Είμαστε στον τελικό, αλλά δεν λέει και τίποτα αυτό, εδώ που φτάσαμε: εκείνο που δυο χρόνια πριν στο Βερολίνο είχε φανεί σαν ύστατη ευκαιρία ξαναπλάστηκε σε νέα βερσιόν, και το Σάββατο στο Κάρντιφ μένει να φανεί αν ο κορυφαίος ευρωπαίος πορτιέρε θα βγει από τη λίστα των «μεγάλων χωρίς Τσάμπιονς Λιγκ», έστω την τελευταία στιγμή –ή μήπως προτελευταία; Το φετινό ζευγάρι Ρεάλ-Γιουβέντους έφερε μαζί τους απόλυτους winners (11/14 νίκες σε τελικούς η Ρεάλ) με τους απόλυτους losers (2/8 η Γιούβε, μια «νίκη» στο Χέιζελ κι άλλη μια στα πέναλτι το 1996) των τελικών. Με το παρατεταμένο του φορμάρισμα λίγο πριν τα 40, και τον καθοριστικό του ρόλο σε όλο το εγχείρημα της νέας, πολύ πιο δημοφιλούς σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν, Γιουβέντους, ο Τζίτζι Μπουφόν ενσαρκώνει περισσότερο από τον καθένα την προοπτική για ξεπέρασμα της γκαντεμιάς –ή μήπως το στοιχειό για τη διατήρησή της;


Παραμονές του ετήσιου λαμπερού ποδοσφαιρικού ραντεβού, μια μικρή αναδρομή στην καριέρα του γκολκίπερ-Σούπερμαν, με βάση κατά καιρούς ατάκες του και μερικά αντιθετικά ζευγάρια…

Το Ντεμπούτο

Είναι μια καλή ανάμνηση, η χαρά και το δέος που ένιωθα συνδυάστηκαν για μου δώσουν την αυτοπεποίθηση που χρειαζόμουν για να παίξω. Ο Νέβιο Σκάλα ήρθε και με ρώτησε εάν αισθανόμουν έτοιμος· φυσικά ναι, του είπα και πιστεύω ότι με αυτό που παρουσίασα στο γήπεδο εκείνη τη δεδομένη στιγμή, τον έπεισα ότι πραγματικά ήμουν έτοιμος.

Πρώτο επαγγελματικό ματς στα 17 ½ (Νοέμβριος 1995) στο οικείο περιβάλλον του Ένιο Ταρντίνι, περίπου 4 χρόνια μετά την εγγραφή στις ακαδημίες της Πάρμα, ωστόσο απέναντι στη μεγαδύναμη της εποχής, τη Μίλαν στα ντουζένια του μπερλουσκονισμού. Ο βασικός Μπούτσι είχε τραυματιστεί, ο αναπληρωματικός Νίστα (!) ομολογούσε ο ίδιος «τι με φέρατε εδώ, αυτός ο πιτσιρίκος είναι πολύ καλύτερός μου», κι ο κόουτς Σκάλα ρίσκαρε με τον Μπουφόν, ο οποίος κράτησε το μηδέν (0-0), με φυσιολογικά άγουρες κινήσεις αλλά και το απαιτούμενο θράσος για να τα βγάλει πέρα σε τρεις δύσκολες φάσεις απέναντι στους Μπάτζιο, Σιμόνε και Εράνιο. Εκείνη την 1η χρονιά μέτρησε σκάρτη μια δεκάδα αγώνες, αλλά από τη στιγμή που ενηλικιώθηκε (σεζόν 1996-97) ήταν πια μόνιμος κι αμετακίνητος.

Το Αντίο

Εάν πιέσω αρκετά τον εαυτό μου, τότε θα φτάσω μέχρι το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2018 στη Ρωσία. Μετά θα κλείσω την πόρτα…

