Πώς αλλιώς, άραγε, θα μπορούσε να διαχωρίσει κανείς το προσωπικό βίωμα από το μεγάλο κάδρο της ιστορίας, αναρωτιέμαι, αν όχι σπάζοντας τη γραμμική αφήγηση και ακολουθώντας υπάκουα τις βουλές της μνήμης; Ενίοτε, οι τεχνικές αφήγησης υπηρετούν πρωτίστως προσωπικές ανάγκες του συγγραφέα και ακολούθως λογοτεχνικές, γεγονός που οι θεωρητικοί συχνά αμελούν να λάβουν υπόψη τους στις μελέτες και τις αναλύσεις τους. Αυτός είναι ο τρόπος του Σεμπρούν να θυμάται.
Και η ανάγκη να θυμάται κανείς εντείνεται καθώς τα χρόνια περνούν· το 2005, ογδόντα δύο χρονών πια, ο Σεμπρούν αναζητά, επαναλαμβάνοντας νοητά ασκήσεις επιβίωσης, να βρει όσα ο χρόνος ανάγκασε να ξεθωριάσουν, να τα περάσει ξανά με μελάνι, αφού πρώτα -αναπόφευκτα- τα κρίνει ξανά. Ένα ταμείο που έμελλε να είναι το τελευταίο, ανολοκλήρωτο, έργο του, μια ματιά όσο το δυνατόν πιο αποστασιοποιημένη, βοηθούμενη από το πέρας του καιρού και την ηρεμία που εκείνο φέρνει, μια απόπειρα ώστε το βίωμα να υπερβεί το προσωπικό.
Στο Ωξέρ, στη βίλα με τον κήπο όπου μοσχοβολούσαν τα φθινοπωρινά τριαντάφυλλα, η κάθε ώρα σιωπής που κέρδιζα από τους μπράβους του δρος Χάας, του τοπικού διοικητή της Γκεστάπο, ενίσχυε τη βεβαιότητά μου πως, ακριβώς, ο κόσμος μού ήταν πολύ οικείος.
Ο οποίος κόσμος μού ανήκε. Ή, πιο σωστά: εγώ ανήκα σε εκείνον.
Καθεμία από εκείνες τις κερδισμένες ώρες σιωπής, όπως μπορούσα εύκολα να διαπιστώσω, ερέθιζε και σάστιζε τους γκεσταπίτες. Η κάθε κερδισμένη ώρα μ’ έκανε πιο πλούσιο και στερούσε από εκείνους τα αγαθά αυτού του κόσμου -τους έκανε ακόμα φτωχότερους, τους ήδη φουκαράδες!
Μια λεπτή, εύθραυστη μεμβράνη διαχωρίζει τον πωλητή παρελθόντος από τον αφηγητή· η εγγύτητα της ειλικρίνειας και της περιαυτολογίας συσκοτίζει τις προθέσεις και επιτρέπει στους καιροσκόπους την είσοδο, όμως το κάθε τι, στο τέλος, υποχωρεί από το ίδιο του το βάρος· νόμος της φύσης δίχως εξαιρέσεις. Και είναι ακριβώς εκείνοι οι σφετεριστές που καταλαμβάνουν αρχικώς τη σκηνή, αναγκάζοντας τους υπολοίπους να μείνουν, ιδία πρωτοβουλία, μακριά από τα φώτα, τουλάχιστον μέχρι να καταλαγιάσει η σκόνη, ή ίσως και για πάντα. Μεσολάβησαν δεκαοχτώ χρόνια ανάμεσα στην αποφυλάκιση του Σεμπρούν από το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μπούχενβαλντ και τη γέννηση του Μεγάλου ταξιδιού. Παρότι, μαζί με τον Πρίμο Λέβι και τον Ζαν Αμερύ, επιφανής εκπρόσωπος της «στρατοπεδικής λογοτεχνίας», όρος ο οποίος επικράτησε κατά τις τελευταίες δεκαετίες, για να δημιουργήσει μια ακόμα λογοτεχνική υποκατηγορία, στην οποία ανήκουν οι μαρτυρίες επιζώντων από στρατόπεδα συγκέντρωσης καθώς και λογοτεχνικά έργα που περιστρέφονται γύρω από αυτήν τη θεματική, η λογοτεχνία του Σεμπρούν στέκεται -και- πέρα από το εβραϊκό ζήτημα. Πρώτο καταφύγιο, μετά την αποφυλάκιση, η σιωπή, η αλλαγή ταυτότητας, η απόπειρα να περάσει απαρατήρητος τις γραμμές του ομοεθνούς εχθρού, στη φρανκική Μαδρίτη ως μέλος του ΚΚΙ, μια νέα φυλακή, μια ιδιότυπη αυτοομηρία, που όμως ανάβλυζε ελευθερία και πίστη σε έναν σκοπό, μια διαρκής απόπειρα επιβίωσης. Ο εξοστρακισμός από το κόμμα και η ανάκτηση της ταυτότητας, η επιστροφή στη Γαλλία. Ο θάνατος του δικτάτορα και η επαναφορά της δημοκρατίας. Η υπουργοποίηση στην κυβέρνηση του Φελίπε Γκονθάλεθ και η ρήξη. Η συγγραφή και η μνήμη.
Είχα διατηρήσει αυτή τη συνήθεια της παρανομίας: να προσέχω τα πάντα γύρω μου· να παρατηρώ διαρκώς όσους βρίσκονταν κοντά μου, τις κινήσεις τους, το παρουσιαστικό τους. Τόσα χρόνια μετά, ακόμη και μέσα σε μια πρεσβεία, ακόμη και με την προστασία ενός σωματοφύλακα, ακόμη και πολύ μετά τον θάνατο του Φράνκο -τα έφιππα αγάλματα του οποίου συνέχιζαν, ωστόσο, να φιγουράρουν εδώ κι εκεί!-, διατηρούσα αυτή τη συνήθεια, ένα είδος εξαρτημένου αντανακλαστικού, μολονότι οι συνθήκες που το δημιούργησαν είχαν πάψει να υπάρχουν.
Είναι αυτός ο έντονος υποκειμενισμός του βιώματος στη γραφή του Σεμπρούν, που προσδίδει από τη μία το απαραίτητο νεύρο, ώστε να υπερβεί την ιστορική καταγραφή, και από την άλλη την αυθεντικότητα εκείνη που εξαιτίας της καχυποψίας απουσιάζει από την δημοσιογραφική έρευνα. Και έτσι, δεν πρόκειται για ένα ημερολόγιο, με τη συμβατική τουλάχιστον έννοια, που δεν αφορά κανέναν άλλον πέραν του συντάκτη και των εμπλεκόμενων σε αυτό προσώπων, αλλά για αυτό που ο τίτλος εύστοχα και ειλικρινά δηλώνει: μια άσκηση, μια διαρκής άσκηση επιβίωσης. Επιβίωση απέναντι σε ένα πλήθος εχθρών, που διαρκώς μεταμορφώνονται, που αρχικώς θεωρούνται σύμμαχοι και φίλοι, που υποτιμώνται και γιγαντώνονται, που τελικώς αποτελούν άτακτο στρατό του υπέρτατου εχθρού, της λήθης.
Jorge Semprún, Ασκήσεις Επιβίωσης, μτφρ: Έφη Κορομηλά, Εκδόσεις Πόλις
Info: Ο No14Me (aka Γιάννης Καλογερόπουλος) γράφει για ό,τι είδε, διάβασε και άκουσε στο no14me.blogspot.gr