«Λολίτα, φως της ζωής μου, φλόγα των λαγόνων μου. Αμαρτία μου, ψυχή μου. Λο-λί-τα: της γλώσσας η άκρη τρέχει τρεις φορές στον ουρανίσκο, για να χτυπήσει με την τρίτη απαλά πάνω στα δόντια. Λο. Λι. Τα.
Ήταν Λο, απλή Λο το πρωινό, τέσσερα πόδια και δέκα ίντσες, ορθή με το ένα της σοσόνι. Ήταν Λόλα φορώντας παντελόνια. Ήταν Ντόλλυ στο σχολείο, Ντολόρες στο ληξιαρχείο. Όμως στη δική μου αγκαλιά ήταν πάντα, κάθε φορά, Λολίτα»
Άραγε το ξακουστό νυμφίδιο θα προκαλούσε τα ίδια ρίγη συγκίνησης αν ο δημιουργός του το είχε αποκαλέσει Μαίρη ή Τζέιν; Ο Ναμπόκοφ ήξερε καλά πως η απάντηση είναι όχι και γι’αυτό ξεκίνησε με αυτές τις υπέροχες δύο παραγράφους το θρυλικό μυθιστόρημά του, αποθεώνοντας το όνομα της ηρωίδας του.
Πώς όμως ο συγγραφέας καταλήγει στο όνομά των χαρακτήρων που χτίζει; Δέκα έλληνες συγγραφείς ρίχνουν φως στο εργαστήρι του συγγραφέα, εκεί που γεννιούνται και βαφτίζονται οι ήρωες των βιβλίων τους.
Ο τίτλος και τα ονόματα των ηρώων ενός μυθιστορήματος αποτελούν τα βασικότερα στοιχεία στο ξεκίνημα ενός καινούργιου μυθιστορήματος. Από το όνομα και μόνο διαγράφονται τα χαρακτηριστικά των ηρώων γιατί σε κάθε όνομα αποδίδω μια ιδιαίτερη ιδιότητα και σχέση και ανάλογα με την ιστορία ονοματίζω και τα πρόσωπα. Συνήθως οι δικές μου μυθοπλασίες είναι ιστορίες ανθρώπων που συναναστρέφομαι και έχω γνωρίσει, ποτέ δεν χρησιμοποίησα κάποιο όνομα που δεν υπήρξε στον περίγυρό μου.
Συνήθως στα βιβλία μου ταυτίζονται οι τίτλοι με τα ονόματα των βασικών πρωταγωνιστών. Έτσι στο «Παρτάλι», που είναι το παρατσούκλι ενός παρενδυτικού τύπου, ταυτίζονται και τα δύο χωρίς η λέξη να είναι κύριο όνομα και μάλιστα είναι γένους ουδετέρου συμπίπτοντας απόλυτα με το ενδιάμεσο φύλο του ήρωά μου (Παρτάλι σημαίνει παλιόρουχο και περιθωριακός).
Στη Ζωή Μεθόρια τίτλος και ηρωίδα αλληλοκαλύπτονται νοηματικά μιας κι αυτό είχα κατά νου: μια παρεμβατική γυναίκα που ζει στα όρια της χώρας και των δυνατοτήτων της. Στο Μυστικό της Έλλης και πάλι η ηρωίδα παίρνει τον τίτλο επάνω της. Το όνομα Έλλη υπάρχει και στον Ναύτη σε μιαν άλλη ηρωίδα, είναι το αγαπημένο μου γυναικείο. Όμως αποφεύγω να επαναλαμβάνω τα ίδια ονόματα σε διαφορετικές ιστορίες γιατί κατά βάθος τα περισσότερα μυθιστορήματά μου έχουν μια χωροχρονική διασύνδεση μεταξύ τους.
