Categories: FeaturedΔΙΕΘΝΗ

Ο μοναχικός θάνατος του Τζορτζ Μπελ

Τον βρήκαν να κείτεται στο πάτωμα του σαλονιού. Η πρώτη που τον αναζήτησε μετά το θάνατό του ήταν η αστυνομία. Η μυρωδιά του πτώματος έκανε μία γειτόνισσα να καλέσει το 100. Το διαμέρισμα ανήκε στον Τζορτζ Μπελ

Ο Μπελ ζούσε, όπως πολλοί Νεοϋρκέζοι, σε μία σκοτεινή γωνία λήθης. Το διαμέρισμα δεν ήξερε άλλον ένοικο. Έτσι η αστυνομία υπέθεσε ότι το πτώμα ανήκε στον ίδιο. Κανείς δεν μπορούσε να είναι σίγουρος, αφού η προχωρημένη αποσύνθεση της σωρού καθιστούσε αδύνατη την ταυτοποίηση.

Ο Μπελ δεν πέθανε το Σάββατο που βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του, εκείνη την 12η Ιουλίου του περασμένου χρόνου. Ούτε την προηγούμενη μέρα. Οι γείτονές του τον είδαν για τελευταία φορά έξι ημέρες πριν από εκείνο το Σάββατο. Ήταν Δευτέρα.

Την Τρίτη, κάτι άλλαξε στη γεμάτη ρουτίνα καθημερινότητα του Μπελ. Το αυτοκίνητό του, που πάντοτε μετακινούσε από την απέναντι πλευρά του δρόμου για να συμβαδίζει με την εναλλαγή του επιτρεπόμενου χώρου στάθμευσης, είχε παραμείνει στην λανθασμένη πλευρά, εκεί όπου το παρκάρισμα δεν επιτρέπονταν εκείνη την ημέρα. Μία κλήση βρίσκονταν ήδη κάτω από τον μπροστινό καθαριστήρα. Η γειτόνισσα του Μπελ τον κάλεσε πολλές φορές στο τηλέφωνο, όμως κανείς δεν σήκωσε το τηλέφωνο. Όλες αυτές οι ύποπτες ενδείξεις οδήγησαν στην ανακάλυψη ότι ο Μπελ ήταν νεκρός. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Στο διαμέρισμα του δεν υπήρχε καμία προφανής απάντηση για το ποιος ήταν ο Μπελ και η ζωή του, για το τι βάραινε τη συνείδησή του, για τα πάθη του, για τους ανθρώπους που αγαπούσε και τον αγαπούσαν. Όταν ανακαλύπτεις ένα θάνατο, βρίσκεις συνήθως τη ζωή που προηγήθηκε και το νόημά της, αν είχε ποτέ κάποιο. Μπορούσε κάποιος κόμπος από το νήμα της ύπαρξης του Μπελ να εξηγήσει γιατί πέθανε μόνος του, χωρίς ποτέ να τον αναζητήσει κανείς; Ίσως ναι, ίσως και όχι. Πιο σίγουρο φαίνεται να είναι ότι ο Μπελ κουβαλούσε μέσα του το μυστικό γύρω από τον ποιον αγαπούσε και για ποιον νοιάζονταν περισσότερο. Είναι μυστικά που όλοι κουβαλούμε μέσα μας, αυτά που σπάνια λέμε – αν τελικά τα πούμε – στον άλλον, γιατί προκαλούν αρκετή θλίψη. Και σπάνια έρχεται η ώρα για να βιώσουμε οικειωθελώς μία γερή δόση στεναχώριας. 

Την ώρα που ό,τι είχε απομείνει από τη σωρό του Μπελ μεταφέρονταν σε κάποιο ψυγείο νεκροτομείου, η αστυνομία προσπαθούσε να βρει κάποιον συγγενή του Μπελ. Οι γείτονες δε γνώριζαν κάποιον. Δεν είχε ούτε γυναίκα, ούτε παιδιά, ούτε αδέρφια. Η αστυνομία υπολογίζει πως βρίσκει συγγενείς για το 85% των θανόντων. Ο Μπελ βρίσκονταν στο 15% απόλυτης μοναξιάς.

Η εξώθυρα στο σπίτι του Τζόρτζ Άλμπερτ, όπου και βρέθηκε το πτώμα του.