Η Μόσχα προσφέρεται για να κλείσει ο κύκλος του Μπουφόν στην Εθνική Ιταλίας – πιθανά και στο ποδόσφαιρο, σε γκράντε κλίμα. Εξάλλου εκεί είχε αυτός ο κύκλος ανοίξει 20 χρόνια πριν, σ’ ένα κλασικά παγωμένο γήπεδο με πορτοκαλί μπάλα, σε ένα δραματικό πλέι-οφ Ρωσίας-Ιταλίας 1-1 (Οκτώβριος 1997) που βοήθησε τη Σκουάντρα Ατζούρα να προκριθεί τελικά στο Γαλλικό Μουντιάλ του ‘98. Ένας –πολύ συχνά καθοριστικός στους τερματοφύλακες- τραυματισμός βοήθησε κι εδώ, αφού ο βασικός Παλιούκα αντικαταστάθηκε περίπου στο μισάωρο και ο Μπουφόν μπήκε στη θέση του, παίζοντας κάτω από συνεχή χιονόπτωση μέσα σε λάσπες. Δεν κράτησε το 0, ωστόσο το μοναδικό (αυτο)γκολ μπήκε από έναν δικό του μόνιμο συμπαίκτη, τον Φάμπιο Καναβάρο. Από τότε είχε το συνήθειο να πανηγυρίζει τις μεγάλες αποκρούσεις του, όπως ένα σπουδαίο πλονζόν σε κοντινό σουτ του Καντσέλσκις. Στην ίδια πόλη αλλά σε διαφορετικό γήπεδο, όχι στης Ντιναμό αλλά στο «Λουζνίκι», πανηγύρισε το πρώτο του ευρωπαϊκό, στον τελικό Ουέφα Πάρμα-Μαρσέιγ 3-0, Μάιο του ’99. Ωστόσο για να ξαναβρεθεί του χρόνου στο Μόσκοβο θα πρέπει πρώτα η Σκουάντρα να τα καταφέρει να προκριθεί, κάτι που ακόμα είναι αβέβαιο.


Ο Σούπερμαν

Λίγες μέρες πριν από το ματς με την Ίντερ, οι οπαδοί της Πάρμα μού χάρισαν μια μπλούζα με το λογότυπο του σούπερ ήρωα. Τη φορούσα κάτω από τη φανέλα μου πριν από ένα ματς στο Μιλάνο με την Ίντερ, όπου έπιασα ένα πέναλτι του Ρονάλντο. Κερδίσαμε τον αγώνα κι από τη χαρά μου έτρεξα στην κερκίδα μας δείχνοντάς τους το μπλουζάκι. Από τότε όλοι άρχισαν να με λένε Σούπερμαν.

Ήταν στα τέλη της σεζόν 1998-99, όταν η Πάρμα της Parmalat, των πολλών αστέρων (Τιράμ, Βερόν, Κρέσπο, Καναβάρο, Μπογκοσιάν, Σενσίνι, Μπάλμπο κ.ά.) και του αλενατόρε Αλμπέρτο Μαλεζάνι βεβαίως-βεβαίως, έβαζε δύσκολα στις κατσικωμένες Γιούβε και Μίλαν, αξιώνοντας ένα σκουντέτο που ποτέ δεν ήρθε. Ωστόσο ο δρόμος για τον νεότερο απ’ όλους αυτούς ήταν πια ορθάνοιχτος: ο παραλληλισμός του Τζίτζι με τον Κλαρκ Κεντ τον ακολούθησε και στη Γιουβέντους, από το 2001 και μετά, μάλιστα ο ίδιος είπε ότι ένιωσε παρόμοια στον ημιτελικό του Τσάμπιονς Λιγκ του 2003 κόντρα στη Ρεάλ στο Τορίνιο, όταν απόκρουσε ένα πέναλτι του Φίγκο, χαρίζοντας ουσιαστικά την πρόκριση στη Βέκια Σινιόρα, για τον πρώτο δικό του τελικό. Ωστόσο ακολούθησαν στιγμές που ο, φαινομενικά άτρωτος, πορτιέρε βρέθηκε ευάλωτος απέναντι σε ισχυρές δόσεις κρυπτονίτη…

Κάτι σαν Κατάθλιψη

Ο κόσμος δεν νοιάζεται καθόλου πώς μπορεί να νιώθεις γενικά, σε τι φάση βρίσκεσαι. Σε βλέπει απλά σαν ποδοσφαιριστή, σαν είδωλο, οπότε κανείς δεν θα βρεθεί να σε ρωτήσει, «ε φίλε, πώς είσαι;» (…) Ξαφνικά είχα αρχίσει να νώθω φόβο κάθε φορά που έβγαινα να παίξω. Σ’ ένα ματς με τη Δανία στο Euro 2004, ένα φρικαλέο 0-0, όλοι ήταν μουτρωμένοι κι εγώ ήμουν ο μόνος που γέλαγα σαν βλάκας.