Δεν μου αρέσουν τα υποκοριστικά και τα βαρύγδουπα ρομαντικά ή ποιητικίστικα ονόματα. Για μια αραβοελληνίδα ηρωίδα μου χρησιμοποίησα το Αλούζα που είναι το αντίστοιχο της Αφροδίτης στα αραβικά. Ονόματα ξενικά υπάρχουν επίσης σε αρκετά έργα μου και αρκετά μουσουλμανικά. Στο Ο Παλαιστής και ο Δερβίσης πρωταγωνιστεί ο Τούρκος Τζεμάλ ενώ ο Σύριος Ραίντ είναι ένας δευτερεύων χαρακτήρας που απαντάται στο Παρτάλι και στη Ζωή Μεθόρια. Και αυτά τα ονόματα τα αντλώ από προσωπικές διασυνδέσεις συναντήσεις σε ταξίδια ή στην πολυπολιτισμική μας πρωτεύουσα.
Γενικότερα επιδιώκω τα ονόματα, όχι μόνον να παραπέμπουν κάπου συγκεκριμένα αλλά να εμπλέκομαι κι εγώ προσωπικά ώστε να μου δίνουν την δυνατότητα να ζωντανέψουν και στο κείμενο.
Το βιβλίο του Θεόδωρου Γρηγοριάδη «Ζωή Μεθόρια» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.
Στα περισσότερα ελληνικά μυθιστορήματα υπάρχει μια δυστοκία, μια αμηχανία με τα ονόματα των κεντρικών ηρώων. Το νιώθεις από την πρώτη σελίδα. Καθώς μάλιστα ο μοντερνισμός άργησε να φτάσει στη χώρα μας, αργήσαμε να υιοθετήσουμε τον ανώνυμο ήρωα, ή τον ήρωα-ανδρείκελο με το κεφαλαίο Κ. Επίσης η λύση με τα μυθικά ονόματα δεν «περπάτησε» στην ελληνική πεζογραφία (π.χ. Δαίδαλος, Νηρέας, Προμηθέας κ.ά) Επικράτησαν μάλλον τα αδιάφορα, καθημερινά και τετριμμένα (π.χ. Γιάννης, Γιώργος, Πέτρος) εξασφαλίζοντας την επιείκεια του αναγνώστη, που τα αντιμετώπιζε κι αυτά ως μια μορφή έμμεσης ανωνυμίας.
Με τα γυναικεία ονόματα τα πράγματα μάλλον είναι καλύτερα. Ίσως το «ασθενές» φύλο αποκτά άλλη βαρύτητα ή άλλη δυναμική μέσα στο κείμενο, κουβαλώντας ένα σημαδιακό όνομα. Υπάρχει έτσι η Εκάβη του Ταχτσή, η Ραραού του Μάτεση, η κυρά Ελισάβετ του Καζαντζή, η Έμμη του Τσίρκα, η Αστραδενή της Φακίνου. Προσωπικά δεν ξέφυγα από τον «κανόνα». Προτίμησα στα περισσότερα βιβλία μου είτε την ανωνυμία του κεντρικού ήρωα, είτε ένα συνηθισμένο όνομα, που να μην χτυπάει στο μάτι. Φυσικά στην «Εβραία νύφη» παιδεύτηκα με τους εβραίους πρωταγωνιστές, που ο καθένας απαιτούσε μέσα στην ιστορία του Ολοκαυτώματος την κατάλυση της ανωνυμίας του θανάτου του. Δανείστηκα έτσι πολλά ονόματα από αφηγήσεις επιζώντων, είναι δηλαδή όλα πραγματικά, κάποιοι άνθρωποι υπήρξαν με τα συγκεκριμένα ονόματα. Στο τελευταίο μου μυθιστόρημα το Ωστικό Κύμα, η κεντρική ηρωίδα λέγεται Δέσποινα. Μου ήρθε από την πρώτη στιγμή, γιατί κρύβει μια χαρμολύπη αυτό το όνομα, είναι στενά συνδεδεμένο τόσο με την δημώδη παράδοση όσο και με την θρησκευτική, και μπορεί να «σηκώσει» το φορτίο ενός δράματος δίχως να το προδώσει.
Το μυθιστόρημα του Νίκου Δαββέτα «Ωστικό Κύμα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.