Εννέα ημέρες είχαν περάσει από τότε που βρέθηκε το πτώμα του Μπελ, όμως κανείς δεν τον είχε αναζητήσει. To  καλοκαίρι του 2014, δύο αστυνομικοί επιθεωρητές – ο Χουάν Πλάζα και Ρόναλντ Ροντρίγκεζ – άρχισαν να ψάχνουν στο σπίτι του Μπελ, με σκοπό να ανακαλύψουν στοιχεία γύρω από τη ζωή του και το οικογενειακό του περιβάλλον. To σπίτι ήταν ακατάστατο, ωστόσο οι δύο ερευνητές είχαν γίνει μάρτυρες και πολύ πιο τραγικών περιπτώσεων. Στο παρελθόν είχαν μπει σε ένα σπίτι, το οποίο ήταν γεμάτο με τόσα έπιπλα και πράγματα, που η ιδιοκτήτρια είχε πεθάνει όρθια, αδυνατώντας να πέσει στο πάτωμα λόγω του αριθμού των αντικειμένων που την περικύκλωναν.

«Θα σε αγαπώ για πάντα, Ελεονώρα»

Στο σπίτι του Μπελ μία δυσωσμία διαχέονταν στον αέρα κάνοντάς τον αποπνηκτικό. Το μόνο πράγμα που θύμιζε κρεβάτι ήταν ο πτυσσόμενος καναπές στο σαλόνι. Το υπνοδωμάτιο και το μπάνιο φαίνονταν «λεηλατημένα». Η κουζίνα ήταν γεμάτη σκουπίδα, παλιά λαχεία που δεν είχαν ποτέ το σωστό αριθμό. Σε ένα λεκιασμένο χαρτί διάβαζε κανείς τη λίστα για τα ψώνια ενός μοναχικού ανθρώπου: αλάτι, σκόρδο, καρότα, μπρόκολο (δύο πακέτα), πρόγραμμα τηλεόρασης. Η βρύση δεν λειτουργούσε, το ίδιο και η κουζίνα, την οποία ο Μπελ φαίνεται πως δεν χρησιμοποιούσε τον τελευταίο καιρό για να μαγειρέψει. Ο Πλάζα και ο Ροντρίγκεζ έψαξαν για κάποια ατζέντα ή ημερολόγιο, ένα κινητό ή υπολογιστή, που θα μπορούσαν να «προδώσουν» κάποιο δίαυλο επικοινωνίας. 

Οι δύο τους επέστρεψαν ακόμα δύο φορές στο σπίτι του Μπελ. Όμως, εκτός από κάποια μετρητά, χαρτόνια από κουτιά πίτσας και μερικούς δίσκους από διάσημα sountracks, δεν βρήκαν την άκρη του νήματος που θα τους οδηγούσε σε κάποιο συγγενή.

Η κουζίνα στο σπίτι του Μπελ.

Τα ράφια στο σπίτι του Μπελ ήταν γεμάτα από κασέτες και βιντεοκασέτες.

Οι φωτογραφίες που βρέθηκαν στο σπίτι του Μπελ μαρτυρούν ελάχιστα για τα 72 χρόνια που διήρκεσε η ζωή του. Ανάμεσα στα προσωπικά του αντικείμενα βρέθηκε ένα αχρησιμοποίητο διαβατήριο, που είχε εκδοθεί το 2007, στο όνομα Τζορτζ Μέιν Μπελ Τζ., που είχε γεννηθεί στις 15 Ιανουαρίου του 1942. Άλλα έγγραφα έδειχναν ότι ο πατέρας του Μπελ, Τζορτζ Μπελ επίσης, πέθανε το 1969, σε ηλικία 59 ετών, ενώ η μητέρα του, Νταβίνα Μπελ, έφυγε από τη ζωή στα 76 της χρόνια, το 1981.

Ο Μπελ είχε ακόμη μερικές κάρτες από προσφιλή του πρόσφατα. Σε μία από αυτές, με ημερομηνία του 2001, ήταν γραμμένο: «Σε πήρα την Κυριακή γύρω στις δύο – αλλά δεν απάντησες. Θα ξαναπροσπαθήσω», ενώ σε μία κάρτα για την Ημέρα των Ευχαριστιών του 2007, διάβαζε κανείς: «Έχω δοκιμάσει να σε βρω στο τηλέφωνο πολλές φορές – αλλά καμία απάντηση».

Μία χριστουγεννιάτικη κάρτα του 2001 έκλεινε με τα εξής λόγια: «Θα σε αγαπώ για πάντα, Ελεονώρα». Παραπάνω, το προσφιλές πρόσωπο έγραφε στον Μπελ: «Σπάνια το αναφέρω, αλλά ελπίζω να καταλαβαίνεις πόσο σημαντικό είναι για μένα να είμαστε φίλοι. Νοιάζομαι πολύ για σένα».

