Αν κάποιος δεν τον γνωρίζει, θα νομίζει ότι είναι ο φροντιστής της σκηνής που βάζει τις τελευταίες πινελιές πριν από την έναρξη της παράστασης. Ομως, στη σκηνή του Θεάτρου της Οδού Κεφαλληνίας, ο Χάρης Φραγκούλης τακτοποιεί τους προβολείς, ελέγχει τις πρίζες, κοιτάζει μπροστά και πίσω από το σκηνικό. Σε λίγα λεπτά, ο Χάρης Φραγκούλης θα γίνει ο Τομ, θα γίνει η περσόνα του Τενεσί Ουίλιαμς έτσι όπως αποτυπώθηκε σ’ ένα από τα πιο γνωστά, αγαπημένα και πολυπαιγμένα έργα του: τον «Γυάλινο κόσμο», που φέτος σκηνοθετεί, στο Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας, ο Δημήτρης Καραντζάς. Ο Τενεσί, που το πραγματικό του όνομα είναι Τόμας Λάνιερ Ουίλιαμς, έχει αφήσει το πατρικό του στο Σαιν Λούις του  Μιζούρι, έχει απεγκλωβιστεί από τις ασφυκτικές οικογενειακές σχέσεις και αναζητεί την τύχη του σε άλλα μέρη. Επιστρέφει στο Σαιν Λούις το 1943 λίγο πριν ολοκληρώσει τη συγγραφή του «Γυάλινου κόσμου». Κι αρχίζει να αναζητά, να φωτίζει και να τακτοποιεί όσα άφησε πίσω… Οπως ακριβώς κάνει ο Χάρης Φραγκούλης, όπως κάνει ο καθένας μας όταν επιστρέφει σε στιγμές του παρελθόντος του. 

Στην αρχή το περιβάλλον της μνήμης είναι θολό, ακαθόριστο, όπως το σκηνικό που έστησε η Ελένη Μανωλοπούλου. Μια «γυάλινη» κουρτίνα, σαν τζαμαρία σπασμένη λίγο πριν καταρρεύσει, σαν πρωινή ομίχλη. Ο Τομ (ο Τενεσί, ο Χάρης Φραγκούλης) με τους προβολείς ανά χείρας, φωτίζει τα δύο πρόσωπα που στην αρχή κάθονται εκτός σκηνής: τη μητέρα του, την Αμάντα (Μπέττυ Αρβανίτη) και την αδελφή του, τη Λώρα (Ελίνα Ρίζου). Ταυτόχρονα, ως αφηγητής, μας εξηγεί τι ακριβώς θα κάνει, βάζοντάς μας απευθείας στη θεατρική διαδικασία («εγώ σου φέρνω την αλήθεια με τον μανδύα της ψευδαίσθησης»), αλλά στο χώρο και στο χρόνο του, στη δεκαετία του ’30, σκιαγραφώντας εύστοχα όσα συμβαίνουν στην Αμερική και όσα συμβαίνουν στην Ευρώπη, όταν «η οικονομία κατέρρεε και αυτοί πάλευαν ψηλαφιστά να διαβάσουν τον φλεγόμενο κώδικά της. Στην Ισπανία ήταν η επανάσταση. Εδώ μόνο φωνές και αντάρα. Στην Ισπανία, η Γκουέρνικα. Εδώ σωματεία και αναταραχές…». 