Δεν μπορώ να φανταστώ πώς τα ονόματα μπορεί να μην έχουν σημασία. Ίσως έχοντας ένα τόσο κοινό μικρό όνομα να έγινα πρώτον εκκεντρική και δεύτερον να με υποαπασχολούν. Πάντως στην τελευταία συλλογή διηγημάτων μου Από Τη Μέση Και Κάτω υπήρχε π.χ. μια Έξανα (η ξένη προς όλα) και μια Ρήμα (με την βίαιη δράση που μπορεί να περιέχουν τα ρήματα). Υπήρχε κι ένα ζευγάρι βέβαια, ο Γιάννης και η Γιάννα, ίσως οι μονοί που προορίζονταν για να ευτυχίσουν, ίσως γιατί στο βάθος πιστεύω ότι η ευτυχία θα έπρεπε να είναι απλή. Υπάρχει επίσης ένας παππούς με όνομα ποταμού, σε μια ιστορία που εκτυλίσσεται μετά από μια μερική καταστροφή της Γης. Σκέφτηκα ότι σε μια τέτοια περίπτωση θα εμφανίζονταν ονόματα νοσταλγικά όπως Αλάσκα, Νεμπράσκα, Λοΐζος Αχελώος και Φρίξος Νείλος. Ακόμα ή και κυρίως στις γάτες τα ονόματα είναι καταλυτικά, εάν μάλιστα δεν βιαστούμε και περιμένουμε να μας τα αποκαλύψουν οι ίδιες. Έχω αλλάξει μέχρι σήμερα κι εγώ δυο μυστικά ονόματα έχοντας την εντύπωση ότι το τρίτο θα είναι φύσει και θέσει συνυφασμένο με την ουσία μου.
Η συλλογή διηγημάτων της Μαρίας Μήτσορα «Από Τη Μέση Και Κάτω» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.
Τα ονόματα σημαίνουν, σε κάθε κείμενο. Ίδια όπως και η κάθε λέξη σημαίνει. Άλλοτε είναι «σήματα» με την αρχαία σημασία της λέξης -μνημεία ταφικά- όταν μιλάμε για απώλειες τελεσίδικες, άλλοτε εμποτίζουν ως νοσταλγία αθεράπευτη. Συνειδητά ή και εν ασυνειδησία ίσως του αφηγητή, ορίζουν και χρωματίζουν την αφήγηση. Βγαίνουν, πάντως, σα χέλια μέσα από τη λάσπη της μνήμης, τα ονόματα των ηρώων των διηγήσεων, και πασχίζουν να ξεκολλήσουν από τον βούρκο. Καμιά φορά επιβεβαιώνονται σε χρόνους μελλοντικούς. Προλειαίνουν το προοικονομούν το έδαφος μιας έλευσης! Ο συγγραφέας εξορκίζει, ονοματίζοντας. Στα ονόματα των άλλων ξετυλίγει ο δρόμος το δικό μας όνομα. Με περισσή αγωνία. Όπως ξετυλίγαμε παιδιά μιαν άγνωστη καραμέλα, από το ασημόχαρτό της.
Το τελευταίο μυθιστόρημα του Ανδρέα Μήτσου είναι η «Αλεξάνδρα» ενώ η συλλογή διηγημάτων του «Η εξαίσια γυναίκα και τα ψάρια» τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος-Νουβέλας 2015. Τα βιβλία του κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Τα ονόματα των ηρώων ενός μυθιστορήματος έχουν μεγάλη σημασία. Βασανίζω πολύ το μυαλό μου για να βρω τι ταιριάζει σε κάθε χαρακτήρα και ποιο από τα ονόματα που σκέφτομαι τον περιγράφει καλύτερα. Δυο ονόματα ηρώων μου ωστόσο ξεπήδησαν από μόνα τους θαρρείς και πήγαν και κόλλησαν πάνω στα πρόσωπα. Εμπνεύστηκα τον Νότη Σεβαστόπουλο στο Η Μεγάλης Πομπή, επειδή το Νότης το βρήκα αρκετά λαϊκό και το Σεβαστόπουλος παρέπεμπε στον ήρωα-ιππότη ενός κόμικ του Bilal που ονομαζόταν Sebastopol. Ο Γιώργος Μορφονιός στις Βραδιές Μπαλέτου επίσης κόλλησε πάνω στον ήρωά μου σαρκάζοντας την ιδιαίτερη ασχήμια του, υποδηλώνοντας την εσωτερική ομορφιά του χαρακτήρα αυτού παραμένοντας ταυτόχρονα χαμηλόφωνο, όπως η ζωή και η δραστηριότητα αυτού του εξαιρετικού εκπροσώπου της ανθρώπινης ποιότητας και της αρετής.