Πενιχρή και «απρόσωπη» ήταν η αλληλογραφία που έφτασε στο σπίτι του Μπελ μετά το θάνατό του: ειδοποιήσεις από τράπεζες τράπεζα και την ασφαλιστική εταιρεία του σπιτιού, λογαριασμοί ρεύματος, διαφημιστικά προσπέκτους.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Κάθε ζωή αξίζει να βρει ένα γαλήνιο τέλος, όμως δεν είναι όλοι οι νεκροί το ίδιο τυχεροί. Ο Τζορτζ Μπελ ίσως στο τέλος του ταξιδιού του να ήταν λίγο παραπάνω. Χάρη σε συνεχή τηλεφωνήματα του ιατροδικαστή, βρέθηκαν ακτινογραφίες θώρακος που είχε κάνει ο Μπελ το 2004. Με αυτό τον τρόπο έγινε δυνατή και η οριστική ταυτοποίηση του πτώματους του Μπελ, του Τζορτζ από την κοινότητα Τζάκσον Χέιτς, Κουίνς, της Νέας Υόρκης.

Στις 15 Νοεμβρίου, ο Μπελ μπορούσε πλέον να κάνει το τελευταίο του ταξίδι. Λίγες ημέρες μετά την αποτέφρωσή, η τέφρα του τοποθετήθηκε σε μία μεταλλική τεφροδόχο, όπου ήταν χαραγμένο ένα περιστέρι. Πάνω στην τεφροδόχο διάβαζε κανείς: «Τζορτζ Μ. Μπελ Τζ. 1942-2014».

Ο Μπελ δεν περίμενε τη δύση της ζωής του για να αποφασίσει σε ποιους θα αφήσει την περιουσία του. Είχε επιλέξει του κληρονόμους του τουλάχιστον τριάντα χρόνια πριν από το θάνατό του: ήταν ο Μάρτιν Γουέστμπρουκ, ο Φρανκ Μούρτσι, ο Άλμπερτ Σόμπερ και η Ελεονώρα Άλμπερτ. Ακόμη, ένας δικαιούχος με το όνομα Τόμας Χίγκνμπόταμ εμφανίζονταν σε δύο τραπεζικούς λογαριασμούς του Μπελ.

Δύο από τους κληρονόμους, οι Μούρτσι και Σόμπερ, είχαν ήδη πεθάνει, ενώ όσοι ζούσαν έμειναν έκπληκτοι από την απόφαση του Μπελ να τους καταστήσει κληρονόμους του. Μονάχα η Ελεονώρα Άλμπερτ, η οποία είχε αλλάξει το όνομά της σε Φλεμ, είχε μιλήσει με τον Μπελ λίγες ημέρες πριν το θάνατό του. Οι υπόλοιποι κληρονόμοι δεν είχαν επικοινωνήσει μαζί του για χρόνια. 

Η ερευνήτρια Ελίζαμπεθ Ρούνεϊ έφτιαξε το γενεαολογικό δέντρο του Τζόρτζ Μπελ, σε μία προσπάθεια να εντοπιστούν συγγενικά του πρόσωπα τα οποία είχαν δικαιώμα κληρονομίας επί τους περιουσίας του. Τον περασμένο Φλεβάρη απεβίωσε και η Φλεμ, με αποτέλεσμα το μέρος της κληρονομιάς που της άφησε ο Μπελ να περάσει στους δικούς της νόμιμους κληρονόμους. Τι και αν δεν γνώριζαν τον Μπελ – ο αδερφός της Φλεμ είπε πως μόνο το όνομά του είχε ακούσει – οι κληρονόμοι της Φλεμ βρέθηκαν ξαφνικά δικαιούχοι σε μία περιουσία που άγγιζε περί το μισό εκατομμύριο δολάρια.

«Ήμασταν πραγματικά τρελοί ο ένας για τον άλλον. Με έκανε να νιώθω ξεχωριστή», Ελεονώρα Άλμπερτ

Η ζωή του Μπελ ήταν αρκετά λιτή. Όντας έντονα προσκολλημένος στους γονείς του, συνήθιζε να κοιμάται στον καναπέ του σαλονιού, καθώς στο μοναδικό υπνοδωμάτιο του σπιτιού κοιμόνταν οι γονείς του. Εκεί συνέχιζε να κοιμάται και μετά το χαμό τους. Όταν τελείωσε το σχολείο, ο Μπελ πήγε να δουλέψει ως μαθητευόμενος κοντά στον πατέρα του. To 1961 γνώρισε σε ένα μπαρ έναν μεταφορέα, με τον οποίο ανέπτυξε στενή φιλία. Το όνομά του ήταν Τομ Χίγκνμπόταμ. Ο Τομ βοήθησε τον Μπελ να μπει στον κλάδο των μεταφορών. Έτσι γνώρισε και άλλους τρεις συναδέλφους, που σύντομα έγιναν φίλοι του. Ήταν ο Μάρτιν Γουέστμπρουκ, ο Φρανκ Μούρτσι και ο Άλμπερτ Σόμπερ. Φώναζαν τον Μπελ «Μεγάλο Τζορτζ» λόγω της σωματοδομής του και του βάρους του που έφτανε τα 96 κιλά.

