Ο Βλαβιανός είναι μια σπάνια περίπτωση ανθρώπου που ενώ μιλάει πολύ (και μάλιστα με ρυθμό που μαρτυρά επιρροή Αγγλίας), ο λόγος του ποτέ δεν στερείται ουσίας. Συναντηθήκαμε στα γραφεία των εκδόσεων Πατάκη, στην οδό Πειραιώς, όπου εργάζεται τρεις φορές την εβδομάδα ως επιμελητής. Έξω στο δρόμο βαβούρα και χάος, στον τέταρτο όροφο τέλεια ηρεμία, πίσω από τα οβάλ γυαλιά μυωπίας του και μέσα στα μάτια του κάτι μονίμως ανήσυχο.
Όσο κάθομαι απέναντί του, τον βλέπω απ’ το θώρακα και πάνω: Στο γραφείο του έχει τοποθετημένα δεκάδες βιβλία των εκδόσεων Πατάκη, κάθετα. Μοιάζουν με τείχη, αλλά όπως ο ίδιος θα σχολιάσει «αυτό το τείχος πέφτει εύκολα, υπάρχουν άλλα που δεν πέφτουν με τίποτα». Είναι ετοιμόλογος και ενημερωμένος. Έχει γνώμη για πολλά, αλλά μιλήσαμε για δύο θέματα μόνο: Tο νέο του μυθιστόρημα (όπως ο ίδιος το ονομάζει) «Το αίμα νερό», που φωτίζει την τραυματική του σχέση με τους γονείς του και την ποίηση στην Ελλάδα του 2014, ξεκινώντας απ’ το πρώτο.
Γιατί ένα τόσο προσωπικό βιβλίο; Το υλικό της λογοτεχνίας πιστεύω είμαστε εμείς οι ίδιοι. Όλες οι συλλογές που έχω δημοσιεύσει στο παρελθόν περιέχουν πολύ προσωπικά ποιήματα, έντονα αυτοβιογραφικά. Η ζωή μου εξάλλου υπήρξε δύσκολη και πολύ ταραχώδης, με πολλές ανατροπές, ειδικά όταν ήμουν παιδί. Άλλαζα τόπους, γλώσσες, οι γονείς μου χώρισαν, ξαναπαντρεύτηκαν, ξαναχώρισαν. Όσον αφορά το θέμα, δεν νομίζω ότι κάποιος επιλέγει τι ακριβώς θα γράψει. Κάποια στιγμή ωριμάζει μέσα του το συγκεκριμένο θέμα και το γράφει. Δεν ελέγχει τη στιγμή. Ελέγχει τη διαδικασία, το γράψιμο, τη δομή, το ύφος.
Γιατί όμως τώρα; Δεδομένης της επιτυχίας που είχε το Βιβλίο της Κατερίνας του Κορτώ και του ότι το κεντρικό πρόσωπο στη Νίκη του Χωμενίδη είναι η μητέρα του, αμφότερα από τις ίδιες εκδόσεις με το δικό σας, αναρωτιόμουν μήπως έγιναν και λίγο μόδα τα αυτοβιογραφικά… Το βιβλίο μου το δούλευα χρόνια – δεν είχα ιδέα για τα άλλα. Σύμπτωση είναι. Ξεκίνησα να γράφω περίπου πριν από τέσσερα χρόνια, όταν είχαν πια πεθάνει και οι δύο μου γονείς και το ξαναέπιασα πιο ζεστά πρόπερσι. Ήμουν συναισθηματικά έντονα φορτισμένος και ήθελα κάθε κομμάτι που έγραφα να το αφήνω λίγο να σιτέψει, για να το δω αργότερα πιο ψύχραιμα, με πιο καθαρό μάτι. Το ονομάζω «μυθιστόρημα σε σαράντα πέντε πράξεις», αλλά θα έλεγα πως είναι περισσότερο ένα υβριδικό βιβλίο. Γραμμένο από έναν ποιητή, επομένως η γραφή του είναι ελλειπτική και πυκνή. Η λέξη «πράξεις» παραπέμπει ασφαλώς στο θέατρο, γιατί ουσιαστικά εγώ, οι γονείς μου και τα άλλα πρόσωπα του δράματος ανεβαίνουμε επί σκηνής. Το βιβλίο είναι «σπασμένο» σε 45 κομμάτια/ στιγμιότυπα της ζωής μου. Σαν να βλέπεις φωτογραφίες σ’ ένα οικογενειακό άλμπουμ. Επέλεξα αυτή την φόρμα γιατί με βοήθησε να διαχειριστώ καλύτερα ένα πολύ βαρύ, δραματικό υλικό. Ήθελα πάση θυσία να αποφύγω το μελό, γιατί πιστεύω πως η συναισθηματολογία είναι η αποτυχία του αισθήματος.
