Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
popaganda
popagandaΜΟΥΣΙΚΗ

Τα καλύτερα albums του 2015

Οχτώ εκλεκτοί, έγκριτοι και έγκυροι φίλοι της Popaganda επιλέγουν τους -κατά τη γνώμη τους- 5 καλύτερους δίσκους της χρονιάς, αλλά και εκείνον που ο καθένας ελπίζει να ξεχάσει μόλις το ημερολόγιο δείξει 1/1/2016.
popaganda_xmas15_MUSIC_1

Εικονογράφηση: Κατερίνα Καραλή

Η Χρυσή Πεντάδα του Άρη Καραμπεάζη

Με αρχισυντάκτη επί των μουσικών τον Θεοδόση Μίχο, ήταν ευλόγως αναμενόμενο η Popaganda να ζητάει TOP 5 δίσκων της χρονιάς, ενώ κάθε (μουσικό) site/περιοδικό που σέβεται τους αναγνώστες του που έχει φάει το παραμύθι ότι δήθεν η μουσική χωρίζεται σε καλή και κακή, ζητάει τουλάχιστον ΤΟP 50 από έναν σωρό ανθρώπους, που ζήτημα να άκουσαν αγόρασαν 5 άλμπουμ στη χρονιά που τελείωσε. Ευνόητο ότι όλοι οι παρακάτω δίσκοι καλό θα ήταν να ακουστούν έστω και υπό τις χειρότερες συνθήκες, το TOP-5 πάντως προς τέρψη των εμμονών του αρχισυντάκτη και των απανταχού «χαϊ-φιντελιτάδων» καταρτίζεται από τα υπογραμμισμένα bold, ενώ καλώς εχόντων των πραγμάτων μέχρι το τέλος του κειμένου δεν θα υπάρξουν άλλες εξυπνάδες λέξεις σε strikethrough φάση.

ΤΑ ΛΑΪΚΑ: Παρότι περίεργος, δεν είμαι δα και κανένας ανόητος που να προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του και το στενό του περιβάλλον, ότι το The Epic του Kamashi Washington και το To Pimp A Butterfly του Kendrick Lamar (στο οποίο συμμετέχει ο Kamashi ασφαλώς, ως νεόκοπος Νταλάρας των εναλλακτικών) είναι δύο δίσκοι που δεν αξίζουν. Βασικά είναι οι δίσκοι της χρονιάς, αν κάποιος κάτσει και βγάλει όλον τον αλγόριθμο, που υπομονετικά πρέπει κάθε φορά να μας οδηγεί σε αυτό το συμπέρασμα. Αλλά αυτή την πληροφορία την έχει λάβει ο καθένας μας 487 φορές ήδη. Συνεπώς, θα αρκεστούμε στο να επισημάνουμε ότι καλό θα είναι να έχουμε επίγνωση ότι αυτό που κάνει ο Kamashi κατά βάση είναι απλό και ευπώλητο για τα δεδομένα της (δήθεν) ανώμαλης πλευράς της jazz, καθώς επαναλαμβάνει με ψύχωση και ικανότητες, αλλά χωρίς πολύ ρίσκο, προαιώνια επιτεύγματα του Coltrane, και τα απλουστεύει για εμάς τους κοινούς θνητούς που ακούμε ροκ. Το ίδιο κάνει και ο Lamar για εμάς τους ακόμη πιο κοινούς θνητούς, που κάποτε ακούγαμε και indie, στον τομέα του συνειδητοποιημένου hip hop. Συνεπώς, αν θέλετε να ακούσετε κάτι γνήσια λαϊκό, θα πρότεινα το Unbreakable της Janet Jackson, το οποίο πιθανότατα δεν ξέρετε καν ότι έχει κυκλοφορήσει, αλλά αυτό δεν λέει και τίποτε. Όλοι δεν ξέρουμε και από κάτι. Μία και μόνο ακρόαση αρκεί για να ξεπλένει όλους τους EDM και βλαχοαρενμπί βόθρους μαζί. Λίγο είναι αυτό;

ΓΙΑ ΡΟΚΑΔΕΣ ΚΑΙ ΜΠΑΜΠΑΔΕΣ: Γενιές και γενιές (εντάξει όχι και τόσες πολλές, από το 70κάτι και μετά περίπου) ανθρώπων μεγάλωσαν, ανδρώθηκαν, έγιναν μπαμπάδες κ.ο.κ. με τον καημό περί του αν τελικά πέθανε το ροκ ή όχι. Θεωρώ (βάσιμα) ότι είμαστε η πρώτη γενιά ροκάδων-ακροατών-μπαμπάδων, που χωρίς να ρισκάρουμε και πολλά στη φήμη μας, μπορούμε να δηλώσουμε ξεκάθαρα ότι «ναι το ροκ πέθανε, πάμε παρακάτω». OK, έρχονται από το πουθενά κάτι τύπισσες, σαν τις Sleater Kinney λίγο πριν αγοράσουν τις τελευταίες σερβιέτες της ζωής τους και παραδίδουν το No Cities To Love, εν γένει στρωτά βρώμικο, και απαλλαγμένο από τις ηλεκτρονικές εργαλειοθήκες, που έχουν καταστήσει το ίντυ ροκ ισότιμο του μπιφτεκιού Mc Donalds στη συνείδηση των καλοφαγάδων. Παρά ταύτα, το Asunder, Sweet and Other Distress των Godspeed You! Black Emperor παραμένει ο δεύτερος στη σειρά δίσκος τους, που αγόρασα (κατ) ενθουσιασμένος μετά τις on line ακροάσεις του (στο ασανσέρ του ΙΚΑ, της συνοικίας μου), αλλά ακόμη δεν εδέησα να βγάλω από τη ζελατίνα του. Ως εκ τούτου, μπορούμε ακόμη να ελπίζουμε ότι θα βρεθεί έστω και ένας άνθρωπος που θα ακούσει το Fantasy Empire των Lightning Bolt και θα συνειδητοποιήσει ότι το ροκ πέθανε, ακριβώς, επειδή κάτι τύποι σαν και αυτούς αποφάσισαν (επιτέλους) να βάλουν το τελευταίο καρφί στο φέρετρο.

ΜΕΤΑΛ ΡΕ Μ**ΝΙΑ: Τυπικά το κείμενο παραβγαίνει μεγάλο, αλλά αυτή είναι μία παράγραφος, που δεν θα διαβάσει κανείς από τους αναγνώστες της Popaganda, συνεπώς δεν τίθεται ζήτημα. Ευτυχώς για την προσωπική μου σχέση με την μουσική, στο χώρο του ακραίου (και μη και πιο ακραίου) metal, τα πράγματα βαίνουν πολύ καλώς, οπότε υπάρχει ακόμη κάποιο νόημα σε όλα αυτά. Δυστυχώς, οι περισσότεροι από εμάς ζούμε υπό ομαλές εν γένει συνθήκες, που δεν μας επιτρέπουν να ακούμε νυχθημερόν το death/crust αριστούργημα Hole Below των Vastum από το γραφικό San Francisco, το οποίο σαν ιδέα προσομοιάζει με το να βγάζεις το ταψί από τον φούρνο χωρίς προστατευτικά γάντια σε καθημερινή βάση. Παρά ταύτα τίποτε δεν εμποδίζει και κανέναν, να περνάει τις ώρες του προσπαθώντας να καταλήξει αν το βαρυσυχνοτικό New Bermuda των Deafheaven ακούγεται καλύτερα στις 33 ή στις 45 στροφές, τη στιγμή που είναι ο καλύτερος metal δίσκος, που δεν ξέρουν οι μεταλλάδες. Σε αυτά τα δύσκολα μνημονιακά χρόνια πάντως, θα επιμείνω και πάλι ελληνικά, καθότι πέρσι και τα λεφτά μου από τις τράπεζες δεν έβγαλα, και τους Dead Congregation είχα ψηφίσει ως δίσκο της χρονιάς, σε κάθε είδος και μήκος του πλανήτη. Συνεπώς με όλη τη θέρμη της ψυχής μου σας καλώ να ακούσετε, να αγοράσετε και να τυπώσετε και σε μπλουζάκι το Untrodden Corridors Of Hades των Varathron, που με έδρα τα Γιάννενα και με ιστορία βαριά σαν όνομα, έκλεισαν φέτος 25 χρόνια πορείας, πείθοντας με να μουρμουρίζω τραγούδια που φέρουν τίτλους όπως Kabalistik Invocation Of Solomon. Τ-Ε-Ρ-Α-Σ-Τ-Ι-Ο-Ι ! Ξεκολλήστε λίγο από τους Rotting Christ επιτέλους….