Αριστερά: Ο Άλμπερτ σε νεαρή ηλικία.

Ο Μπελ ήταν κλειστός άνθρωπος. Υπήρχαν πράγματα μέσα του που δεν μπορούσε να τα εκμαιεύσει κανείς. Ο πατέρας του πέθανε νέος και έπρεπε ο ίδιος να φροντίσει τη μητέρα του, που έπασχε από αρθρίτιδα. Ήταν καθημερινά δίπλα της, προφέροντάς της φαγητό και βοηθώντας την να κάνει μπάνιο. Στα 25 του άρχισε να βγαίνει με μία κοπέλα 19 ετών. «Ήμασταν πραγματικά τρελοί ο ένας για τον άλλον», θα έλεγε εκείνη αργότερα. «Με έκανε να νιώθω ξεχωριστή». 

Ο Μπελ με τον φίλο και συνάδελφό του, Φρανκ Μούρτσι.

Σύντομα οι δύο τους ξεκίνησαν τις προετοιμασίες του γάμου, όμως η επιμονή της μητέρας της κοπέλας να υπογράψει ο Μπελ ένα προσυμφωνητικό γάμου, το οποίο θα εξασφάλιζε την κόρη της από την περίπτωση ενός διαζυγίου, έκανε τον Τζορτζ να διαλύσει τον αρραβώνα. Από τότε δεν έκανε ποτέ κάποια άλλη σοβαρή σχέση.

Το όνομα της κοπέλας ήταν Ελεονώρα Άλμπερτ. Το όνομα Φλεμ, που απέκτησε αργότερα, ήταν εκείνο του συζύγου της, τον οποίο έχασε το 2002. Η ζωή ήθελε τον Μπελ και την Άλμπερτ να έχουν παρόμοιο τέλος. Ζούσε και εκείνη μόνη της. Πέθανε από καρδιακή προσβολή και κανείς δεν την αναζήτησε. Το πτώμα της βρήκε τυχαία ένας γείτονας, που καθάριζε την αυλή της από το χιόνι.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Το 1996, ο Τζορτζ Μπελ τραυμάτησε σε μία μεταφορά τον αριστερό του ώμο. Ποτέ του δεν ξαναδούλεψε. Η διασκέδασή του ήταν να καλεί φίλους του στο σπίτι και να τους μαγειρεύει. Ξαφνικά σταμάτησε να συγχροτίζεται με πολλούς ανθρώπους, χωρίς κανένας να μάθει το λόγο.

Παλιοί φίλοι άρχιζαν να φεύγουν από τη ζωή, παίρνοντας μαζί τους και τη φλόγα της ζωής του Μπελ, που γίνονταν όλο και πιο άδεια. Όπως λένε οι γείτονές του, παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του χαμογελαστός. Συνήθιζε μάλιστα να λέει έντονες ιστορίες σε μία νεαρή κοπέλα που ζούσε μαζί με τους γονείς στην ίδια γειτονιά. Ήταν εκείνη που παρατήρησε τη δυσωσμία που προέρχονταν από το σπίτι του Τζορτζ. Και ως νεαρή αστυνομικός, ήξερε ότι ήταν μία μυρωδιά θανάτου.

Ο Μπελ έπασχε από διαβήτη. Τα τελευταία καρέ της ζωής του ήταν ποτισμένα με αρκετό πόνο. Ίσως και ο ίδιος να περίμενε να πεθάνει. Είχε ζήσει αρκετά. «Μου λείπει», είπε ο Φρανκ Μπέρτον, ο τελευταίος καλός φίλος του Μπελ. «Θα ήθελα να δω τον Τζορτζ άλλη μία φορά. Ήταν φίλος μου. Να τον δω μονάχα για άλλη μία φορά».

Για τη σύνταξη του κειμένου χρησιμοποιήθηκε υλικό από σχετικό άρθρο των New York Times.

Θοδωρής Χονδρόγιαννος

Share
Published by
Θοδωρής Χονδρόγιαννος