Το υλικό της λογοτεχνίας πιστεύω είμαστε εμείς οι ίδιοι. Όλες οι συλλογές που έχω δημοσιεύσει στο παρελθόν περιέχουν πολύ προσωπικά ποιήματα, έντονα αυτοβιογραφικά. Η ζωή μου εξάλλου υπήρξε δύσκολη και πολύ ταραχώδης, με πολλές ανατροπές, ειδικά όταν ήμουν παιδί. Άλλαζα τόπους, γλώσσες, οι γονείς μου χώρισαν, ξαναπαντρεύτηκαν, ξαναχώρισαν.
Η δική μου αυτοβιογραφία δεν θα εγκρινόταν από κανέναν εκδότη – ακόμα κι αν είχα μια ενδιαφέρουσα οικογενειακή ιστορία όπως εσείς. Δεν θα μπορούσε κάποιος να πει πως οι συγγραφείς χρησιμοποιούν το επάγγελμά τους για να ικανοποιήσουν την ανάγκη τους ή τη ματαιοδοξία τους; Γιατί λέτε πως ένας εκδότης δεν θα έβγαζε μια ενδιαφέρουσα ιστορία; Δεν έχει σημασία η ηλικία ή ποιος είσαι. Ο Ρόμπερτ Γκρέηβς έγραψε την αυτοβιογραφία του, το Good–bye to all that λίγο μετά τα τριάντα. Αλλά και η ποίηση, συνήθως, αυτοβιογραφική είναι. Ακόμα κι αν κάποιος προσποιείται ότι είναι απρόσωπη, ο εαυτός του εγγράφεται καθαρά στην ποίησή του. Ο Έλιοτ έλεγε ότι «ποίηση είναι διαφυγή από την προσωπικότητα», όμως αν διαβάσει κανείς τα ποιήματά του, όλες οι προβληματισμοί του, οι αναστολές του, οι θρησκευτικές και πολιτικές του πεποιθήσεις, οι απόψεις του για τη λειτουργία της γλώσσας, είτε πάρεις τον Προύφροκ, είτε την Έρημη χώρα ή τα Τέσσερα Κουαρτέτα – που πρόσφατα μετέφρασα -, είναι εκεί. Ο δε στενός του φίλος Πάουντ στα Κάντος γράφει για όλα τα προσωπικά του βιώματα και φυσικά για τον εγκλεισμό του στο ψυχιατρείο.
Ναι, αλλά όλοι αυτοί ήταν επώνυμοι… Εγώ μιλάω για των απλών ανθρώπων τις βιογραφίες… Τι σημαίνει «απλός»; Άμα τη δημοσιεύσεις, δεν είσαι πια απλός. Κατ’ αρχάς, ένας συγγραφέας που γράφει ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο, αν δεν είναι ουσιαστικό και καλοδουλεμένο, εκτίθεται ανεπανόρθωτα και κινδυνεύει να εισπράξει πολύ αρνητική κριτική. Από έναν φτασμένο συγγραφέα, περιμένει κανείς σημαντικά βιβλία. Ασχέτως αν στους σύγχρονους συγγραφείς υπάρχει η αγωνία να μην ξεχαστεί τ’ όνομά τους και βγάζουν βιβλία κάθε δύο χρόνια (ειδικά οι πεζογράφοι), με αποτέλεσμα τα περισσότερα να είναι μέτρια ή αδιάφορα. Εκεί παίρνει τον λόγο η κριτική. Αλλά στο βιβλίο μου δεν είναι ο εαυτός μου ακριβώς το βασικό θέμα. Το αναφέρω και στο μότο με το οποίο ανοίγει το βιβλίο: είμαι ένα είδος αγγελιαφόρου, “a messenger”. Μεταφέρω ένα μήνυμα. Αν αρέσει σε κάποιους, αν τους συγκινήσει, θα είναι επειδή θα αναγνωρίσουν μέσα στο βιβλίο μου δικά τους βιώματα, θα νιώσουν τον δικό τους πόνο. Όμως, όπως σου είπα στην αρχή, το υλικό μας είμαστε κατά βάση εμείς. Αν κάνεις μυθοπλασία, μπορείς να επιχειρήσεις να το κρύψεις αυτό. Εγώ σ’ αυτή την περίπτωση το κρύβω ως ένα βαθμό, όχι εντελώς όμως.
