Παρατηρώ τα δάκτυλά σου
που τυλίγουνε καπνό∙
θα μυρίζουν την αψιά οσμή
της πεθαμένης χλωροφύλλης,
του χαρτιού που αναλώνει από
λατρεία το κορμί του
μες στο στόμα σου.
Ύστερα τα βαφτίζεις στο ουίσκι,
βρέχεις τις ρώγες τους
και οι μικρές Πυθίες θυμούνται
–σ’ αλκοολικές αναθυμιάσεις–
σφιχτά που κράτησαν τα στήθη
ως τον πόνο, τις κλειτορίδες
που από κάθε λυγμική ανάσα
στράγγισαν.
Είναι γυμνά τα χέρια σου
ως τους αγκώνες∙
δέρμα χιλιοφιλημένο
απ’ τα στολίδια των χειλιών τους.

Αυτήν την επικράτεια χαρίζεις.
Το άλλο σώμα αντιστέκεται.
Μπορεί να προσδιοριστεί επιθετικά
να παρομοιαστεί με ζώα ή φυτά
να μεταφέρει τη σημασία του
πάνω στην πλάτη παρηχήσεων τολμηρών.

Κόβει όμως διπλά
το μισητό ρήμα «ψαύω»∙
στη χασμωδία του κρύβεται
τόση απουσία.