ΚΟΜΠΙΟΥΤΕΡΣ ΚΑΙ ΑΡΙΘΜΟΙ: Στα 90s ακούγαμε Aphex Twin σχεδόν ψυχαναγκαστικά, και επειδή μια φωνή βαθύτερα μέσα μας, μας ψιθύριζε ότι κάποτε θα το εξαργυρώσουμε σε credibility. Δεν προλάβαμε να το κάνουμε, διότι πριν καν προλάβουμε να χαρούμε το πρώτο revival της brit pop, οι Boards Of Canada έφτασαν να ακούγονται ως background μούζικα σε επιδείξεις μόδας. Με αυτά και με αυτά θέλω να πω ότι και η ψαγμένη ελεκτρόνικα έχει γίνει ο πασατέμπος μας για να περνάει η ώρα, συνεπώς τι νόημα έχει να μιλήσουμε και εδώ για το Elaenia του Floating Points, τη στιγμή που είναι απίθανο να αντιμετωπίζεται με την δομική υπομονή, στη βάση της οποίας φτιάχτηκε. Θα ήταν ίσως περισσότερο χρήσιμο να επισημάνουμε ότι αν όχι το καλύτερο του, τότε σίγουρα το Frozen Niagara Falls είναι το άλμπουμ εκείνο του Prurient, που βρίσκεται πιο κοντά στο μέσο και λογικό άνθρωπο. Παρά ταύτα, έτσι πως το πάμε θα έρθουν και τα Χριστούγεννα του 2016 και κανείς δεν θα έχει πάρει πρέφα ότι κυκλοφόρησε το Wald του Pole, δηλαδή του μοναχικού μάγκα Βερολινέζου Stefan Betke, ο οποίος παρότι (ορθά και) συνειδητά αρνείται να επαναλάβει τη μουνταριστή νταμπoγκοθίλα, με την οποία τον λατρέψαμε προ αιώνων, εν τούτοις παραμένει one of a kind στο να δημιουργεί εκτός των τειχών ηλεκτρονική μουσική, με την οποία δεν ξέρεις ποτέ αν πρέπει να σηκωθείς να χορέψεις ή να κάτσεις να φιλοσοφήσεις (πάντως γκόμενα δεν θα βγάλεις σίγουρα).

THE ACE OF SPADES: Δεν θα πρέπει όμως να υπάρχει έστω και ένας δίσκος, που δεν θα σου κάνει καρδιά να τον παραθέσεις δίπλα σε άλλους, και να τον αντιπαραθέσεις με αδύναμες περιπτώσεις για να αναδείξεις την ανωτερότητα του; Δεν θα πρέπει το rock ‘n’ roll  (στην ευρύτατη έννοια του που ξεκινάει από τη minimal electronica και φτάνει ως το εμετικά βίαιο black metal στην πιο συφιλική του διάσταση) να σε ταρακουνάει έστω και για ελάχιστα δευτερόλεπτα, και να σου αφήνει την εντύπωση ότι συνεχίζει αυτόνομα την πορεία του στο χρόνο, και κάποτε θα καταφέρει να αλλάξει ακόμη και τον κόσμο, παρά τις περί του αντιθέτου αρλούμπες κάποιων γερασμένων εκπροσώπων του; Όχι δεν θα πρέπει, απαντάει ο μέσος αναγνώστης, που έχει σοβαρότερα πράγματα να ασχοληθεί, και τα πάντα τελειώνουν εδώ. Σε έκρηξη δονκιχωτισμού όμως, θέλω ειδικά σήμερα  να πιστέψω ότι για τον καθένα (μας) υπάρχει κάθε χρόνο ένας τέτοιος δίσκος, και οι περισσότεροι έχουν το θράσος να μη μολύνουν την «ανωτερότητα» με κριτήρια αντικειμενικότητας, ιστορικής σπουδαιότητας και ζαητγκαϊστικής σαπίλας. Μιλώντας για την πάρτη μου λοιπόν, είμαι υποχρεωμένος (στην πάρτη μου) να δηλώσω ότι το Pylon των Killing Joke, είναι αυτός ο δίσκος για το 2015 (αλλά ενδεχόμενα και για ολόκληρη την μέχρι τώρα δεκαετία). Αν δεν το έχετε ακούσει, και το κάνετε τώρα, μην περιμένετε να ακούσετε κάτι που δεν το ξέρετε ήδη. Οι Killing Joke είναι οι Killing Joke, που λένε και κάτι γνωστοί μου. Στήνουν τα υπόγεια θεμέλια της πιο άρρωστα υγιούς πλευρά του ροκ εδώ και δεκαετίες, χτυπάνε αργότερα στα σπλάχνα του grunge και στους κροτάφους του industrial, αφήνουν παιάνες πίσω τους και προχωράνε στην επόμενο παράταιρο βήμα. Γνωρίζουν πολύ καλά ότι έχουν το «προνόμιο» να δημιουργούν, να γίνονται θρύλοι, ακόμη και να πλουτίζουν (από τις παράλληλες δραστηριότητες τους ενδεχόμενα) σε ένα κόσμο σε διαρκή παρακμή. Γεννηθήκαμε την ίδια χρονιά, αλλά αυτοί λίγο πριν τα οιονεί 40 τους χρόνια (στην πραγματικότητα μιλάμε για 60άρηδες) παίζουν, ηχογραφούν και ουρλιάζουν τόσο κολασμένα, που με αφήνουν άφωνο ήδη από την πρώτη ακρόαση. Κάνουν αυτό δηλαδή που απαιτεί η κάθε επόμενη εποχή, που αναπόφευκτα φτάνει να σιχαθεί τους κάθε λογής χαζοβιόληδες παλαιονεοψυχεδελάδες και τεημιμπάλες, που την είδανε αλλιώς επειδή πήρανε δυο χαλασμένα χάπια παραπάνω. Οι Killing Joke παραμένουν ένα κατά βάση επικίνδυνο συγκρότημα, και για αυτό για μία ακόμη φορά αγνοούνται, στο βωμό μιας εποχής που δήθεν τους ξεπέρασε, ενώ στην πραγματικότητα δεν μπορεί να τους αντέξει. Τα σέβη μου, και του χρόνου σπίτια μας.

Ο δίσκος που θα ήθελα να ξεχάσω το 2016:

Το ζήτημα δεν ειναι ποιον δίσκο θα πρώτο ξεχάσουμε , μόλις στρίψει η χρονια. Πιθανόν και κάποιον απο τους παραπάνω. Το ζήτημα ειναι ποιον πρέπει να ξεχάσουμε για να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι. Ας σταματήσουμε ολοι το λοιπόν να ακούμε Father John Misty. Το I love you honeybear δεν ειναι απλά απρόοπτο ξεφούσκωμα ενός τέλος πάντων υποσχόμενου τραγουδοποιού , ειναι μια ολοκληρωτικά αδιάφορη βουτιά στον υπόκοσμο των μισθοφόρων χιπστερ, που τίποτε δεν περιμένουν παρά να ακουστούν τα τραγουδάκια τους στην επόμενη νεανική σειρά του Netflix. Δίσκοι που κάνουν τη ζωή μας αδιάφορη , δεν εχουν θέση ανάμεσα μας. 