Πέρασαν περίπου 10 χρόνια μέχρι που ο Μπουφόν αποκάλυψε ότι έβλεπε ψυχολόγο για αρκετό καιρό ξεκινώντας από το 2003, στην περίοδο μετά τον χαμένο τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ από τη Μίλαν στο Μάντσεστερ. Ήταν στα χρόνια που, όπως παραδέχτηκε αργότερα, στοιχημάτιζε διαρκώς σε αγώνες, απαλλασσόμενος πάντως από τις όποιες κατηγορίες αφού απόδειξε ότι ποντάριζε μόνο σε αγώνες ξένων πρωταθλημάτων και σταμάτησε τον τζόγο το 2005, όταν θεσπίστηκε με νόμο σχετική απαγόρευση στους ποδοσφαιριστές. Όσο σοβαρή κι αν ήταν η κατάστασή του πάντως κατάφερε να το κρύψει, αφού η απόδοσή του έμενε σταθερά ψηλή, και μόνο εκ των υστέρων κάποια ξαφνικά ξεσπάσματα, όπως σ’ ένα προκριματικό ματς του Euro 2004 με την Ουαλία, συσχετίστηκαν μ’ ένα πιθανό σκοτείνιασμα του μυαλού.

Η φανέλα με το 88 κι άλλες παρεξηγήσεις (;)

Γιατί να απολογηθώ; Επειδή για τους ναζί το 88 σημαίνει ‘Χάιλ Χίτλερ’; Πώς ήταν δυνατό, αν δεν ήσουν ναζί, να το ήξερες αυτό; Η εβραϊκή κοινότητα της Ρώμης μου είπε να ζητήσω συγνώμη και ν’ αλλάξω νούμερο. Πήρα το 77 ύστερα από μικρή έρευνα, μην τυχόν και σήμαινε κάτι κακό για τους καλλιεργητές παπάγιας του Περού (…) Εγώ από την αρχή ήθελα το 00…

Ήταν 2000-01, πρώτη σεζόν που οι παίκτες μπορούσαν να φορούν οποιονδήποτε αριθμό ήθελαν από το 1 έως το 99 στις φανέλες με τα ονόματά τους, σε μια προφανή απόπειρα να γίνουν πιο αναγνωρίσιμες κι άρα ευπώλητες. Ο Μπουφόν έχει αφιερώσει μια σελίδα της αυτοβιογραφίας του (που παρεμπιπτόντως έχει τίτλο Numero 1) στην ιστορία με το 88, ένα νούμερο που δεν φόρεσε ποτέ, υποστηρίζοντας ότι ήταν απλά η εναλλακτική λύση εφόσον δεν του επιτράπηκε το 00. Το μόνο που, όπως λέει, είχε στο μυαλό του ήταν οι μπάλες, με την όποια σημασία τους, δύο με το 00, τέσσερις με το 88. Η αλήθεια είναι ότι έναν χρόνο πριν, στις δηλώσεις του ύστερα από ένα ματς με τη Λάτσιο, φάνηκε γραμμένη χειρόγραφα στη μπλούζα του η μουσολινική φράση “boia chi molla” («θάνατος στους λιπόψυχους»), που χρησιμοποιούσαν και οι νεοφασίστες της δεκαετίας του ’70. Επίσης, στο Numero 1, ο Μπουφόν αναφέρεται σε αυτήν την ενέργεια ως λάθος άγνοιας, απλά σαν μια φράση που του είχε μείνει όταν την είδε γραμμένη σ’ έναν πίνακα του σχολείου του, αναγνωρίζοντας ότι θα έπρεπε να το είχε διπλοτσεκάρει – αλλά τότε δεν πολυείχαμε τα Ίντερνετ κ.λπ. Πάντως πλήρωσε τα περίπου 2.500 € του πρόστιμου που του επιβλήθηκε, επειδή έτσι κι αλλιώς τα όποια μηνύματα πάνω στις φανέλες ήταν απαγορευμένα. Με τα χρόνια, έχοντας πια τον ρόλο και του αρχηγού της Εθνικής Ιταλίας, καλλιέργησε ένα απόλυτα «θεσμικό» προφίλ (χαρακτηριστική η «ιταλόψυχη» εικόνα του τη στιγμή της ανάκρουσης των ύμνων στα ματς της Σκουάντρα Ατζούρα), με επαινετικές δηλώσεις ακόμα και για μετριοπαθείς πολιτικούς σαν τον Μάριο Μόντι και τον Ματέο Ρέντσι, αλλά και με συμβολικές κινήσεις όπως η η αγκαλιά με τον παλαίμαχο κομμουνιστή πρόεδρο Τζιόρτζιο Ναπολιτάνο, μετά τον θρίαμβο κόντρα στη Γερμανία στο Euro 2012.  

