βγουν στις υπόλοιπες πέντε ώρες της σεζόν. Κατά προτίμηση ως θριαμβευτές, ξεσκεπάζοντας ένα σκάνδαλο μεγατόνων τύπου Υπόθεση Snowden, και δείχνοντάς μας και πώς γίνεται στην πορεία, με τους ήρωές του να είναι έτοιμοι να αψηφήσουν μέχρι και το Guantanamo προκειμένου να προστατεύσουν τις πηγές τους.
Βέβαια, αν ο Sorkin είναι αρκετά συνεπής στην όλα-πάνε-στο-διάλο κοσμοθεωρία του, για τον δειλό και φιλοχρήματο κόσμο που προσπαθεί να καταπνίξει το μικρό ιδεαλιστικό του προπύργιο, ως το τέλος της σεζόν η επίκτητη από την περσινή Υπόθεση Genoa φοβία του δημοσιογραφικού τους οργανισμού, θα ενεργοποιηθεί την κατάλληλη στιγμή, αναγκάζοντας την ηρωική δημοσιογραφική ομάδα να νίψει τας χείρας της απ’ το εκρηκτικό, ηθικά διφορούμενο κι ενδεχομένως ποινικά κολάσιμο υλικό που της σερβίρεται στο πιάτο. Η Υπόθεση Snowden θα σκάσει στο Hong Kong, η εταιρεία του καναλιού θα εξαγοραστεί από ένα αδηφάγο πολυεθνικό κονγκλομεράτο, κι ο Will, η Mac και τ’ άλλα παιδιά, θα αποσυρθούν από τη μαχητική δημοσιογραφία, αφήνοντας το μέλλον των ειδήσεων να αυτοκαταστραφεί στην πορεία του προς την κόλαση των εντυπωσιοθηρικών τίτλων και των πολιτικών χειραγωγήσεων. Γιατί το κοινό που ήθελε αληθινή ενημέρωση, απλά δεν ήταν αρκετό για να τη συντηρήσει. Που, εδώ που τα λέμε, δεν είναι και τόσο μακριά απ’ την πραγματικότητα.
Έχει ενδιαφέρον η παραπομπή του Sorkin στον Nονό, βάζοντας τον ρεπόρτερ που βρίσκει το εκρηκτικό αποκαλυπτικό υλικό, να το ανασύρει απ’ το καζανάκι ενός ιταλικού εστιατορίου με τον ίδιο περίπου τρόπο που ανέσυρε ο Michael Corleone το περίστροφο που τον οδήγησε στην εξορία του (wink, wink), κι αν ο Sorkin, στην αποχαιρετιστήρια σεζόν του, οδηγήσει τους ήρωές του σε ανάλογη μοίρα, θα μπορείς να πεις ότι η σειρά του ήταν, με τον τρόπο της, σχεδόν αντισυστημική. Ιδίως ερχόμενη απ’ τον ανθρώπο που πέρασε 7 ολόκληρες χρονιές νομιμοποιώντας στραβά κι ορθά ενός ιδεατού, και κατά βάθος πάντα ιδεαλιστικού Λευκού Οίκου στο The West Wing. Αλλά, εντάξει, μην ποντάρεις κι όλους σου τους followers σου σ’ αυτό.