(O Άρης Καραμπεάζης είναι ο Άρης Καραμπεάζης)


Η Χρυσή Πεντάδα του Παναγιώτη Μπάρλα

Julia Holter – Have You in My Wilderness
Η Julia Holter δεν μας έδωσε ποτέ κάτι μέτριο. Όμως φέτος βρήκε τη χρυσή τομή ανάμεσα στις εύθραυστες ακροβασίες και την καθησυχαστική συγκατάβαση. Το Have You in My Wilderness είναι ένα ποπ κομψοτέχνημα, γεμάτο σπουδαίες ενορχηστρώσεις. Οι εξαιρετικές (και απλές) ιδέες της Julia συμπράττουν σε μία γαλήνια ροή ακρόασης, χωρίς να κραυγάζουν περί πρωτοτυπίας. Δεν το χρειάζονται άλλωστε. Η απόλυτη σαγήνη αυτού του άλμπουμ οφείλεται στην κρυστάλλινη διαύγεια που προκαλεί, καθώς φωτίζει όλο και πιο βαθιές όψεις της Holter (ίσως και των ακροατών της). Αυτός είναι ο δίσκος που άκουσα περισσότερο φέτος και ο δίσκος που απόλαυσα περισσότερο τα τελευταία χρόνια (από το 2011 και το Let England Shake της PJ, για την ακρίβεια). Ένας στίχος από εγχώριο φετινό διαμαντάκι περιγράφει τη δουλειά της Holter (ίσως και όλη την πορεία της): “The more fragile I am, the stronger I feel”.

The Boy – Καλό Παιδί

Σε κάποιο σημείο του αβέβαιου μέλλοντός μας θα θυμόμαστε, πως στα χρόνια της κοινωνικοπολιτικής χολέρας, ο Βούλγαρης μίλησε με τον πιο εύστοχο και άμεσο τρόπο. Δεν είναι η πρώτη φορά που με βυθίζει σε ατέλειωτες ώρες ακρόασης. Όμως το timing και η πηγαία δύναμη αυτής της πύρκαυλης ηχογράφησης, την κάνουν πραγματικά συγκλονιστική. Σε μία περίοδο σπουδαίας εγχώριας παραγωγής (από τους Thee Holy Strangers ως το Larry Gus και από τον Hior Chronik ως τους Victory Collapse) ο The Boy ξεχωρίζει για την υγιή αμεσότητα, την ψυχωμένη ειλικρίνεια και –κυρίως- για τον τρόπο που ξύνει τις πληγές μας. Η πιο εύστοχη περιγραφή αυτού του διαμαντιού ίσως βρίσκεται σ’ αυτό το στίχο του Αλέξη Καλοφωλιά: “Truth and sorrow, back from tomorrow, just a match you can’t beat”.

Low – Ones and Sixes

Αυτοί οι ταπεινοί εργατικοί μεταξοσκώληκες από τη Μινεσότα, για πάνω από δύο δεκαετίες μας προσκαλούν στα σκοτάδια της δημιουργίας τους και καταφέρνουν πάντα να μας τυφλώσουν με τη λάμψη της έμπνευσής τους. Δεν υπάρχει άλμπουμ τους που να μη μου αρέσει και ελάχιστα έλειπαν από το προσωπικό μου τοπ-20 της χρονιάς κυκλοφορίας τους. Φέτος οι Low έχουν κάνει κάποια πιο ραφιναρισμένα ανοίγματα και έχουν και μία ιδιαίτερη συνεργασία με τον Glenn από τους Wilco. Όμως το βασικό χαρακτηριστικό του Ones and Sixes είναι το ίδιο με τα τέσσερα προηγούμενα άλμπουμ τους: Η έννοια της κορύφωσης χάνει την αξία της, λόγω της συνεχούς επανάληψής της. Αυτό το τρίο είναι ίσως η πιο αληθινή από τις ανεξάρτητες αγάπες μας. Και είναι μάστορες στο να δημιουργούν το μουσικό φωταγωγό που διατρέχει όλα τα κλειστοφοβικά διαμερίσματα της υπαρξιακής μας αγωνίας. Αφού κόλλησε με τα δύο πρώτα, θα ψάξω και για αυτό το δίσκο μια περιγραφή από τους στίχους των Holy Strangers: “…life gets so strange sometimes, you have to build a jail to escape yourself”…

Sufjan Stevens – Carrie & Lowell

Αυτή τη φορά ο αγαπημένος Sufjan τελειοποίησε το σημαντικότερο ταλέντο του, να κρατά απίστευτη ισορροπία ανάμεσα στο φως μουσικών συνθέσεων και το έρεβος σπαραξικάρδιων αφηγήσεων. Ο τίτλος είναι τα ονόματα της μητέρας του και του πατριού του. Κεντρικό θέμα η νοσταλγία για τη μητέρα, η αναβίωση των σοβαρών θεμάτων της (σχιζοφρένεια, κατάθλιψη, εθισμοί), και των τραυμάτων του. Σε αυτό το άλμπουμ ο Stevens τιμά (και αποτιμά) τον αγώνα του να συμφιλιωθεί με τους δαίμονές του. Η μνήμη του λειτουργεί εξίσου ως σύμμαχος και ως βάναυσος βασανιστής. Μια περιήγηση πένθους, αναβίωσης, σύγκρουσης, συγχώρεσης και επούλωσης, η οποία εύκολα σε παρασύρει σε συγκινησιακή κατάρρευση. Θυμάμαι ακόμη πώς με τσάκισε ανύποπτα αυτός ο δίσκος πριν μήνες. Περπατούσα στο Παγκράτι ακούγοντας τα φρεσκοκατεβασμένα mp3. Μετά τις δύο πρώτες ακροάσεις, ξέσπασα (στα καλά καθούμενα!) σε λυγμούς στη μέση του δρόμου. Δεν μπορώ παρά να εκτιμώ ένα δίσκο που με έβγαλε νοκ-άουτ τόσο άνετα. Κι άλλος στίχος των Holy Strangers: “Superdamage almost done, lazy bones and lonesome fun, laughing like idiots, brother, at the wisdom of the grave”.

Protomartyr – The Agent Intellect

Το ισοζύγιο μεταξύ post και punk εναλλάσσεται στο ρυθμό ενός μεθυσμένου μετρονόμου. Ίσως αρκεί αυτή η φράση για τον καλύτερο κιθαριστικό δίσκο των τελευταίων χρόνων. Οι εκπληκτικά σκηνοθετημένες εναλλαγές ρυθμών και διαθέσεων. Η υπέροχη αναδιάταξη των κιθαριστικών μοτίβων. Οι αποκαλυπτικές ερμηνείες, που μοιάζουν με διαμαρτυρίες διατυπωμένες στο μικρόκοσμο ενός διαμερίσματος ή/και εναντίον μόνο μίας οθόνης… Όλα αυτά είναι βασικά συστατικά του Agent Intellect, αλλά κανένα δεν αποτελεί το κυρίαρχο εθιστικό στοιχείο. Βλέπετε φέτος οι Protomartyr μας πέτυχαν απόλυτα συντονισμένους στο δικό τους κανάλι: Εκείνο της οργισμένης απελπισίας και της εμμονικής βουβής προετοιμασίας για ανείπωτα και άγνωστα δεινά. Ο δίσκος έρχεται από το Ντητρόιτ. Την περιοχή του πλανήτη που έζησε λίγα χρόνια νωρίτερα, όσα ζει ο ευρωπαϊκός Νότος. Η ανεργία, η απελπισία, ο  θάνατος, το αίσθημα αδικίας, η παθητικότητα, ο θυμός, η αποξένωση, η οριστική διάλυση του κοινωνικού ιστού. Όλα αυτά είναι κυρίαρχα στην ατμόσφαιρα του άλμπουμ και εκφράζονται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Πιστεύω πως οι μελλοντικοί κοινωνιολόγοι θα βρουν εδώ μία πολύ σημαντική καταγραφή της παγκόσμιας κρίσης. Πρόκειται για την εκδοχή της Ιστορίας, όπως θα την έγραφαν οι ηττημένοι. Και η «holy-lyric» περιγραφή: «slept by the water, of the silver lake, I lost my world, I lost my faith, now wake me up».

Υ.Γ.: Όπως καταλάβατε, για μένα, όλη η δισκογραφική χρονιά σημαδεύτηκε από το ομώνυμο ντεμπούτο των Thee Holy Strangers, σε βαθμό που το θεωρώ εκτός συναγωνισμού!

