Kυκλοφόρησε και στη γλώσσα μας το πρώτο από τα έξι μέρη ενός από τα μεγαλύτερα λογοτεχνικά φετίχ της τρέχουσας δεκαετίας: το 3500 σελίδων (στο πρωτότυπο) βιβλίο-ποταμός του Καρλ Ούβε Κνάουσγκορντ έχει ήδη μεταφραστεί σε 22 γλώσσες, ενώ στη γενέτειρά του Νορβηγία των 5 εκατομμυρίων κατοίκων, έχει πουλήσει αθροιστικά σχεδόν μισό εκατομμύρια αντίτυπα, καθιστώντας τον έναν από τους πιο διάσημους Νορβηγούς στην ιστορία.
Γιατι όμως ένα όχι και τόσο καλογραμμένο βιβλίο έχει μαγνητίσει τόσο πολύ το κοινό και έχει προκαλέσει συγκρίσεις με τον τιτάνα
Προυστ; Γιατί κάθεται ο κόσμος και διαβάζει δεκάδες σελίδες για το πως ένας έφηβος κατάφερε να προμηθευτεί μπύρες για ένα πρωτοχρονιάτικο πάρτυ; Εντάξει, και ο
Ντίκενς, όταν ξεκινούσε να μιλήσει για τη μεσαιωνική ποινική νομοθεσία, δεν σταματούσε πριν μας δώσει τουλάχιστον πενήντα σελίδες, αλλά ήταν ο Ντίκενς και αυτό που έκανε δεν ήταν παρά μια παρέκβαση και δη σε μια εποχή που τα βιβλία πλατείαζαν επίτηδες, καθώς έβγαιναν τμηματικά μέσω περιοδικών. Δεν ήταν όμως το ίδιο το θέμα του βιβλίου.
Η απάντηση πρέπει να αναζητηθεί στην έλλειψη αναστολών από την πλευρά του Κνάουσγκορντ. Στο «Ο Αγώνας Μου» (με την προκλητική αναφορά στο ομώνυμο πόνημα του Χίτλερ, με τον οποίο ασχολείται σε άλλο τόμο, όπως και με τον μαζικό δολοφόνο Μπρέιβικ) αφηγείται ολόκληρη τη ζωή του με κάθε δυνατή λεπτομέρεια, χωρίς κανένα κριτήριο ή δεύτερη σκέψη. Γραμμένο με ταχύτητα 20 σελίδων την ημέρα (που έφτασε ακόμα και τις 50 (!) σελίδες), το κείμενο απλώνεται αδιάκοπα, σχεδόν χωρίς δεύτερο χτένισμα, σε μια πρωτοφανή περίπτωση αυτοβιογραφίας που είναι πια τόσο απόλυτη, ώστε να νιώθεις ότι διαβάζεις το ημερολόγιο ενός ανθρώπου. Ο τρόπος γραφής είναι σκόπιμα τόσο ελεύθερος, σε αντίθεση με παλαιότερα έργα του Κνάουσγκορντ: στο «Ο Αγώνας Μου» είναι σαν να ξεκίνησε να γράφει ό,τι και όπως του ερχόταν στο μυαλό από τη ζωή του και απλά δεν σταμάτησε. Κι επειδή ο άγριος χαρακτήρας του πατέρα του τον στιγμάτισε, ο παρών πρώτος τόμος γυρίζει γύρω από αυτόν.
Εδώ, λοιπόν, έχουμε ένα αδυσώπητο έπος της ασημαντότητας: η ζωή του συγγραφέα και της οικογένειάς του δεν έχει κάτι μυθιστορηματικό, είναι συνηθισμένοι ανθρώποι που ζουν συνηθισμένες ζωές. Η καθημερινότητα «είναι ένας αγώνας, και παρόλο που δεν έχει τίποτα ηρωϊκό, ο αντίπαλος είναι δυνατότερος». Και «συμβαίνουν τόσα πολλά στη μικρή καθημερινή ζωή, αλλά όσα συμβαίνουν, συμβαίνουν πάντα τα ίδια και τα ίδια, κι αυτο έχει αλλάξει την εικόνα που έχω για το χρόνο περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.[…] Εκτός από τις λεπτομέρειες, όλα είναι πάντα ίδια». Όταν όμως έρχονται στο φως όλα τα μυστικά, οι κουβέντες, τα δράματά τους και δη σε διάρκεια ετών, αυτοί οι κοινοί θνητοί γίνονται πια η ίδια η λογοτεχνία. Η ζωή τους είναι πια το έργο, όμως και το έργο είναι πια τμήμα της ζωής τους, σε μια άνευ προηγουμένου ακροβασία.
Δεν μπορείς παρά να αναρωτηθείς γιατί το κάνει αυτό ο συγγραφέας; Γιατί ξεμπροστιάζει τα πάντα; Πώς τολμάει να περιγράφει τόσο έντονα τον αλκοολισμό και τον θάνατο του πατέρα του; Πώς δεν ντρέπεται να περιγράψει (σε άλλο τόμο) την κατάπτωση και νοσηλεία της διπολικής συζύγου του; Πώς γίνεται κάποιος που βρίσκεται εντός της κοινωνίας μας, να ποδοπατά την ηθική της τόσο «ανεύθυνα»; Είναι η ανάγκη και η αγωνία του να γράψει κάτι σημαντικό, να αφήσει το ανεξίτηλο σημάδι του στην ιστορία της λογοτεχνίας, τόσο πιο βαρύνουσα από την οικογενειακή ζωή; Γι’αυτόν, είναι. «Τα μάτια μου δακρύζουν όταν βλέπω έναν όμορφο πίνακα, αλλά όχι όταν βλέπω τα παιδιά μου. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν τα αγαπώ, γιατί όντως τα αγαπώ, με όλη μου την καρδιά, απλώς το νόημα που δίνουν στη ζωή σου δεν τη γεμίζει. Τουλάχιστον όχι τη δική μου». Ο συγγραφέας είναι, εκ προοιμίου, εκτός του κόσμου μας: «Γιατί το να γράφω με αποκλείει από αυτόν τον κόσμο;» λέει, καθώς συνειδητοποιεί πόσο διαφορετική είναι η ζωή του (αυτού, του πετυχημένου συγγραφέα ήδη πριν την τεράστια επιτυχία του «Ο Αγώνας Μου») από τους γείτονες, από τους γονείς των συμμαθητών των παιδιών του, από όλους αυτούς με τις στρωμένες ζωές: «Αν ο σκοπός ήταν η ευτυχία, θα έφτανε. Όμως, ο δικός μου σκοπός δεν ήταν η ευτυχία, ποτέ δεν ήταν, τι να την κάνω;[…] Το θέμα της ευτυχίας είναι τετριμμένο, αλλά όχι η ερώτηση που το ακολουθεί, αυτή με το νόημα της ζωής». «Από που έρχεται όλο αυτό το μπάχαλο στη ζωή μας; Ξέρω ότι μπορώ να το αλλάξω, ξέρω ότι κι εμείς μπορούμε να γίνουμε τέτοια οικογένεια, βέβαια, πρέπει να το θέλω και πρέπει η ζωή να έχει αυτό ως στόχο. Κι εγώ δεν το θέλω».
Η ανάγνωση του «Ο Αγώνας Μου» είναι εθιστική, αλλά με την αναμενόμενη δυσκολία του απροσμέτρητου όγκου του.