Οι διάλογοι οι οικογενειακοί, οι πιεστικοί, οι γραφικοί ενίοτε, επιστρέφουν στη μνήμη. Το σύμπαν που άφησε πίσω του αρχίζει να διαμορφώνεται, να φωτίζεται. Χωρίς χρονική σειρά, έτσι όπως από τη μία ανάμνηση πάμε στην άλλη. Λίγο λίγο, με τους προβολείς πάντα στο χέρι, άλλοτε δυνατά, άλλοτε αδύναμα. Και πάντα με τη συνοδεία μουσικής (που υπογράφει ο Κορνήλιος Σελαμσής), που κι αυτή βγαίνει από κάτι περίεργα μουσικά κουτιά, στα χέρια του Τομ-Τενεσί-Χάρη Φραγκούλη ή της Λώρας. Η φιγούρα του πατέρα μακρινή, θολή, αλλά παρούσα, διαπερνά το σπίτι αποτυπωμένη σε κάθετες νάυλον τέντες. Η φιγούρα της μητέρας παρούσα, διαρκής, κυρίαρχη, κυριαρχική, παρεμβατική, υπερπροστατευτική με τον τρόπο της. «Μάσα!», είναι η πρώτη ανάμνηση που ανασύρει ο Τομ. Και οι μικρές διαλέξεις για το μάσημα, την κατάποση και την πέψη στα γεύματα, που κόβουν την όρεξη. Η Αμάντα ανακαλεί, με κάθε ευκαιρία, τις λαμπρές στιγμές της νιότης της, όταν διάφοροι φίλοι την επισκέπτονταν και την φλέρταραν, οι περίφημοι «τζέντλεμεν»,  -άλλωστε ο πρώτος τίτλος του έργο ήταν «Τζέντλεμαν Επισκέπτης». Ο Τομ (του τώρα, του θεατρικού τώρα), συνομιλεί με την ανάμνησή του, σχολιάζει και σαρκάζει αυτό που κάποτε τον πίεζε, τον εξόργιζε, τον μπλόκαρε, αλλά είναι πάντα μέσα του και ανοίγει σιγά σιγά τις κρυμμένες γωνιές των αναμνήσεων. Στη σκηνή ανοίγουν καταπακτές, και βγαίνουν αντικείμενα, μαζί με στιγμές, συναισθήματα, μνήμες. Οι αντιδράσεις του Τομ είναι οι τωρινές, το τότε είναι η αναπαράσταση, η θεατρική αναπαράσταση της μνήμης.

Οι μνήμες παίρνουν  χρώμα. Η Λώρα, αδελφή του Τομ φωτίζεται αμυδρά στην αρχή. Παρουσιάζεται ως ένα πολύ ευαίσθητο πλάσμα, συνεσταλμένο, αγοραφοβικό, υποταγμένο, που ζει σ’ έναν κόσμο «με μικρά γυάλινα ζωάκια», έχοντας αφαιρέσει οποιαδήποτε επιθυμία και προσδοκία για την πραγματική ζωή. Η αναφορά στη σωματική της αναπηρία είναι απαγορευμένη από τη μητέρα Αμάντα, που ανήκει στην κατηγορία των ανθρώπων που όλα τα εξωραΐζουν, που δεν αγγίζουν τα δυσάρεστα και μαθαίνουν να ζουν σ’ έναν διαφορετικό γυάλινο κόσμο. Το όνειρό της είναι να γνωρίσει τη Λώρα ένας τζέντλεμαν. Κι ένα βράδυ, σ’ αυτό το σπίτι που μόνο η Αμάντα ονειρεύεται τζέντλεμεν επισκέπτες, φτάνει ένας συνάδελφος του Τομ, ο Τζιμ, (Εκτορας Λιάτσος), και η Αμάντα έχει σχεδόν ετοιμάσει και τις μπομπονιέρες του γάμου. Ο Τζιμ είναι όμως η απωθημένη ερωτική επιθυμία της Λώρας εδώ και χρόνια, φυλαγμένη πια κι αυτή στις προθήκες με τα γυάλινα ζωάκια. Και ο Τζιμ, που της δίνει σημασία και της ζωντανεύει την ερωτική επιθυμία, που γοητεύεται από την ευθραυστότητά της και από τον αγαπημένο της γυάλινο μονόκερω, κάνει πίσω, λίγο μετά από ένα παθιασμένο φιλί. Και κάνοντας πίσω σπάει τον γυάλινο μονόκερω… Σπάει, χωρίς να το θέλει, την τελευταία, στοιχειώδη επαφή της Λώρας με την πραγματικότητα. Κι εκείνο το βράδυ ο Τομ, χτυπώντας με θόρυβο την πόρτα δεν θα πάει στο σινεμά. Θα φύγει από ό,τι τον συνθλίβει…