Ο δίσκος που θα ήθελα να ξεχάσω το 2016: 

Τame Impala – Currents

Η ερώτηση «ποιο άλμπουμ θα ξεχάσεις με το νέο έτος» μου θυμίζει όσα έχω ήδη ξεχάσει αβίαστα ή και με προσπάθεια: Το ανεμικό νέο άλμπουμ των Deerhunter. Την υπερφίαλη φλυαρία των Beach House (μα, δύο δίσκοι;;;). Την άτολμη επιστροφή των Mercury Rev. Τις συνήθεις υπερβολές για την (σταθερά καλή) Lana. Τον αποπροσανατολιστικό θόρυβο γύρω από τον Kendrick Lamar (η λύσσα των άσχετων απέτρεψε πολλούς από το να δώσουν ίσες ευκαιρίες ακρόασης σε αυτή τη σπουδαία δουλειά). Όμως, η αλήθεια είναι ότι φλυαρώ για πράγματα που με ικανοποίησαν λιγότερο του αναμενόμενου, ενώ η ερώτηση υπονοεί «ποιο δίσκο θεωρείς εντελώς χάλια». Φλυαρώ γιατί αρνούμαι να απαντήσω. Βλέπετε, το 2015 άκουσα πολλούς χάλια δίσκους που ήταν όμως έντιμοι, καθώς ποτέ δεν πλασαρίστηκαν σαν κάτι παραπάνω. Επειδή, λοιπόν, για μένα το πλέον ενοχλητικό χαρακτηριστικό σε μια κυκλοφορία παραμένει το δυσανάλογο hype, ο δίσκος που έχω ήδη ξεχάσει είναι το Currents των Tame Impala. Όχι ως χάλια, αλλά ως κάτι πολύ υποδεέστερο αυτών που του αποδίδονται. Ουφ! Το έβγαλα κι αυτό από μέσα μου!!

(O Παναγιώτης Μπάρλας είναι ο εγκέφαλος του θρυλικού Fractal Press. Για να μάθετε περισσότερα για τις ραδιοφωνικές του εκπομπές και τα πάντα εκλεκτικά dj sets του, σπεύσατε στο facebook.)


Η Χρυσή Πεντάδα της Kατερίνας Καφετζή (a.k.a. Kafka)

Μου ζητήθηκε να γράψω για 5 απο τους συνολικά 30 αγαπημένους μου δίσκους του ‘15. Στην αρχή σκέφτηκα πως όχι δε θα το κάνω, δεν είναι δίκαιο, δεν είμαστε καλά, σιγά μη ρίξω ζάρια και άλλα τέτοια πολλά. Όπως και πέρυσι έτσι και φέτος δεν υπήρχε σειρά αξιολόγησης στο κεφάλι μου παρά μόνο ένα συγκεκριμένο ξύλινο τελάρο στο πάτωμα που μέσα εκεί τοποθετούσα επι 12 μήνες, οτιδήποτε άκουγα ολόκληρο και μου άρεσε πολύ.  Ήταν αρχές Δεκέμβρη όταν στο «εκεί μέσα» του κουτιού έβγαλα και μέτρησα 16 βινύλια, 5 CD-Rs, 8 CDs του εμπορίου και 1 κόκκινο box set της Deutsche Grammophon. Aνάμεσα σε όλα τα παραπάνω υπήρχαν 6 δώρα. Δώρα που έλαβα με αναπάντεχο τρόπο χωρίς να τα ζητήσω, από 5+1 διαφορετικούς ανθρώπους. Ξέρω, έπρεπε να γράψω για 5 δίσκους. Στην πραγματικότητα έψαχνα αφορμή. Να μιλήσω για αυτούς που μου χάρισαν μουσική μέσα στο 2015. Και δεν ήθελα ν’ αφήσω κανέναν απ’ έξω. Ή μάλλον, σχεδόν κανέναν.

Gilles Peterson Presents Sun Ra And His Arkestra- To Those Of Earth…And Other Worlds (Strut Records)

VA – Music From The Basement (G.0.D Records)

Late Night Tales: Nils Frahm (Late Night Tales)

Marta Argerich – The Complete Recordings On Deutsche Grammophon (Deutsche Grammophon/Universal)

Kamasi Washington – The Epic (Brainfeeder)

The Amorphous Androgynous – A Monstrous Psychedelic Bubble Exploding In Your Mind – The Wizards Of Oz (Monstrous Bubble Recordings, Festival Records)

O δίσκος που θα ξεχάσω το 2016:

Έχω επιλεκτική μνήμη απέναντι σε neo-soul-ballads και τραγουδίστριες που κάνουν ασκήσεις φωνής, δράματος και εκδίκησης. Βαριέμαι τους στίχους με κεντρική ιδέα «σπατάλησα τα νιάτα μου»,
«πες μου, είναι καλύτερη αυτή που σε πήρε από μένα», «Hello, σε πήρα (τηλέφωνο) γιατί αναρωτιέμαι αν μετά από τόσα χρόνια θέλεις να με δεις» ,«i can be a witch a bitch a murderer» και άλλα τέτοια θέματα. Οπότε δε θυμάμαι τίποτα παρά μόνο πως όλα αυτά μου ακούγονται ίδια.

Ολόκληρη η λίστα κυκλοφορεί απο τις αρχές Δεκεμβρίου εδώ.

(Η Kafka είναι διεθύντρια προγράμματος του En Lefko 87,7)


Η Χρυσή Πεντάδα της Μαρίας Μαρκουλή

Sufjan Stevens – Carrie & Lowell 

Ο Sufjan Stevens έχει βρει και εμπιστεύεται πια εκείνη την «μηχανή» που μετατρέπει τη θλίψη,την απώλεια, τη νοσταλγία σε Τέχνη. Ο δρόμος και τα ταξίδια που τον εμπνέουν όλα αυτά τα χρόνια έγιναν οι σύντροφοι που τον οδήγησαν στο καλύτερό του άλμπουμ, εσωτερικής πνοής και αληθινής επικοινωνίας. Μεταφέρει μια μεταφυσική διάσταση, που μπορεί να είναι και η ιδέα μου, όμως συνεχίζω να ακούω με ένταση, περιέργεια και μεγάλη εκτίμηση γι’ αυτόν τον τύπο που δεν σταματάει να κάνει τα δικά του ανεξάρτητα από το τι ΄καιρό’ κάνει εκεί έξω.

Kendrick Lamar – To Pimp a Butterfly 

Είχα ενθουσιαστεί από την πρώτη στιγμή και μεγάλο μέρος του ενθουσιασμού(πολύ μεγάλο) παραμένει. Ανανεωτής, αγωνιστής, συνειδητοποιημένος ονειροπόλος δίνει στο κουρασμένο hip hop ανάσες νέας ζωής. Με αρτιστίκ χαρακτήρα ρίχνει δυναμικά στο παιχνίδι την Αμφισβήτηση την ώρα που βρωμάει ο τόπος από κυρίαρχους ξερόλες του τίποτε. Ξεκάθαρο αμέσως πως κάτι διαφορετικό συμβαίνει εδώ. Σε μια άλλη εποχή και σ’ άλλους ήχους μπορεί να ήταν ο Chuck Berry.

Tame Impala – Currents

Ίσως το πιο διαφορετικό άλμπουμ κάτω από τον μενεξεδένιο ουρανό μιας κάποιας ψυχεδέλειας. Ίσως και κάτι εντελώς άλλο που απασχολεί μόνο τον Kevin Parker όταν πρέπει να περιγράψει το ταξίδι του. Εγώ κόλλησα αμέσως και το διατυμπάνιζα μέσα στις ζέστες του Ιουλίου σαν την φρεσκαδούρα που σκάει από Αυστραλία μεριά και σε εξαγνίζει από τις μουσικές σου αμαρτίες (όλοι έχουμε, μην το ψάχνεις). Μια πρόβεψη: Το Currents δεν είναι τέλειο ή πρωτοπορειακό,ή αστραφτερός θησαυρός ή η χαρά της χαμένης αισιόδοξης μελωδίας, αλλά θα επιστρέφει επειδή κρύβει σημαντικούς μουσικούς κωδικούς τόνωσης του οργανισμού, ανάμεσα στη disco ανεμελιά και την έξω καρδιά soul μέσα από τα φίνα τραγούδια του καλλιτέχνη μάστορά του.

Lana Del Rey – Honeymoon

Κάθε τραγούδι ξεχωριστά και όλο το έργο σαν σύνολο «συνωμοτούν» υπέρ του καλού γούστου και της ουσίας. Ηλιόλουστο και σκοτεινό μαζί, ατμοσφαιρικό στα όρια ακρίβειας David Lynch, βγαλμένο από noir μυθιστόρημα με ανατρεπτικό τέλος. Η Lana έχει κατακτήσει βήμα- βήμα την «εικόνα» της, την έχει ξεπεράσει και βρίσκεται ήδη στην επόμενη σελίδα με ένα Honeymoon που και οι πιο διαννοούμενες φίλες της θα ζήλευαν να ζήσουν. Όσο κι αν οι επιρροές φαντάζουν ανάγλυφες, ο κόσμος που έχει δημιουργήσει της ανήκει και είναι αυθεντικός.

