Καφενεδάκια νέας κοπής ξεφυτρώνουν το ένα πίσω από το άλλο στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας και από όσο δείχνουν μέχρι τώρα τα πράγματα, η συνταγή τους πιάνει. Το άστυ γεμίζει από τραπέζια με ούζα κ μεζεδάκια στη σέντρα. Ο Γιώργος Πίττας όμως δεν αρκείται σε αυτή την αναβίωση μιας άλλης εποχής. Θέλησε να ταξιδέψει και να ανακαλύψει τα πιο παλαιά, αυθεντικά και συχνά απόμερα μαγαζιά, εκεί που η χόβολη δεν σταματά να λειτουργεί, εκεί που δεν τολμάς να ζητήσεις εσπρέσο και κόκα κόλα λάιτ. Έτσι δημιούργησε ένα εντυπωσιακό λεύκωμα καταγράφοντας ογδόντα από τα περίπου τριακόσια καφενεία που – αν υπολογίζει καλά- έχει επισκεφτεί μέχρι σήμερα στην ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα.
Το πρώτο καφενείο που πήγε ποτέ ήταν στην Νέα Ιωνία, όλο καπνούς και σκοτάδια, σύχναζε ο παππούς του σε αυτό το μέρος. Η δική του αγαπημένη ασχολία εκεί μέσα ήταν ένα μηχάνημα που του έβαζες μια δραχμή για να παίξει μουσική και εκείνος επέλεγε πάντα το «όπου Γιώργος και μάλαμα» αλλά μέχρι να φτάσει σε αυτό το κομμάτι ήταν αναγκασμένος να ακούει ένα που λέει «μανούλα θα φύγω θα πάω στα ξένα» και καθόλου δεν του άρεσε. «Τότε ήμουν ακόμη παιδί και σε αυτή την ηλικία η χαρά μου ήταν το πότε θα έτρωγα υποβρύχιο βανίλια, οπότε μπορεί να ήμουν αναγκασμένος να λουστώ όλη την αγριάδα που έβγαζαν οι κουβέντες και τα τσιγάρα των αντρών που έκαναν ντουμάνι αλλά τουλάχιστον πετύχαινα τον σκοπό μου. Παραστάσεις από καφενεία έχουμε όλοι οι Έλληνες και οι δικές μου πιο ωραίες στιγμές ως φοιτητής ήταν μέσα σε τέτοιου είδους μαγαζιά. Για όσους μεγαλώσαμε στην Αθήνα, το να πάμε σε ένα καφενεδάκι της επαρχίας ήταν ένας τρόπος για να έρθουμε σε επαφή με τη ζωή των ντόπιων, των παλιών, μια ζωή που δεν είχε καμία σχέση με όσα είχαμε δει».
Βασικό του κριτήριο για την επιλογή των καφενείων που συνθέτουν το λεύκωμα του ήταν, πέρα από την αισθητική του χώρου, την ιστορία του και την ποιότητα των προϊόντων, ο ιδιοκτήτης αυτός καθαυτός. Πιστεύει ακράδαντα πως είναι σαμάνοι που κάνουν κουμάντο με ένα δικό τους, αλέγρο τρόπο, στην τοπική κοινωνία. Καφενείο δηλαδή σημαίνει καφετζής. «Ο καφετζής είναι ένας άνθρωπος που οφείλει να έχει μεγάλη συναισθηματική και ψυχολογική επάρκεια, οι πελάτες του θα πιουν και έτσι όπως είναι όλοι μια παρέα μπορεί να διαφωνήσουν και να τσακωθούν για τον Ολυμπιακό και τον Παναθηναϊκό, για το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ και εκείνος πρέπει να είναι σε θέση να τους βάλει σε τάξη. Επιπλέον, έχει τον ρόλο του τουριστικού πράκτορα, αν τον ρωτήσεις θα ξέρει να σου πει πού να βρεις από γιατρό μέχρι μπογιατζή, ξέρει όλα τα εκκλησάκια και τα πανηγύρια. Τα καφενεία είχαν πάντα πολλές χρήσεις, ήταν ένα είδος σούπερ μάρκετ πριν καν ανακαλυφτούν, ήταν ταυτόχρονα μπακάλικα, μανάβικα, κουρεία. Το αγαπημένο μου τέτοιου είδους μαγαζί είναι Ο Χορευτής στα Θολάρια της Αμοργού. Μου έλεγε ο τύπος που το έχει, πως ο πατέρας του το πρωί έσφαζε, το μεσημέρι έκανε τον χασάπη, λίγο μετά έφτιαχνε παπούτσια από δέρματα ζώων παριστάνοντας τον παπουτσή, το απογευματάκι έφτιαχνε καφέδες και μεζέδες και στις έντεκα το βράδυ ήταν μπαρμπέρης. Κανένα εστιατόριο ή καφέ δεν έχει τη χάρη ενός καφενείου γιατί δεν μπορεί να γίνει το κέντρο του τόπου».