Το μυθιστόρημα του Αλέξη Πανσέληνου «Βραδιές Μπαλέτου» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Στα περισσότερα βιβλία μου, οι ήρωες δεν έχουν όνομα. Αυτό ακριβώς το φαινόμενο των ανώνυμων ηρώων είναι μια συνειδητή επιλογή, που σχετίζεται με τη γενική ατμόσφαιρα και με τη φύση των μυθιστορημάτων μου, τα οποία πεισματικά αρνούνται να τοποθετηθούν σε έναν σαφή χωροχρόνο. Ωστόσο, σπανίως αυτή η συνθήκη ακυρώνεται, όπως για παράδειγμα στο τελευταίο μου βιβλίο Η Ιστορία Ενός Σούπερ Μάρκετ. Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα, ο ήρωας είναι από τη Νέα Ζηλανδία. Και πάλι όμως, δεν ήθελα να του δώσω ένα καθαρά αγγλοσαξονικό όνομα. Έτσι λοιπόν πήγα αρκετές δεκαετίες πίσω, όταν ο ελληνικός Τύπος μετέτρεπε τα εν λόγω ονόματα σε ελληνικά, το David σε Δαυίδ, το Jonathan σε Ιωνάθαν, έτσι, με τον ίδιο τρόπο, ο δικός μου ήρωας, ο Robert έγινε Ροβήρος, ώστε να μπορεί εν δυνάμει να είναι συμπατριώτης μας. Όσο για το επώνυμο, επέλεξα το Άνθρωπος, θέλοντας να τονίσω ότι θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε από εμάς. Ο κύριος Robert Man, λοιπόν, βαφτίστηκε σε Ροβήρος Άνθρωπος, για να μπορούμε να αισθανόμαστε περισσότερο κοντά του, όταν ξαπλώνει ευτυχισμένος στη μαλακή άμμο ενός ερημικού νησιού του Ειρηνικού.
Το βιβλίο του Δημήτρη Σωτάκη «Η ιστορία Ενός Σούπερ Μάρκετ» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος
Κάθε ήρωας έχει το όνομά του αλλά η διαδικασία για να καταλήξεις σ’ αυτό δεν είναι απόλυτα έλλογη – αν ήταν έλλογη θα σήμαινε ότι το όνομα φωτογραφίζει τον ήρωα, του κολλάει σαν ετικέτα, π.χ. ένας Αλέξανδρος θα είχε αναγκαστικά γενναίο χαρακτήρα, κι αυτό για μένα που γράφω και που περιμένω εκπλήξεις από το γράψιμο, θα ήταν βαρετό, οφθαλμοφανές, τετριμμένο. Αντίθετα το όνομα διεισδύει στην «ουσία» του ήρωα, ανήκει στα θεμελιώδη συστατικά του που δεν είναι μόνον φανερά αλλά κυρίως καταβυθισμένα, θαμμένα κάτω από τα ορατά και προφανή. Πώς προκύπτει; Καμιά φορά από την αρχή ως εκ θαύματος. Άλλοτε, πολύ συχνά, ο ήρωας αλλάζει ονόματα και το βιβλίο χωλαίνει, λοξοδρομεί, πάσχει μέχρι να του αποδοθεί το δικό του μοναδικό όνομα.
Το μυθιστόρημα της Έρσης Σωτηροπούλου «Τι Μένει Από Τη Νύχτα;» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.