Ο Δημήτρης Καραντζάς τολμά να καταπιάνεται με δύσκολα εγχειρήματα, με έργα που έχουν ιστορία και έχουν γράψει ιστορία. Αλλά τολμά, ίσως επειδή δεν τον βαραίνουν ή τον μπλοκάρουν «ιερές» αναμνήσεις, και επειδή ό,τι υπήρξε μπορεί να ξαναγίνει αλλιώς. Εστησε μια παράσταση από την οποία αφαίρεσε εντελώς την τότε καινοτομία του Τενεσί Ουίλιαμς, που συνέδεσε το θέατρο με την κινηματογραφική τεχνολογία. Θα μπορούσα να πω ότι έφτιαξε μια παράσταση που μοιάζει να αφήνει πίσω της την όποια τεχνολογία, να γυρνά στη συμμετοχική διαδικασία των ηθοποιών στο γίγνεσθαι της παράστασης, να φαίνεται διαρκώς το στημόνι και το υφάδι της παράστασης. Και την ίδια στιγμή κατάφερε να ζωντανέψει με τρυφερότητα, με ευαισθησία, με εικόνες που παρέπεμπαν σε κινηματογραφικά καρέ, αλλά ήταν ζωντανό θέατρο, με φώτα που αναβόσβηναν κι άλλοτε ήταν προβολείς κι άλλοτε μόνο κεριά (θαυμάσια η δουλειά του Αλέκου Αναστασίου), έναν κόσμο που ήταν εκρηκτικός, καθηλωμένος, καταπιεσμένος, οργισμένος, ναρκισσιστικός, εμμονικός, φοβικός, γυάλινος εντέλει για καθένα από τα μέλη του. Και κάτι ακόμα: κατάφερε να βάλει τον καθέναν από μας να μεταφερθούμε στο δικό μας Σαιν Λούις, σε ό,τι ο καθένας θέλει να ξορκίσει, σε ό,τι κρύβεται στις καταπακτές της μνήμης του καθενός. Φωτίζοντας, είτε με προβολείς είτε με κεριά, το σπουδαίο αυτό κείμενο του Τενεσί Ουίλιαμς, δηλώνοντας τη διαχρονία του, μιας που πάντα υπάρχουν «γυάλινοι κοσμοι», κρυμμένα οικογενειακά μυστικά που ωραιοποιούνται, γόνοι που ευνουχίζονται με άλλους τρόπους απ’ ό,τι το έκανε η Αμάντα. 

Ο Χάρης Φραγκούλης έκανε αν όχι την καλύτερη, σίγουρα μία από τις καλύτερες ερμηνείες του μέχρι στιγμής. Η Μπέττυ Αρβανίτη ήταν με στυλ ναρκισσίστρια, φιλάρεσκη, καταπιεστική όσο και απελπισμένη και μόνη. Η Ελίνα Ρίζου ήταν μια Λώρα εύθραυστη, που όμως δεν σε έβαζε αμέσως στην αδυναμία της τη σωματική, και ξετύλιγε σιγά σιγά την ψυχική της άβυσσο. Που σε καλούσε να δεις την ευαισθησία της ψυχής της και τον διαφορετικό τρόπο που έβλεπε τον κόσμο. Ο Εκτορας Λιάτσος ήταν η φωνή της λογικής, ο μετέπειτα γιάπις της μεταπολεμικής Αμερικής που ετοιμαζόταν για την εξέλιξη, που είχε όμως, ακόμα, ηθικές αναστολές. Η νέα μετάφραση του Αντώνη Γαλέου έχει χυμούς αλλά και ακρίβεια, περιγράφει με τον πλούτο της γλώσσας τα συναισθήματα και τις στιγμές. Τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη ήταν λειτουργικά, ενώ η μουσική του Κορνήλιου Σελαμσή υπογράμμισε το όλον. Και να μην παραλείψω και το πλήρες και χορταστικό πρόγραμμα, που εντάσσει στον κόσμο του Ουίλιαμς και των κρυμμένων καταπακτών του, και περιέχει την πλήρη μετάφραση. 

Μια παράσταση που μας ξαναχάρισε το σπουδαίο έργο του Τενεσί Ουίλιαμς, που μας παρέσυρε σε δικές μας μνήμες και καταπακτές, που ανέδειξε τη θεατρική διαδικασία, την ευθραυστότητα και τη ρώμη του.

Info: 
Μετάφραση: Αντώνης Γαλέος  Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς.  Σκηνικά: Ελένη Μανωλοπούλου.  Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη.  Μουσική: Κορνήλιος Σελαμσής
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου. Συνεργάτης στη δραματουργία: Θεοδώρα Καπράλου.  Βοηθός σκηνοθέτη: Γκέλυ Καλαμπάκα. Φωτογραφίες παράστασης: Ελίνα Γιουνανλή
Παίζουν: 
Αμάντα: Μπέτυ Αρβανίτη
Λώρα: Ελίνα Ρίζου
Τομ: Χάρης Φραγκούλης
Τζιμ: Εκτορας Λιάτσος
Θέατρο οδού Κεφαλληνίας (Κεφαλληνίας 16, Κυψέλη, τηλ. 210 88 38 727). Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο, 9μ.μ., Τετάρτη και Κυριακή, 8μ.μ.