Πίνοντας ελληνικό και τσίπουρα σε τουλάχιστον ογδόντα διαφορετικά μέρη, κατάλαβε γιατί το καφενείο είναι ιστορικά το κέντρο του κάθε χωριού. «Όσους καφετζήδες συνάντησα είναι κοντά στην ηλικία των ογδόντα ετών, οπότε κάνουν τα πάντα για να συντηρήσουν αυτό που έχτισαν με κόπο, προκειμένου να ζήσουν και τα εγγόνια τους από αυτό. Το θέμα είναι πως πολλοί νέοι δεν θέλουν να δουλέψουν στα μαγαζιά των παππούδων τους και φοβάμαι πως αυτοί οι τόσο αυθεντικοί και ζεστοί χώροι κινδυνεύουν μέσα στα επόμενα χρόνια να χαθούν. Όταν σε έχει στείλει ο γονιός σου σε μια μεγάλη πόλη για να σπουδάσεις, παίρνεις το πτυχίο και μετά βλέπεις πως δεν ζητάνε πουθενά κόσμο, γιατί να μην προσπαθήσεις να μάθεις τη δουλειά δίπλα στον έμπειρο παππού σου και να συντηρήσεις την κληρονομιά σου, που ταυτόχρονα είναι κληρονομιά και μνημείο του τόπου μας; Δεν λέω να μην εκσυγχρονιστούν τα καφενεία ή να μην τους βάλουν υπολογιστές ρε παιδί μου, στα καφενεία έτσι και αλλιώς έβρισκε ο κόσμος τζουκ μποξ, τηλεοράσεις, ακόμη και τα τηλεφωνήματα του έκανε εκεί πολύς κόσμος μέχρι πριν μερικές δεκαετίες. Δυστυχώς όμως τα περισσότερα έχουν εκσυγχρονιστεί και έχουν αποκτήσει μοντέρνα στοιχεία, γεγονός που δεν κατανοώ, τι το κακό υπάρχει στο να σερβίρεις ελιές και όχι τσιπς;»
Όπως λέει, οι οικογενειακές του καταβολές είναι τόσο λαϊκότροπες όσο και πιο εκλεπτυσμένες, έχει μεγαλώσει τόσο με Καζαντζίδη όσο και με Βιβάλντι, με μια κλίση προς τον πρώτο που τον οδήγησε και στο να επισκεφτεί τα καφενεία από άκρη σ’ άκρη . «Μου αρέσουν τα καφενεία γιατί η ατμόσφαιρά τους δεν έχει καμιά σχέση με εκείνη ενός γκουρμέ εστιατορίου όπου πρέπει να βάλω ζώνη αγνότητας και να προσέχω πώς κάθομαι, πώς τρώω και τι λέω. Σε ένα καφενείο θα αφεθείς, θα σε κεράσουν, θα κεράσεις πίσω, και θα χαθείς μέσα σε κουβέντες άλλων, μιλάμε δηλαδή για έναν απίστευτο τρόπο κοινωνικοποίησης. Σκέψου πως όταν χτύπησε η κρίση και την επαρχία, άνθρωποι σταμάτησαν να πηγαίνουν γιατί ένιωθαν ντροπή που δεν είχαν πάνω τους λεφτά να ανταποδώσουν το αναμενόμενο καθημερινό κέρασμα. Σε οποιοδήποτε άλλο μαγαζί και αν κάτσεις θα σε πουν περίεργο και κουτσομπόλη αν ακούς τι λένε οι διπλανοί σου».
Όσο για το αν οι γυναίκες του εκάστοτε χωριού επισκέπτονται πλέον με άνεση το άνδρο της τεστοστερόνης, ο ίδιος εκτιμά πως όχι μόνο συχνάζουν σε αυτά τα μέρη, αλλά πολλές από αυτές δεν τις κοντράρει κανένα αρσενικό στις πόρτες και το πλακωτό. «Πας σε ένα χωριό της Ηπείρου και έχει μισό μέτρο χιόνι ή σε ένα νησί της άγονης γραμμής. Η μόνη καμινάδα που θα δεις να είναι συνεχώς αναμμένη είναι αυτή του καφενείου. Είναι το μόνο μέρος συνάντησης των ντόπιων ακόμη και τις πιο δύσκολες μέρες του χειμώνα γιατί τους κρατάει δεμένους και τους δίνει την αίσθηση πως έχουν και εκείνοι ένα στέκι στο πουθενά που κατοικούν. Κάποτε πήγαιναν μόνο οι άντρες όπως ξέρουμε, τώρα πια πάνε και γυναίκες και σε πληροφορώ πως είναι οι καλύτερες ταβλαδόρισες που έχω δει, άσε που ξεστομίζουν τα πιο ωραία μπινελίκια».