Leon Bridges – Coming Home

Είναι vintage soul, είναι ρετρό, είναι Sam Cooke και σα να κυκλοφόρησε δεκαετίες πριν και μόλις άρπαξες το δισκάκι από το ράφι και φύσηξες τη σκόνη από πάνω του – είναι το καινούργιο βινύλιο στο πικάπ μου και παραδόθηκα άνευ όρων. O Leon Bridges, 26 χρονών και το Coming Home το πρώτο του άλμπουμ. Η αρχή, το ήμισυ του παντός.

Ο δίσκος που θα ήθελα να ξεχάσω το 2016:

Adele – 25
Δε λέω ότι θα’ θελα να το ξεχάσω γιατί είναι κακό άλμπουμ – φυσικά δεν είναι. Θέλω να το ξεχάσω γιατί δεν πρόκειται να γίνει αυτό αφού…μας έχει στοιχειώσει…το είχε κάνει πριν καν κυκλοφορήσει, είναι δίπλα μας όλη την ώρα και τώρα που μιλάμε κάπου παίζει ασταμάτητα. Το «25» της Adele που θα γεράσει και πάλι 25 θα’ ναι, γιατί –ποιος ξέρει;- μπορεί να έχει πουλήσει την ψυχή του στο διάολο και θα χορεύει μόνο του, πλούσιο και τρισευτυχισμένο πάνω στις άλλες μουσικές κυκλοφορίες που θα παλεύουν κάπου, κάπως, κάποτε να ακουστούν. Ή (όπως θα γίνει τελικά) η Adele θα σώσει ξανά τη δισκογραφία και θα –δεν-θα-ξεχαστεί-ποτέ. Ζήσαν λοιπόν αυτοί καλά, κι εμείς …ε,θα δούμε.

(Η Μαρία Μαρκουλή είναι δημοσιογράφος. Check her out: mariamarkouli.com)


Η Χρυσή Πεντάδα του Δημήτρη Μπούρα

Sufjan Stevens – Carrie & Lowell

Βασιμένο στην προβληματική σχέση με την μητέρα του Carrie και τον θάνατό της το 2012, καθώς και στον πατριό και μουσικό μέντορά του, Lowell, το φετινό album του Sufjan Stevens κάνει την λέξη συγκλονιστικη να μοιάζει τόσο λίγη. Βαθιά μελαγχολικός δίσκος ο οποίος ενω σε παρασύρει στην συναισθηματική του δίνη και σε τριβελίζει αδιάκοπα για 43 λεπτά, στο τέλος σου αφήνει ένα αίσθημα λύτρωσης και αγαλλίασης. Mουσικά ο Sufjan μας υπενθυμίζει πόσο μας έχει λείψει ο Elliott Smith. Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα Μεγάλο αριστούργημα.

Julia Holter – Have You In My Wilderness

Το έφερνε γύρω -γύρω εδώ και δύο δίσκους η Julia Holter το να γράψει ένα μικρό αριστούργημα και τελικά τα κατάφερε. Χαλιναγώγησε τελείως τις επιρροές της, κατάφερνοντας να δέσει τους πειραματισμούς της με πιο βατές μουσικές φόρμες και τύλιξε όλο αυτό το γοητευτικό πακέτο με μια σειρά από συναισθηματικά μπερδεμένους στίχους. Πέρα όμως από τις ενορχηστρώσεις των εγχόρδων, τα συγκλονιστικά φωνητικά και τα ψυχρά ηλεκτρονικά πεδία, το ”Have You In My Wilderness” είναι στην καρδιά του ένα βαθιά εσωτερικό ποπ album, έτοιμο για να μας καθηλώσει, πράγμα το οποίο και τελικά καταφέρνει με περισσή άνεση.

Protomartyr – The Agent Intellect

Οι Protomartyr δεν αναζητούν επιδεικτικά το εξεζητημένο, δεν τετραγωνίζουν τον κύκλο και ούτε προσπαθούν να αποδείξουν ότι είναι πιο έξυπνοι από τους ακροατές τους. Παίζουν κιθαριστικό post punk και θυμίζουν 1.000.000 άλλα πράγματα. Έλα όμως που έχουν στην φαρέτρα μια σειρά από καταπληκτικά τραγούδια, με κολλητικότατες μελωδίες, κιθαριστικά ξεσπάσματα για σεμινάριο και τον πιο γοητευτικά αρούκατο performer που υπάρχει εκεί έξω να φτύνει μια σειρά πό στίχους βασισμένους στην ανθρώπινη θνητότητα. Το Detroit ξαναέγινε cool.

Courtney Barnett – Sometimes I Sit And Think And Sometimes I Just Sit

Με τα δύο πρώτα της Ep’s είχε τραβήξει πάνω της όλα τα βλέμματα και είχε επωμιστεί το υπερβολικό βάρος της μεγαλύτερης ελπίδας για το indie rock. Το πρώτο της ολοκληρωμένο album δεν επιβεβαιώνει απλά τις προσδοκίες, αλλά τοποθετεί την Courtney Barnett και το ”Sometimes…” δίπλα σε δίσκους ορόσημα όπως το ”Dry” της PJ Harvey και το ”Exile In Guyville” της Liz Phair. Με διαφορά οι πιο έξυπνοι και cool στίχοι της φετινής χρονιάς. Το γεγονός επίσης ότι τιμά την μουσική παράδοση της χώρας της ( Αυστραλία) διασκευάζοντας από Died Pretty μέχρι Boys Next Door την κάνει ακόμα πιο αξιολάτρευτη.

Floating Points – Elaenia

Ο καλύτερος ηλεκτρονικός δίσκος της χρονιάς δεν χορεύεται, ακούγεται. Ηχογραφημένο με αναλογικά συνθεσάιζερς συνδυάζει με απίθανο τρόπο τα ηλεκτρονικά στοιχεία που βρίσκονται στις παρυφές του dancefloor με πιο περίτεχνες jazz τεχνοτροπίες. Είναι ότι πιο κοντά έχει βγει εδώ και χρόνια στην δεύτερη και πιο ενδιαφέρουσα περίοδο των Talk Τalk. Aυτό αποτελεί από μόνο του ένα τεράστιο κοπλιμέντο για τον Sam Sepherd, τον τύπο δηλαδή που κρύβεται πίσω από το όνομα Floating Points.

O δίσκος που θα ήθελα να ξεχάσω το 2016:

Grimes – Art Angels
That joke isn’t funny anymore.

(O Δημήτρης Μπούρας είναι our man in Inner Ear Records)


Η Χρυσή Πεντάδα του Μάνου Μπούρα

Julia Holter – Have You In My Wilderness

Can I feel you? Are you mythological? Η πρώτη μου σκέψη ακούγοντας το δίσκο της Julia Holter (για να παραφράσω τον πρώτο στίχο του δίσκου) ήταν ότι δύσκολα θα υπάρξει άλλος δίσκος μέσα στη χρονιά που διανύουμε που θα τον ξεπεράσει σε αρτιότητα, σε αισθητική πληρότητα και σε γκάμα συναισθημάτων. Την ίδια ακριβώς εντύπωση είχαν κι άλλοι όπως εγώ, και να’ τον σήμερα να φιγουράρει στις περισσότερες λίστες με τα καλύτερα άλμπουμ του 2015. Ακόμη κι έτσι, μην αφήσετε όλα αυτά να σας παρασύρουν ή να διαμορφώσουν κάποια γνώμη σας για το συγκεκριμένο άλμπουμ. Απλά ακούστε: το Feel You που ανοίγει το δίσκο είναι μια μικρή ελεγεία. Ένας αλλόκοτος ρυθμός, μια εκφορά λόγου παιχνιδιάρικη που ίσως όμοιά της δεν έχετε ξανακούσει – λίγο για τη διαφορετικότητα, λίγο για την αλητεία – έγχορδα που στέλνουν τη μελωδία σε άλλο πλανήτη. Μετά έχεις το Sea Calls Me Home που σε στέλνει στο δικό της βυθό, εκεί που δεν έχεις ανάγκη από οξυγόνο αλλά επιβιώνεις με τη δική της ζωοποιό αναπνοή: ένα τραγούδι που έρχεται από τα σπλάχνα της και καρφώνεται κατ’ ευθείαν στα δικά σου μ’ ένα σαξόφωνο – φονιά. Το HaveYou In My Wilderness είναι ένα κουκούλι που σε αγκαλιάζει και σε κρατάει ζεστό όταν γύρω σου όλα καταρρέουν. Είναι υπέροχα να βρίσκεσαι εδώ, και στην τελική, είναι από τις περιπτώσεις που μπορείς να πεις με ασφάλεια ότι τόσοι πολλοί άνθρωποι δε μπορεί να κάνουν λάθος που το λατρεύουν…

