Το καινούριο μυθιστόρημα του Μισέλ Ουελμπέκ τιτλοφορείται Υποταγή. Τον ίδιο τίτλο, συμπτωματικά (;), είχε η τελευταία ταινία του ολλανδού σκηνοθέτη Τεό Βαν Γκογκ, πριν τη δολοφονία του το 2004 μέσα στο δρόμο, λίγα τετράγωνα από το σπίτι του στο Άμστερνταμ, από έναν ισλαμιστή που ένιωσε θιγμένος από το περιεχόμενό της. Το γεγονός, που είχε σοκάρει και σημαδέψει τον πνευματικό κόσμο της κεντρικής Ευρώπης, μοιάζει να προλέγει τη σφαγή στο Charlie Hebdo, η οποία συντελέστηκε μία μόλις μέρα αφού η Υποταγή βρέθηκε στις προθήκες των βιβλιοπωλείων.
Ο Μισέλ Ουελμπέκ, από τους πλέον πολυμεταφρασμένους και πολυδιαβασμένους γάλλους συγγραφείς της γενιάς του (γεν.1956), ακραίος και τολμηρός στη θεματολογία και τις διατυπώσεις του, αρέσκεται να μιλάει στα μυθιστορήματά του για ένα πιθανό, ενδεχόμενο μέλλον. Αυτό που τα κάνει αληθινά ανησυχητικά, δεν είναι μόνο η πιθανότητα της πραγματοποίησης των δυσοίωνων προφητειών του: είναι το πόσο πολλά από τα στοιχεία που τις συνθέτουν μάς είναι γνωστά και οικεία, από το πόσο αυτός ο τρομακτικός επερχόμενος κόσμος μοιάζει με αυτόν που ήδη γνωρίζουμε, πράγμα που κάνει τον εφιάλτη που περιγράφει τόσο ρεαλιστικό, που ο αναγνώστης του κάθε τόσο αισθάνεται σαν να προσπαθεί– μάταια – να ξυπνήσει… Και δεν παραλείπει να υπενθυμίσει μέσα στο βιβλίο του (χρήσιμο μάθημα και για τους δύο τελευταίους πρωθυπουργούς της χώρας μας, που έχουν δείξει πως το αγνοούν) πως η Κασσάνδρα σωστά προέβλεπε όλα αυτά για τα οποία προειδοποιούσε τους άλλους, αλλά και τον εαυτό της: η μόνη κατάρα της ήταν να μη γίνεται πιστευτή!
Ο αφηγηματικός καμβάς του βιβλίου είναι, περιληπτικά, ο ακόλουθος: στο δεύτερο γύρο των μεθεπόμενων προεδρικών εκλογών της Γαλλίας, το 2022 δηλαδή, απέναντι στη Μαρίν Λεπέν που κατακτά την πρωτιά στον πρώτο γύρο, επιτυγχάνει να περάσει, εκμεταλλευόμενος τη συνεχιζόμενη απαξίωση των παραδοσιακών πολιτικών δυνάμεων της χώρας, του Σοσιαλιστικού Κόμματος και της γαλλικής δεξιάς (UMP), ο Μωχαμέντ Μπεν Αμπές, ηγέτης της Μουσουλμανικής Αδελφότητας. Λίγες μέρες πριν από τη δεύτερη Κυριακή των εκλογών, τα δύο πρώην κόμματα εξουσίας θα συμπαραταχτούν με τον ευφυή υποψήφιο του μετριποαθούς ισλάμ εναντίον της Λεπέν, κι η εκλογή του πρώτου μουσουλμάνου ηγέτη ευρωπαϊκής χώρας είναι γεγονός. Ο αφηγητής, διδάσκων της λογοτεχνίας στη Σορβόννη, θα βιώσει, παράλληλα με τα προσωπικά του αδιέξοδα, τις αλλαγές που δρομολογούνται σε μια Γαλλία στα πρόθυρα του εμφυλίου πολέμου στο επίπεδο της καθημερινής ζωής, των προοπτικών εξέλιξης ολόκληρης της παρηκμασμένης Ευρώπης αλλά – πριν απ’όλα – στο κρίσιμο ζήτημα της εκπαίδευσης, στον ολοκληρωτικό έλεγχο της οποίας δίνει προτεραιότητα ο νεοεκλεγείς μουσουλμάνος Πρόεδρος κατανοώντας αυτό που οι δικές μας κυβερνήσεις ξεχνούν: πως εκεί βρίσκεται το κλειδί για το μέλλον. Καθόλου συμπτωματικά, ο αφηγητής ειδικεύεται στον Joris-Karl Huysmans,γάλλο λογοτέχνη που, σε προχωρημένη ηλικία, προσηλυτίστηκε στον καθολικισμό. Ο ίδιος ο ήρωας θα μπει στον πειρασμό μιας ανάλογης πορείας, προς διαφορετική όμως κατεύθυνση και με άλλα κίνητρα…
Εκείνο που εξακολουθεί να με παραξενεύει στην υποδοχή κάθε νέου βιβλίου του Ουελμπέκ, είναι η αέναη αναπαραγωγή των ίδιων κλισέ: μιλά για την άνοδο του ισλάμ, άρα είναι ισλαμοφοβικός, μιλά για πόρνες, για σεξ ή για τη θέση της γυναίκας σε μια επερχόμενη κοινωνία, άρα είαι σεξιστής, ράβδος εν γωνία, άρα βρέχει, κ.ο.