Υπάρχει μια αντιμεταβίβαση, ένα στενό ψυχανέμισμα, ένα επίμονο καθρέφτισμα, ώστε η ονοματοθεσία ενός φασματικού προσώπου να λειτουργεί και σαν ξόρκι. Παράδειγμα, στο τελευταίο μου βιβλίο, τη νουβέλα Lady Cortisol, η ορμόνη του φόβου, του πανικού και της κατάθλιψης που διαπερνά την αμφίθυμη ηρωίδα, εφάρμοσε γάντι στο αγχωμένη επιθυμία μου να λέω και να ακούω ιστορίες, από το να περιφέρομαι κενός ιστοριών σ’ έναν κόσμο ανήσυχο, μεταβατικό, ρευστό.
Βέβαια υπάρχουν και βιβλία μου που μασκαρεύω τα πραγματικά ονόματα χαρακτήρων, όπως η Ρούσκα Ρούσεβα (που δεν είναι άλλη από μια αντανάκλαση της Κωνσταντίνας Κούνεβα στο μονόλογο Το Κίτρινο Σκυλί, εκδ. Πατάκη 2009) ή η Κόκκινη Δασκάλα (γνωστό παρωνύμιο αριστερών γυναικών επί Εμφυλίου – Πορφυρά Γέλια, εκδ. Πατάκη, 2010). Υπάρχουν όμως και ονόματα εμμονές που σε κατατρύχουν δια βίου. Ενδεικτικά μνημονεύω την ερωτομανέστατη Θεία Κλάρα, την επαναληπτική ηρωίδα που εμφανίζεται σε αρκετά βιβλία μου και αποτελεί αντανάκλαση της όμορφης συνονόματης θείας μου που έπνιξαν στον Δούναβη οι Ναζί το 1943 (Απ’ το Ίδιο Ποτήρι και Άλλες Ιστορίες, εκδ. Καστανιώτη, 1999/ Aegypius Monachus, εκδ. Καστανιώτη, 2001 και Κτερίσματα, εκδ. Πατάκη, 2010).
Όσο γερνάς μπροστά στην κενή σελίδα του υπολογιστή, στην άδεια του σημειωματάριου σου ολοένα και συχνότερα αισθάνεσαι να σε περιτριγυρίζουν πικραμένοι χαρακτήρες, πικαρισμένες ηρωίδες, ενοχλημένοι δευτεραγωνιστές ιστοριών που πιεστικά ή δόλια ζητάνε μια δεύτερη ευκαιρία αφηγηματικής δόξας.
Το βιβλίο του Μισέλ Φάις “Lady Cortisol” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.
Νιώθεις καμιά φορά ότι αυτός ο συγκεκριμένος ήρωας χρειάζεται ένα «Ρ» στο όνομά του. Ή ένα «Π». Συνήθως το «Ρ» μου φέρνει στο νου ένα πρόσωπο αυτοκυρίαρχο και ψύχραιμο, ίσως και λιγάκι αναίσθητο. Το «Π», αντιθέτως, το έχω συνδυάσει μέσα μου με τη λογική και την πρακτικότητα, τη γείωση. Ή άλλοτε πάλι σου χρειάζεται ένα όνομα σύντομο και κοφτό, που να βγάζει επικινδυνότητα, σαν το Άγης ας πούμε, κι άλλοτε κάποιο μακρύτερο, με καμπύλες, που να ακούγεται γλυκά, σαν το Μενέλαος. Άλλοτε ενδείκνυται ένα όνομα καθημερινό (παρότι σ’ αυτή ακόμα την περίπτωση θα ψάξω για ένα λιγάκι πιο σπάνιο από τα απολύτως συνηθισμένα Νίκος, Γιώργος, και θα προτιμήσω κάτι σαν Τάσος ή Στέλιος) ενώ άλλοτε θες ένα όνομα με προσωπικότητα (ας πούμε Αχιλλέας, Μάρκος). Στα γυναικεία, ιδίως, ένα ρόλο παίζει αν έχουν πολλά σύμφωνα, παραπέμποντας σε δυναμισμό (Δήμητρα), ή πολλά φωνήεντα, οπότε ο νους πάει σε κάτι αιθέριο (Εριέτα).