Natalie Prass – Natalie Prass

Our love is a long goodbye. Άλλο ένα κορίτσι που αγάπησα μέσα στη χρονιά που ξεψυχά. Όλα εδώ μέσα μαρτυρούν ένα θηλυκό που έχει καρδιά που την κόβεις με πλαστικό μαχαίρι – άπειρες οι ιστορίες εγκατάλειψης στα τραγούδια της – αλλά με τόσο ισχυρό όραμα σχετικά με το πώς απαιτεί να ακούγονται τα κομμάτια της, που τελικά φτάνεις να την υποδέχεσαι με ανοιχτή αγκαλιά, παρά το γεγονός ότι έχεις ακούσει άλλες εκατό σαν κι αυτή (και μιλάμε για τη φετινή χρονιά μόνο…). Εξαιρετικές ενορχηστρώσεις – φτάνουν στ’ αυτιά μας υπό την επιμέλεια του εξίσου σπουδαίου Matthew E. White – καταπληκτική μπάντα πίσω της, και μια φωνή που όσα της υπολείπονται σε σθένος και τεχνική, τα αναπληρώνει σε συναίσθημα και αγνότητα προθέσεων. Το βλέμμα της είναι καθαρό και το λαρύγγι της στάζει μέλι, φλερτάρει ανοιχτά με τη soul και τα πνευστά την παίρνουν από το χέρι και την οδηγούν εκεί, σε ουρανούς που δεν έχουν ποτέ σύννεφα, ακόμη κι όταν οι καρδιές σπάνε, κάποτε ανεπανόρθωτα.

Duncan – The Architect

I believe in miracles. Εντάξει, ευτυχώς που υπάρχουν και τέτοιου είδους εκπλήξεις και δεν παρατάμε ποτέ την αναζήτηση καινούργιας μουσικής που να μπορεί να μας ταρακουνήσει, εσωτερικά κυρίως μα και εξωτερικά. Ο Christopher Duncan βέβαια δε θα μπορούσε να καταχωριστεί ακριβώς στις καινούργιες μουσικές, από την άποψη ότι τα τραγούδια του δεν καινοτομούν και δεν δίνουν κάτι νέο, όπως είθισται να υπαγορεύει μια μόνιμη γκρίνια που μου έρχεται από το βάθος. Από την άλλη όμως, γράφει μελωδίες που έχουν τα φόντα να μείνουν κλασικές, να ακούγονται άπιαστες εις των αιώνα των αιώνων, να αφήνουν τα μάγια τους από όπου περνούν οι νότες τους, σήμερα όσο και πάντα. Βάζεις να ακούσεις το ντεμπούτο του The Architect και απλά δεν μπορείς να το σταματήσεις πριν το τέλος του, η διαδοχή των κομματιών του είναι αψεγάδιαστη και οι αρμονίες των φωνητικών μια ατέρμονη λυτρωτική διαδικασία. Με κλασικές μουσικές σπουδές, ο νεαρός Σκωτσέζος είμαι σίγουρος ότι έκανε πολλούς συναδέλφους του να ξύνουν με προβληματισμό το κεφάλι τους: πώς το έκανε ο μπαγάσας; Εμείς δεν έχουμε τέτοιου είδους προβλήματα. Ο δίσκος μόλις τελείωσε και πατάμε ξανά το play.  

Nadine Shah – Fast Food

From Damned Nick Cave to Kerouac. H Nadine Shah είναι ψυχρή. Η Nadine Shah είναι πάγος στο σχήμα γυναίκας. Δεν πλησιάζεις τη Nadine Shah γιατί ξέρεις ότι μόνο να σε πληγώσει μπορεί. Η Nadine Shah καταπίνει τα blues για πρωινό, πίνει τα blues γουλιά γουλιά κάθε βράδυ που βγαίνει έξω, είναι τα blues που νοιώθουμε όλοι μας από τη στιγμή που ανοίγουμε τα μάτια μας κάθε πρωί μέχρι όταν τα κλείνουμε το βράδυ για να ονειρευτούμε τα blues. Η Nadine Shah δεν είναι γρήγορη τροφή – πώς της ήρθε να ονομάσει έτσι το δίσκο της; Το έκανε μάλλον επειδή κάτι παραπάνω ξέρει από εμάς. Σε κάθε περίπτωση, θα πήγαινες να τη ρωτούσες το γιατί αν την έβλεπες σε ένα μπαρ να πίνει δίπλα σου; «Γιατί Fast Food αυτή η καταπληκτική συλλογή αναμνήσεων σε ηχητική μορφή; Κάτι που είναι προφανές ότι έχεις συναρμολογήσει με πόνο ψυχής και έχεις ματώσει να γράψεις και να ερμηνεύσεις; Τι σε κάνει να απαξιώσεις και να αποτιμήσεις φτηνά ενώ θα μπορούσες να του δώσεις ένα όνομα που να περιγράφει το περιεχόμενο στις αληθινές του διαστάσεις; Δεν του πήγαινε λες το Gourmet; Έχεις δίκιο, τι λέω, ποιον κοροϊδεύουμε εδώ; Ποιο αριστούργημα θα αποτυπωνόταν στις καρδιές μας με τέτοιο όνομα; Πότε εγκαταλείψαμε τα αγαπημένα υπόγεια για να καθίσουμε πλάι σε κουστουμάτους που δεν έχουν ίχνος ψυχής στα στήθια τους, ενώ σε εμάς ξεχειλίζει από κάθε πόρο της ύπαρξής μας; Πώς το έκανες Nadine να γράψεις έναν τόσο ψυχρό και ταυτόχρονα τόσο ζεστό δίσκο; Γιατί μιλάω τόση ώρα μόνος μου;»

Anna Von Hausswolff – The Miraculous

But my love is strong. Κρατήστε με από το χέρι και μην καπνίζετε, προσπαθήστε να κρατήσετε την ψυχραιμία σας κι όλα θα πάνε καλά. Εισερχόμαστε σ’ έναν σκοτεινό κόσμο και τα πράγματα δεν πρόκειται να κυλήσουν σαν τις ημέρες σας του κρασιού και των τριαντάφυλλων. Ο διάκοσμος είναι γοτθικής αισθητικής, με τη δική του γοητεία και εκφραστικές τοποθετήσεις ελαφρώς ξένες στους πολλούς, κι όσο κι αν αποζημιώνει το τελικό αποτέλεσμα, αντιλαμβάνομαι ότι μπορεί να κάνει αρκετούς να αισθανθούν ολίγον τι άβολα. Όμως, προσέξτε: δείτε το σαν τη βόλτα στις πιο μύχιες σκέψεις σας που πάντοτε φοβόσαστε να κάνετε, σαν ένα στοίχημα που έχετε βάλει με τον εαυτό σας κι όλο αναβάλετε να παίξετε. Εκεί στη Σουηδία δεν έχουν τέτοιου είδους διλλήματα: ο ανοιχτός διάλογος με τα εσώψυχά τους είναι διαρκώς εεε…ανοιχτός, οι άνθρωποι δείχνουν να κρέμονται διαρκώς στο χείλος του συναισθηματικού γκρεμού, κι ως εκ τούτου, όταν μας έρχονται από εκείνα τα μέρη δίσκοι όπως το The Miraculous, μόνο εντύπωση δε μας κάνει. Ούτε και μας παραξενεύει το γεγονός ότι προέρχεται από μια πιτσιρίκα που δεν έχει κλείσει ακόμη τα τριάντα, ενώ ετούτο είναι το τρίτο της κιόλας πόνημα. Έτσι κυλούν τα πράγματα στον παγωμένο Βορρά, μπορεί κάποιος να πει ότι δεν μας αφορούν και πολύ εδώ στο ζεστό Νότο, και το μόνο που έχω να πω επ’ αυτού είναι ότι πολύ απλά, με τέτοιο σκεπτικό το μόνο που καταφέρνουν είναι να χάσουν μία από τις συναρπαστικές κυκλοφορίες της χρονιάς, ένα σκοτεινό διαμάντι με θαμπή αλλά έντονη με το δικό της τρόπο λάμψη.