κ. Δεν είναι η πρώτη φορά: επανηλειμμένα, από Τα Στοιχειώδη Σωματίδια μέχρι την Πλατφόρμα,οι παρερμηνείες των θέσεων ή των προθέσεων του συγγραφέα, υπήρξαν πάμπολλες. Το πρώτο πρόσωπο που αρέσκεται να χρησιμοποιιεί, συχνά, στην αφήγηση, ίσως να παρασύρει κάποιους αναγώστες να ταυτίσουν το συγγραφέα με τον αφηγητή. Δεν νομίζω όμως πως δικαιολογείται ένα τόσο μεγάλο μέρος της κριτικής να κάνει το ίδιο: φοβάμαι πως πίσω από αυτή την ασυγχώρητη, χοντροκομμένη, και ίσως εσκεμμένη, παρερμηνεία κρύβεται το φάντασμα της πολιτικής ορθότητας, που κατατρύχει δυστυχώς μεγάλη μερίδα του τύπου. (Δεν μπορώ να μην υπενθυμίσω τις φωνές που ξανάρχισαν να ακούγονται αμέσως μετά το αποτρόπαιο έγκλημα του Charlie Hebdo, για το κατά πόσον είναι θεμιτό να χλευάζεται η θρησκεία κάποιων, αν θα πρέπει να σκιτσάρεται ο προφήτης Μωάμεθ, μήπως είναι καλύτερα να αποφεύγονται οι προκλήσεις κλπ). Αν το 2015 υπάρχουν θέματα ταμπού, αν τα φλέγοντα, επικίνδυνα, ενοχλητικά ζητήματα δεν επιτρέπεται να θίγονται, τότε προφανώς κάποιοι οραματίζονται μια λογοτεχνία αποστειρωμένη, νερόβραστη, που θα τηρεί ίσες αποστάσεις με προσεκτική διατύπωση δευτεροκλασάτου αξιωματούχου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ισορροπιστή πολιτικάντη. Ευτυχώς, ο Ουελμπέκ προτιμά την ολόδική του χαρακτηριστική δηλητηριώδη ειρωνία που κάποιες φορές δεν γίνεται αντιληπτή, αλλά και μια συμπάθεια και τρυφερότητα προς το χρεωκοπημένο του ήρωα – εκπρόσωπο μιας εξίσου χρεωκοπημένης ανθρωπότητας – που προσιδιάζει σε μεγάλους συγγραφείς. Φυσικά, αν κανείς θέλει να κάνει καθαρά λογοτεχνική κριτική του βιβλίου, πράγμα που δεν ανήκει στις προθέσεις μου, υπάρχουν δραματουργικές ατέλειες που θα μπορούσε κανείς να του προσάψει. Δεν νομίζω όμως πως αυτό είναι το ουσιώδες.
Πάντως όποιος έχει ζήσει κάπως τη σημερινή γαλλική πραγματικότητα, δεν νομίζω πως θα βρει και τόσο τραβηγμένα τα προϊόντα της φαντασίας του συγγραφέα: πρόσφατα απορούσα, έχοντας επισκεφτεί στο Λούβρο την έκθεση που εόρταζε την ίδρυση του «Λούβρου του Άμπου Ντάμπι», για το κατά πόσο στα εκθέματα που το μητρικό γαλλικό ίδρυμα θα απέστελλε στο αραβικό εμιράτο για την εναρκτήρια έκθεση θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν τα γυμνά ελληνικά ή ρωμαϊκά αγάλματα, οι Οδαλίσκες του Ενγκρ ή τα άλλα μεγάλα έργα που δόξασαν την ομορφιά του ανθρώπινου σώματος. Δεν ξέρω αν από αυτό το γεγονός μέχρι την ισλαμοποιημένη, ανδροκρατούμενη, χρηματοδοτούμενη με σαουδαραβικά πετροδολλάρια Σορβόννη που περιγράφει ο Ουελμπέκ στην Υποταγή η απόσταση είναι τόσο μεγάλη. Όμως σίγουρα ο συγγραφέας νομιμοποιείται από τα γεγονότα – ας μην ξεχνάμε πως οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι (όνομα πολύ κοντινό στη μυθιστορηματική του Μουσουλμανική Αδελφότητα) είναι μια απολύτως υπαρκτή οργάνωση, η οποία, χρηματοδοτούμενη κυρίως από τη Σαουδική Αραβία, πυροδότησε την έξαρση του ισλαμισμού σε πολλές αραβικές χώρες (π.χ. Αίγυπτος). Κι ας μου επιτραπεί μια προσωπική εξομολόγηση: η επίθεση στο Charlie Hebdo με σόκαρε απίστευτα, όμως – δυστυχώς – δεν με εξέπληξε. Το επώδυνο προηγούμενο του Μωχαμέντ Μερά,η επανεμφάνιση κρουσμάτων αντισημιτισμού, αλλά και το κλίμα φόβου που βιώνει κανείς σε συγκεκριμένες στιγμές και μέρη στο Παρίσι, δεν απέκλειαν επ’ουδενί κάτι παρόμοιο.
Ανατρίχιασα κυριολεκτικά στο απόσπασμα όπου ο αφηγητής παρίσταται στο κοκτέιλ πάρτυ ενός λογοτεχνικού περιοδικού, του οποίου οι προσκεκλημένοι ξαφνικά ακούν τον ήχο πυροβολισμών να έρχεται από κοντινή απόσταση – και προσπαθούν να το αγνοήσουν συνεχίζοντας «σχεδόν» κανονικά τη βραδιά τους. Δεν μου κάνει εντύπωση που ο Μισέλ Ουελμπέκ διέκοψε την προώθηση του βιβλίου μετά το μακελειό στο Charlie Hebdo, συγκλονισμένος από την απώλεια του στενού του φίλου Μπερνάρ Μαρίς, μετόχου του σατιρικού εντύπου, που ήταν ένα από τα θύματα της επίθεσης, αλλά –προφανώς – και από την ίδια του τη διορατικότητα.