Δεν αισθάνεστε συστολή μοιραζόμενος τα προσωπικά σας με χιλιάδες αναγνώστες; Όχι. Καμία. Εγώ πιστεύω αυτό που έλεγε ο Τολστόι: «Οι χαρούμενες οικογένειες μοιάζουν, οι δυστυχισμένες είναι δυστυχισμένες η καθεμιά με τον τρόπο της». Κάθε οικογένεια έχει τα μαύρα της πρόβατα, τα μυστικά της, τα κρυφά της δράματα, ή όπως λένε οι Άγγλοι, όλες έχουν κρυμμένους σκελετούς στην ντουλάπα τους. Αυτό που με ενδιέφερε σ’ αυτό το βιβλίο – αλλά και σε όσα έχω ως τώρα γράψει – είναι όχι απλώς η πρωτογενής εμπειρία αλλά η εμπειρία της εμπειρίας, αυτό που συμβαίνει δηλαδή όταν κάτι κατασταλάζει μέσα σου. Και μετά σε δεύτερη φάση πώς αυτή η δεύτερη εμπειρία μπορεί να μετουσιωθεί σε γλώσσα. Εκεί έγκειται η δυσκολία. Γιατί είναι άλλο πράγμα να αφηγείσαι μια ιστορία σε έναν φίλο σου και άλλο να την κάνεις τέχνη. Κάθε βιβλίο είναι ένα λεκτικό αρχιτεκτόνημα ή αν θέλεις μια λεκτική μηχανή. Πρέπει οι λέξεις να λειτουργούν σωστά. Να μπορούν να μεταφέρουν το βάρος της συγκίνησης.
Τι τύπος ήταν ο πατέρας σας; Ήταν ένας αυτοδημιούργητος άνθρωπος, εντυπωσιακός στην εμφάνιση, πολύ δημοφιλής ανάμεσα στους φίλους του, ένας bon vivant, αλλά κι ένας πολύ σκληρός και ψυχρός πατέρας. Πίστευα από μικρός πως ήταν σκληρός μαζί μου – επειδή ζούσα μακριά του. Προς το τέλος της ζωής του διαπίστωσα ότι και στα άλλα δύο του παιδιά από τον δεύτερο γάμο, που μεγάλωσαν μαζί του στη Βραζιλία, φερόταν εξίσου αδιάφορα και σκληρά. Υπήρξαν ασφαλώς και κάποιες τρυφερές στιγμές μεταξύ μας και τις περιγράφω στο βιβλίο, αλλά γενικά ήταν ένας εγωπαθής άνθρωπος, πολύ κλειστός. Διόλου τυχαίο ότι το βασικό του χόμπι ήταν το σκάκι και ότι του άρεσε να απομονώνεται επί ώρες και να παίζει αγαπημένες του παρτίδες. Τον ενδιέφερε περισσότερο η γνώμη που είχαν οι άλλοι γι’ αυτόν, κι όχι αυτή της οικογένειάς του. Αυτή την έπαιρνε ως δεδομένη. Του άρεσε να καμαρώνει ότι έχει τρία παιδιά κι έξι εγγόνια, να δηλώνει πως είναι πάτερ φαμίλιας, αλλά δεν ξόδευε χρόνο για μας. Αν κάποιος τον ρωτούσε, για παράδειγμα, ποιο ήταν το θέμα του διδακτορικού μου, ή ο τίτλος του τελευταίου μου βιβλίου, δεν ήξερε να πει.
Η μαμά; Άλλη κατάσταση. Μοναχοπαίδι, καλομαθημένη, ασταθής πολύ, επιπόλαιη, εγωπαθής επίσης. Ωραία και μοιραία γυναίκα. Δεν με προστάτεψε ποτέ από τη δική της άστατη, θυελλώδη ζωή. Πάντα ήθελε να μοιράζεται τα πάντα μαζί μου. Ό,τι κακό συνέβαινε στη ζωή της, έπρεπε να το γνωρίζω, από πολύ μικρή ηλικία – παρ’ όλο που δεν μπορούσα να κάνω κάτι γι’ αυτό. Είχε άθλια σχέση με τον πατέρα μου και για πολλά χρόνια στη διάρκεια της παιδικής μου ηλικίας ήμουν το μπαλάκι ανάμεσά τους.
Εσείς δεν έχετε ευθύνη γι’ αυτές τις σχέσεις; Ο Κάμμινγκς λέει πως «αν ήμασταν πιο προσεκτικοί θα είχαμε άλλους γονείς». Ωραία σκέψη. Φαντάζομαι ότι φταίμε κι εμείς για τους γονείς που έχουμε. Ναι, από μια ηλικία και μετά έχω ευθύνη για τη σχέση, ας πούμε, με τον πατέρα μου, κάτι που αναγνωρίζω στο βιβλίο. Πού έχω ευθύνη; Πάντα περίμενα κάτι από αυτόν, ενδεχομένως να κληρονομήσω την περιουσία του, ενώ εκείνος μου ’χε στείλει επανειλημμένα το μήνυμα ότι δεν θα μου το δώσει.
Στην επόμενη σελίδα: H ποίηση, ο Καραμανλής και κάτι καλό που του έμαθε ο πατέρας του