O δίσκος θα ήθελα να ξεχάσω το 2016: 

Grimes – Art Angels
Δεν ξέρω αν αυτός ο δίσκος θα ξεχαστεί σύντομα (ποιος μπορεί εξάλλου; Ποιος δίνει μια δεκάρα επίσης;). Αυτό που σίγουρα ξέρω είναι ότι πρόκειται για τη φετινή κυκλοφορία από την οποία εισέπραξα τη μεγαλύτερη απογοήτευση. Μου άρεσε η Grimes, το προηγούμενό της Visions ήταν σε μεγάλο βαθμό ό,τι δηλώνει το όνομά του, ένα άλμπουμ που φανέρωνε ξεκάθαρα ότι η δημιουργός του είχε όραμα και γνώριζε τον τρόπο να αλλάξει το βαρετό σκηνικό της εμπορικής ποπ μουσικής. Είχε ταλέντο να καταθέτει με κομψότητα τη διαφορετικότητά της στη μουσική που έγραφε και εκτελούσε, και έδειχνε ότι το μέλλον της ανήκει. Πράγμα που ίσως εξακολουθεί να ισχύει, τίποτε δεν αποκλείει αυτός ο δίσκος να της ανοίξει διάπλατα πόρτες που μέχρι σήμερα φαίνονταν αδιάβατες, όμως εκεί που διαφωνώ προσωπικά είναι στη μέθοδο που έχει επιλέξει να το κάνει. Με άλλα λόγια, το Art Angels (με το φρικτό εξώφυλλο που δίνει ένα πρώτο hint για το τι πρόκειται να ακούσεις εντός) είναι ξεδιάντροπα εμπορικό, κι όσο δε με ενοχλεί αυτή καθαυτή η επιλογή της, το κάνουν τα τραγούδια της και η ενορχήστρωσή τους. Οι θιασώτες της electropop θα ισχυριστούν ότι ακούμε μια σπάνιας ευφυίας άσκηση στο εν λόγω ύφος, εγώ πάλι λέω ότι ακούω μια ακόμη βερσιόν της Miley Cyrus με ανάλογου επιπέδου μάλιστα εκκεντρικότητα. Ειλικρινά άκουσα το  δίσκο μια μόνο φορά, και έφτασα οδυνηρά μέχρι το τέλος του (η οδύνη γίνεται διπλή όταν στο οπισθόφυλλο βρίσκεται το σήμα της αγαπημένης ετικέτας 4AD). Πιθανώς να τον αδικώ με μία μοναδική επίσκεψη αλλά επιτρέψτε μου να απέχω. Μακάρι να επιτύχει όσα επιθυμεί η Grimes, εγώ πάντως θα βρίσκομαι κάπου αλλού…

(O Μάνος Μπούρας είναι μουσικοκριτικός)


Η Χρυσή Πεντάδα της Χίλντας Παπαδημητρίου

Διάλεξα πέντε δίσκους καλλιτεχνών που είτε είναι πρωτοεμφανιζόμενοι, είτε εγώ τους άκουσα για πρώτη φορά τη χρονιά που φτάνει στο τέλος της. Τις Τζούλιες και τις Νάταλι τις ξέρετε ούτως ή άλλως, δεν χρειάζεστε τη δική μου βοήθεια. Δεν είμαι σίγουρη ότι οι προτεινόμενοι καλλιτέχνες θα γράψουν άλλα σπουδαία άλμπουμ – ίσως να μην έχουν καν μέλλον. Οι δίσκοι τους είναι απολαυστικοί, αυτό φτάνει προς το παρόν. Enjoy!

Ryley WalkerPrimrose Green

Η αναβίωση όλων των τάσεων της folk είναι γεγονός, αλλά οι σημερινοί folkies – o Ryley, καληώρα – έχουν τσαγανό. Και παρότι στον ήχο του απαντώνται άριστα αφομοιωμένα στοιχεία της αιθέριας βρετανικής folk με τις jazzy ενορχηστρώσεις της αμερικανικής σχολής (ή πώς ο Nick Drake συνάντησε τον Tim Buckley), ο Walker δηλώνει ότι φιλοδοξία του είναι να ερμηνεύει τα τραγούδια του με τον τρόπο που έπαιζε σαξόφωνο ο John Coltrane. Το Primrose Green είναι ο δεύτερος δίσκος του 25χρονου τραγουδοποιού από το Ιλινόι και δείχνει να συνεχίζει από κει που σταμάτησε πριν χρόνια ο Van Morrison, αφού στο φόντο του διακρίνουμε τη ραχοκοκαλιά του Astral Weeks.

Thayer SarranoShaky

Από την Αθήνα της Γεωργίας, μουσικός και εικαστική καλλιτέχνης, δένει δεξιοτεχνικά τους εσωστρεφείς, λυρικούς στίχους που γράφει επηρεασμένη από τον Ρίλκε, πάνω στις shoegaze κιθάρες και τις ambient ενορχηστρώσεις της. Η αιθέρια φωνή της θυμίζει την Hope Sandoval και η dark ατμόσφαιρα του Shaky (που είναι το τρίτο άλμπουμ της) παραπέμπει στον παλιότερο Tom Waits, όπως για παράδειγμα το Shaky που έδωσε στο άλμπουμ τον τίτλο του.

Leon BridgesComing Home

Soul μελωδίες, βουτηγμένες στο gospel και το αυθεντικό r’n’b. Ο 26χρονος Leon από το Φορτ Γουόρθ του Τέξας έχει μελετήσει την ερμηνεία του Sam Cooke (και του Otis Redding), και την αναπαράγει με σεβασμό σ’ αυτό τον αναλογικά ηχογραφημένο δίσκο. – You got soul? – Yep! -Amen, bro!

Lilly HiattRoyal Blue

Κόρη του θρυλικού κιθαρίστα των blues John Hiatt, με κλίση στις roots μουσικές. Αυτό είναι το δεύτερο άλμπουμ της, στο οποίο αναμειγνύει surf, jangle folk, grunge και βρετανικής κοπής κιθαρούλες. Το στίγμα της βρίσκεται στο στίχο: “What would a good woman do? She’d move on and write a song or two”.

Rhiannon GiddensTomorrow is my turn

Η τραγουδίστρια και βιολονίστρια των Carolina Chocolate Drops έβγαλε φέτος τον πρώτο προσωπικό δίσκο της, από τον οποίο έγινε γνωστή η διασκευή του Black is the color. Όλος ο δίσκος αποπνέει το good feelin’ που έχουμε συνδέσει με τον παραγωγό της, T-Bone Burnett, ο οποίος, να υποθέσω, επέλεξε τις διασκευές του δίσκου. Μια χούφτα τραγούδια γραμμένα ή ερμηνευμένα από σπουδαίες αμερικανίδες μουσικούς (Sister Rosetta Tharpe, Nina Simone, Geeshie Wiley, Elizabeth Cotten), τα οποία η Rhiannon ερμηνεύει με κρυστάλλινη φωνή και την αυτοπεποίθηση που της έχει χαρίσει η μελέτη όλου του φάσματος της αμερικάνικης μουσικής.

Ο δίσκος που θα ήθελα να ξεχάσω το 2016:

Alabama Shakes – Sound & Color

Ίσως επειδή είχα μεγάλες προσδοκίες, ίσως επειδή βαρέθηκα την αναπαραγωγή των φωνητικών της Janis Joplin, του Al Green και της Sharon Jones. Το copy/paste του προηγούμενου δίσκου πέρασε και δεν άφησε τα σημάδια του στο μουσικό τοπίο της χρονιάς. Δεν τους έχω διαγράψει τελείως, απόδειξη του πόσο μου άρεσε ο πρώτος δίσκος τους (Boys & Girls). Περιμένω τον «τρίτο και καθοριστικό».