H λατρεία για τον Ν’ Κόνο

Είχα πολλούς παιδικούς ήρωες, αλλά κανείς τους μάλλον δεν ήταν από τους πιο συμβατικούς. Πάνω απ’ όλους ήταν ο Ν’Κόνο (…) Αληθινά λάτρευα να βλέπω το Καμερούν, ήταν η αγαπημένη μου ομάδα μετά την Ιταλία.

Κι εδώ που τα λέμε, είναι μάλλον δύσκολο για κάποιον που του καταλογίστηκαν ρατσιστικές/μισάνθρωπες αντιλήψεις να αναφέρει συνεχώς έναν κορυφαίο μεν, αφρικανό δε, γκολκίπερ ως κύρια πηγή έμπνευσής του. Και είναι αλήθεια ότι ο καμερουνέζος αρχηγός συνδύαζε ιδανικά το ηγετικό στιλ με τη μεγάλη –πλην όμως όχι επιδεικτική- ελαστικότητα, στοιχεία που χαρακτηρίζουν απόλυτα και το παιχνίδι του Μπουφόν. Οι εμφανίσεις του Τόμας Ν’ Κόνο στη μεγάλη πορεία των Λιονταριών στο ιταλικό Μουντιάλ του 1990 ήταν η βασική αιτία που ο 12χρονος τότε Τζίτζι, επιτελικός χαφ και σέντερ φορ στα πρώτα του βήματα στις ακαδημίες της Πάρμα («κάθε παιδί γουστάρει να βάζει γκολ»), έκατσε τελικά τέρμα. Επιβεβαιώνοντας του Ν’Κόνο το αληθές, ο Μπουφόν έδωσε το όνομα Λουίς Τόμας (τιμής ένεκεν) στον πρώτο του γιο, που γεννήθηκε το 2007.


Οι Γκάφες

Συμβουλή σ’ έναν νέο τερματοφύλακα; Ν’ αλλάξει θέση, και σοβαρολογώ! Πρέπει στ’ αλήθεια να είσαι μαζοχιστής για να κάνεις αυτή τη δουλειά, θέλει να είσαι λίγο ανώμαλος. Σκέψου το: συμμετέχεις σ’ ένα παιχνίδι που όλοι χρησιμοποιούν τα πόδια, αλλά εσύ θέλεις να παίξεις με τα χέρια…

Δεν υπάρχει τέρμα χωρίς γκέλες-που είναι και οι πιο φανερές, ικανές να γκρεμίσουν καριέρες. Κάπως έτσι ξεχωρίζουν και οι γκολκίπερ μεγάλης κλάσης, αυτοί που μετά από ένα σημαντικό λάθος θα παραμένουν ψύχραιμοι, κάνοντας πολλά συνεχόμενα σταθερά ή μεγάλα ματς, καθησυχάζοντας εαυτούς και αλλήλους. Από τα μικράτα στην Πάρμα μέχρι τα τωρινά βαθιά ποδοσφαιρικά γεράματα, όλη η καριέρα του Μπουφόν κινείται σε αυτό το μήκος κύματος. Φέτος η σεζόν ξεκίνησε μ’ ένα παροιμιώδες τσαφ, που χάρισε ουσιαστικά ένα γκολ στον Βιτόλο γράφοντας το 0-1 για την Ισπανία μέσα στο Τορίνο για τα προκριματικά του ρώσικου Μουντιάλ, που θα ήταν μάλλον μοιραίο αν δεν ισοφάριζε με τη λήξη ο Ντε Ρόσι, με πέναλτι (Οκτ. 2016). Την ίδια χρονιά, στα 38 του, ο Μπουφόν αναδείχτηκε καλύτερος ευρωπαίος τερματοφύλακας από την UEFA, καλύτερος τερματοφύλακας της Serie A, βραβεύτηκε με τη Γαλάζια Μπάλα ως κορυφαίος ιταλός διεθνής, καλύτερος 30+ παίκτης της Serie A, και τιμήθηκε με το διεθνές βραβείο Golden Foot ως η κορυφαία ποδοσφαιρική προσωπικότητα του 2016. Ανάλογες, ίσως και μεγαλύτερες, αναμένονται οι τιμές και για το 2017.