Όλα αυτά βέβαια έχουν να κάνουν, σε μεγάλο βαθμό, με την προσωπική αίσθηση του καθένα, κι έτσι δεν είμαι καθόλου βέβαιος αν ο αναγνώστης εισπράττει το κρυφό μήνυμα που στέλνει κάθε φορά ο συγγραφέας με την επιλογή του ονόματος. Συγγραφικά καταδικαστέα θα πρέπει να θεωρείται πάντως, εν έτει 2017, η παλιότερη συνήθεια του προφανούς συμβολισμού, όπου όλες οι αισιόδοξες κοπέλες ονομάζονταν Ελπίδες και όλοι οι αξιόπιστοι άνδρες Πέτροι. Μολονότι όλοι μας υποκύπτουμε καμιά φορά σε εγκεφαλικές επιλογές – στο πρώτο μου μυθιστόρημα (Οι Τέσσερις Τοίχοι, εκδ. Το Ροδακιό, 2004) όλα τα πρόσωπα έχουν ονόματα που παραπέμπουν, άμεσα ή έμμεσα, σε φυτά ενώ στο δεύτερο (Ο Φιλοξενούμενος, εκδ. Το Ροδακιό, 2004) σε μέταλλα.
Ένα είναι βέβαιο. Μικρή σημασία έχει τελικά αυτή η ονοματοδοσία, που τόσο παιδεύει εμάς τους συγγραφείς, για την λογοτεχνική αποτίμηση του έργου. Σχεδόν μηδαμινή. Τζάμπα σπαζοκεφαλιάζουμε, ίσως.
Το βιβλίο του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη «Κέικ. Το άυλο εσένα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Το Ροδακιό.
Το όνομα είναι το πιο αινιγματικό στοιχείο ταυτότητας. Οπωσδήποτε σχετίζεται με τις ιδιότητες του προσώπου: την καταγωγή, το φύλο, την ηλικία, την προσωπικότητα, τον τρόπο ένδυσης, την κοινωνική τάξη, τον σωματότυπο, την ομιλία, τον τρόπο με τον οποίο συνδέεται με τους άλλους, με τις συνήθειες και τους τρόπους του. Επίσης, σχετίζεται με πράγματα που -σε πρώτη ματιά- δεν έχουν καμιά σχέση με την ονοματοδοσία: με το χρώμα των μαλλιών, τις ρυτίδες στο πρόσωπο, την ανοχή στο κρύο, τη χροιά της φωνής, τον διασκελισμό… Πολλές φορές ένα όνομα συνάδει με όλα τα παραπάνω: «Δεν θα μπορούσε να ονομάζεται αλλιώς», ενώ κάποιες άλλες το όνομα ακούγεται αταίριαστο, σχεδόν λανθασμένο: «Πώς τον λένε είπες;». Ενώ, υπάρχουν εκείνες οι λίγες φορές που το όνομα παραμένει ένας γρίφος. Θυμάμαι τα ονόματα που σκεφτόμουν όταν έγραφα τον Περίκλειστο Κόσμο (εκδ. Καστανιώτη, 2008): τι σημαίνει να ονομάζεσαι Άγγελος Φαστίας, Αχιλλέας Ισομάχος, Βεατρίκη Ρολλάν, Φίλων Κορρές, κυρία Κατέ… Είναι λάθος να διαλέγει κανείς πολύ νωρίς το όνομα ενός μυθοπλαστικού προσώπου – δεν το γνωρίζει ακόμα αρκετά καλά. Ο συγγραφέας είναι προτιμότερο να αφήσει έναν λογοτεχνικό χαρακτήρα να ζήσει μέσα στο κείμενο, να αποκαλυφθεί, να λάβει φυσική μορφή, να αποκτήσει προσωπική ιστορία και σχήμα, και μόνο μετά να διαλέξει το όνομά του. Να κάνει δηλαδή -για ακόμα μια φορά- το ανάποδο της πραγματικής ζωής.
Το δοκίμιο του Χρήστου Χρυσόπουλου «Ο Δανεισμένος Λόγος» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Οκτώ.