(H Χίλντα Παπαδημητρίου είναι συγγραφέας)


Η Χρυσή Πεντάδα του Χάρη Συμβουλίδη

SUNN O))) – Kannon (Southern Lord)

Το soundtrack του σημερινού ζόφου –αυτού του κουβαριού από χρεωκοπημένες οικονομίες, τρελαμένους Ισλαμιστές, λαϊκά φαινόμενα τύπου Μαρίν Λε Πεν στην καρδιά της «διαφωτισμένης» Ευρώπης– δεν θα βρεθεί στην ποπ κουλτούρα των ημερών μας· για λόγους οι οποίοι δεν χωρούν εδώ. Ίσως όμως δίσκους σαν το Cannon να ψάχνουν οι μουσικόφιλοι πιτσιρικάδες μιας άλλης δεκαετίας, όταν θα προσπαθούν να ανασχηματίσουν τα δικά μας ’10s. Γεννημένους δηλαδή σε ένα αδυσώπητο σκότος, που θα τρόμαζε κάθε neo-goth ντίβα τύπου Zola Jesus με την εσκεμμένη απουσία ρυθμών και μελωδιών, ενίοτε και με τη βαρβαρότητα εκείνη που αναβλύζει μόλις τα «κακόηχα» μενίρ των Greg Anderson & Stephen O’Malley συναντήσουν τα φωνητικά του Attila Csihar. Το αν βαφτιστεί μετά «drone metal» αυτή η μουσική γιατί έτυχε ν’ αρέσει και στους μεταλλάδες ή παραμείνει «experimental rock» για όσους θέλουν ν’ αυτοτοποθετούνται στη rock ‘n’ roll πλευρά των πραγμάτων, μικρή σημασία έχει. Ποσότητα ελπίδας στο τέλος της ακρόασης: καμιά.

Kendrick Lamar – To Pimp A Butterfly (Top Dawg)

Τι άλλο να γράψεις για τον Kendrick Lamar, τώρα που μάθαμε ότι δικό του είναι λέει το αγαπημένο τραγούδι του Προέδρου Ομπάμα για το 2015; Αλλά ο Καλιφορνέζος ράπερ κέρδισε νομίζω ακόμα και το hype που νωρίς δημιουργήθηκε γύρω από το 3ο του αυτό άλμπουμ, κυρίως χάρη στο βάρος μιας αριστουργηματικής στιχουργίας, την εμβέλεια της οποίας μπορεί ως έναν βαθμό να συναισθανθεί ακόμα κι ο μη μαύρος, ο μη Αμερικανός. Μπαίνει από μόνο του ένα τέτοιο φράγμα, πάντως, κι ας μη μας επιτρέπει η politically correct κουλτούρα μας να το πούμε νέτα-σκέτα. Γιατί στο To Pimp A Butterfly «μιλάνε» εκείνες οι Ηνωμένες Πολιτείες που, εν καιρώ ενός μαύρου Προέδρου, βρίσκονται στην άλλη πλευρά της προστατευόμενης από το σύστημα, λευκής αστυνομικής κάννης. Πολύ βαθιά λοιπόν τα νερά για μας στην άλλη πλευρά (τέρμα) του Ατλαντικού, ώστε να ισχυριστούμε ότι «το ζήσαμε». Μπορούμε όμως τουλάχιστον να του βγάλουμε το καπέλο και να απολαύσουμε κάποιους τρομερούς ρυθμούς.

Sufjan Stevens – Carrie & Lowell (Asthmatic Kitty)

Δίσκος τον οποίο πολλοί είπαν πως αγάπησαν, μα λίγοι τόλμησαν να ξανακούσουν στην ολότητά του: ο θάνατος είναι βλέπετε σκληρό και κρύο πράγμα, το μόνο που δεν διορθώνεται με τον χρόνο, με τη ζωή. Για μένα λ.χ., που καλούμαι να γράψω αυτές τις γραμμές σέρνοντας τις δικές μου μνήμες από μια μητέρα που έφυγε εξίσου βασανισμένη με την Carrie, η σκιά του άλμπουμ πέφτει ιδιαιτέρως βαριά, διεισδύοντας σε περιοχές υπερβολικά προσωπικές. Έτσι προσωπική είναι όμως και η σχέση που χτίζεις με την απέριττη λιτότητα των μελωδιών του Stevens, με τους ευθύβολους στίχους του και με τις πιο μεστές ίσως ερμηνείες του μέχρι σήμερα. Πέραν των υποκειμενικών προεκτάσεων, εδώ έχουμε έναν δίσκο που αντανακλά τα μεγαλεία μιας αμερικάνικης singer/songwriter παράδοσης, μα δεν την αναμασά, όπως τόσοι και τόσοι νοσταλγοί. Όταν οι σημερινοί 20άρηδες θα φτάσουν σε εκείνη την καμπή της ζωής που θα αποζητήσουν το δικό τους μοιρολόι, το “Fourth Of July” θα βρίσκεται πάντα εκεί.

The Apartments – No Song, No Spell, No Madrigal (Microcultures)

Θα ήμουν πολύ ευχαριστημένος με ένα τίμιο, βετεράνικο άλμπουμ εκ μέρους Peter Milton Walsh. Εκείνος όμως είχε άλλα σχέδια και βάλθηκε να μας ξαναθυμίσει τα πολύ ουσιώδη, το πώς δηλαδή μπορείς να συγκινήσεις απλά με μια κιθάρα και με μια εκφραστική φωνή –κι ας έστησε στο πλάι του και μια μικρή ορχήστρα, φέρνοντας τη γραφή του εγγύτερα σε καλλιτέχνες σαν τον Owen Pallett ή τον Bill Fay. Δίσκος κι αυτός σφυρηλατημένος σε άγρια βάθη και σε απόκρημνες διαδρομές ζωής, συγγενής στιχουργικά με το περσινό Sun Kill Moon ή με τον φετινό Sufjan Stevens. Μια αρμαθιά τραγουδιών για όλες εκείνες τις πληγές που πάγωσαν κάπου, κάποτε στον χρόνο, μα μπορούν να ξαναζήσουν στο διαμέρισμα μιας πολύβουης πόλης, το μοναχικό απόγευμα κάποιας λυπημένης Κυριακής.

Eυθύμης – Εκδοχή Έψιλον (Chicken Run)

Το (ελληνικό) χιπ χοπ δεν σταματά και δεν πρόκειται βασικά να σταματήσει όσο οι πρωτεργάτες του θα βγάζουν τέτοιες δουλειές. Δεν είναι βέβαια «cool» να σου αρέσει ο Ευθύμης, πώς να το κάνουμε όμως; Διψήφιους MCs αν μαζέψεις εναντίον του, θα τους νικήσει και σε πλούτο λεξιλογίου και σε ανάσες και σε flow. Αυτά όμως τα ξέραμε ήδη· τη διαφορά στο Εκδοχή Έψιλον την κάνει η μουσική εξέλιξη που έχει σημειωθεί και ο εύστοχος τρόπος με τον οποίον τα φυσικά όργανα πλαισιώνουν τις ρίμες από ατσάλι του Ευθύμη.

O δίσκος που θα ήθελα να ξεχάσω το 2016: 

Nils Frahm – Solo
Δυστυχώς ο κλήρος πέφτει στο -solo- του αγαπημένου μου κατά τα λοιπά Nils Frahm. Με το οποίο έσπευσα να ενθουσιαστώ μόλις βγήκε στην Erased Tapes, μα τελικά δεν μπόρεσα ν’ αποκτήσω σχέση. Ερμητικά κλεισμένο στον εαυτό του και αδιάφορο σχεδόν για την οποιαδήποτε επικοινωνία με τον ακροατή του Γερμανού δημιουργού, είναι ένα άλμπουμ αναντίρρητα καλοστημένο, μα αφημένο να βράζει στο καζάνι των εμμονών του. 

(Ο Χάρης Συμβουλίδης είναι ο αρχισυντάκτης του Sonik και του avopolis.gr)


POP TODAY
popaganda
© ΦΩΤΑΓΩΓΟΣ ΕΠΕ 2024 / All rights reserved
Διαβάζοντας την POPAGANDA αποδέχεστε την χρήση cookies.