Οι Μαγείες

Καλύτερη απόκρουση, αυτή στην κεφαλιά του Ζιντάν; Ναι, ίσως ήταν η πιο σημαντική απόκρουση της καριέρας μου, αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι ήταν η καλύτερη…

Και όντως, η ιστορία θα ήταν πολύ διαφορετική αν η μπάλα στη δυνατή κεφαλιά του Ζιζού τρυπούσε τα χέρια του Μπουφόν κι έβρισκε δίχτυα, 4 μόλις λεπτά πριν την αλησμόνητη κουτουλιά στο στέρνο του Ματεράτσι. Στο κορύφωμα μιας τρικυμιώδους περιόδου, με τα προσωπικά δαιμόνια να τον κατατρέχουν, μην έχοντας ακόμα απαλλαγεί από τις κατηγορίες για τα στοιχήματα και με την ντροπιασμένη Γιούβε στη β’ εθνική ελέω σκανδάλου Calciopoli, ο Μπουφόν και οι λοιποί ραγκάτσι αναδεικνύονταν παγκόσμιοι πρωταθλητές κόντρα στα προγνωστικά, ένας θριάμβος που για τον πορτιέρε λειτούργησε ουσιαστικά σαν πέρασμα στην πολύ πιο ανέφελη περίοδο που κρατάει μέχρι σήμερα. Σαν απαραίτητο βέβαια συμπλήρωμα, το φθινόπωρο του 2006, λίγο μετά τις δόξες του Βερολίνου ο Μπουφόν διέσχισε έναν πολύ πιο ταπεινό δρόμο μέχρι το Ρίμινι, απ’ όπου ξεκινούσε η καθαρτήρια προσπάθεια της Γιούβε στη Serie B. Η απόφασή του να μείνει στην ομάδα παρά τον υποβιβασμό τον εκτόξευσε στις συνειδήσεις των φαν της ομάδας, αλλά και στο ευρύτερο κοινό, σαν υπόδειγμα συνέπειας, αλλά και με μια υπεράνω χρημάτων στάση απέναντι ση σύγχρονη μορφή του αθλήματος. Από τότε μέχρι τώρα εκείνος μοιάζει με πραγματικό Σούπερμαν-φύλακα άγγελο μιας σούπερ ομάδας. Έστω κι αν η πιο υπερηρωική εκτίναξή του χρονολογείται μάλλον από πολύ παλιά, σε μια βολίδα του Ρεκόμπα με το εξωτερικό, σε μπαράζ της Πάρμα με την Ίντερ το Μάιο του 2000.    


 

Η Φαμίλια

Η μάνα μου είχε το εθνικό ρεκόρ στον δίσκο, ο πατέρας μου ήταν αρσιβαρίστας, επίσης πολύ καλός αθλητής. Αλλά ήταν κι οι αδελφές μου κι αρκετοί ακόμη, ήμασταν μια πολύ αθλητική οικογένεια. Αν αυτό με βοήθησε να ωριμάσω; Νομίζω πως ναι, γιατί ίσως μαθαίνεις να παίρνεις τα σπορ πιο πολύ στα σοβαρά.    

Οι μεγάλες αδελφές Μπουφόν, Βερόνικα και Γκουενταλίνα ήταν βολεϊμπολίστριες που επίσης έγραψαν συμμετοχές στην Εθνική Ιταλίας, ενώ ο θείος τους (αδελφός της μαμάς) Ντάντε Μαζόκο ήταν μπασκετμπολίστας, πρωταθλητής του 1964 με την Παλακανέστρο Μιλάνο. Στο σόι, δευτερότριτος θείος, υπήρχε και τερματοφύλακας –και μάλιστα σπουδαίος- ο Λορέντσο Μπουφόν που έπαιξε (κυρίως) σε Μίλαν και Ίντερ, ενώ αγωνίστηκε εξαιρετικά και στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1962 στη Χιλή. Πάντως ο πάντρε Αντριάνο Μπουφόν είναι εκείνος που διαχρονικά εμπλέκεται σε μεγάλες αποφάσεις του Τζίτζι, από την αρχική ενασχόληση με το ποδόσφαιρο μέχρι την επιλογή της Γιουβέντους αντί της Μπαρτσελόνα το 2001. Σήμερα συγκρίνει τον γιο του μόνο με τον Λεβ Γιασίν, ενώ όταν του μιλάνε για τον 18χρονο «Τζίτζιο» Ντοναρούμα, τον προορισμένο για αντικαταστάτη του Μπουφόν στην εθνική, δέχεται την αξία του, σημειώνοντας πάντως με κάποιο νόημα: «Μου φαίνεται απίστευτο ότι έχει την ίδια ηλικία με τον Τζίζι όταν εκείνος ξεκινούσε. Φαίνεται πολύ μεγαλύτερός του, ο γιος μου στα 17 του έμοιαζε με μωρό».

 

Αντρέας Κίκηρας