ΙΣΤΟΡΙΕΣ

«Μου λείπει ο μπαμπάς μου. Ήθελα να του πω σ’αγαπώ. Και να μου το πει κι αυτός»

Ημέρα του Πατέρα, μια μέρα που όσο ήμουν μικρή δεν την πολυγιορτάζαμε. Βλέπεις δεν ήταν πολύ διαδεδομένη, έγινε μετά. Ίσως φταίει το γεγονός ότι «τα παιδιά ορφανεύουν από μάνα», όπως τραγικά με ενημέρωσαν στην κηδεία του. Και έχω βρεθεί πια σαν παιδαγωγός να φτιάχνω κάρτες και αναμνηστικά, τώρα που δεν έχω πια μπαμπά και τώρα που θα ήθελα να έχω όσο ποτέ. 

Και μόλις ξεκίνησα να κλαίω χωρίς να έχω καν απαντήσει σε τίποτα από αυτά που με έχεις ρωτήσει.

Η πρώτη ανάμνηση, η πρώτη εικόνα που έχω από εκείνον δεν φτάνει στα βρεφικά και νηπιακά μου χρόνια. Ήμουν «μαμάκιας» όπως έλεγαν και στο σπίτι. Θυμάμαι μόνο ένα αστείο σκηνικό. Πρέπει να ήμουν αρκετά μικρή και έχουμε πάει μαζί στο κρεοπωλείο. Η μαμά μας είχε ζητήσει να πάρουμε κοτόπουλο. Ο μπαμπάς γνωριζόταν με τον τότε κρεωπόλη μας και είχαν πιάσει κουβέντα. Κάποια στιγμή δίνει την παραγγελία και λέει, «βάλε μου και μία κότα». Εγώ θυμάμαι έπαθα σοκ. Άρχισα να του λέω, «μπαμπά η μαμά κοτόπουλο είπε». Εκείνοι τότε γέλασαν εγώ όμως, τι και αν με έκαναν χρυσή ότι είναι το ίδιο πράγμα, εκείνη την μέρα δεν έφαγα.

Στα χρόνια του σχολείου και καθώς ο μπαμπάς είχε βγει σε σύνταξη μικρός λόγω επαγγέλματος, άνοιγε την πόρτα κάθε πρωί, μας ξυπνούσε με την αδερφή μου, μου έφερνε το γάλα μου και φυσικά όποτε ήθελα μου χτένιζε και τα μαλλιά. Μέχρι και την τετάρτη δημοτικού ήταν εκείνος που με πήγαινε και με έπαιρνε από το σχολείο και πάντα κουβαλούσε την τσάντα μου. Δεν ξέρω πως ακούγεται αλλά εμένα μου φαίνεται πως αυτή η τόσο μικρή πράξη έκρυβε τόση τρυφερότητα.

Δυστυχώς οι πιο δυνατές μου αναμνήσεις από εκείνον είναι αυτές των τελευταίων ημερών. Προσπαθώ να μην τις φέρνω πολύ συχνά στο μυαλό μου, μου δημιουργούν αυτόν τον κόμπο στο λαιμό που δεν έχει μαλακώσει τι κι αν έχουν περάσει 8 χρόνια. Όταν χαλαρώνω μόνο φέρνω τον μπαμπά μου όπως πραγματικά ήταν στο μυαλό μου. Να κάθεται στον καναπέ του με το ποτάκι του και να βρίζει την τηλεόραση.

Η λίστα δεν τελειώνει με αυτά που θα ήθελα να κάναμε μαζί.

Εκδηλωτικός δεν ήταν σε καμία περίπτωση. Ο κυρ Γιάννης θα έλεγα ήταν ένας αυστηρός και φαινομενικά όχι πολύ υποστηρικτικός μπαμπάς, τουλάχιστον στα λόγια. Ξέραμε ότι μας αγαπούσε, αλλά δεν το έλεγε. Το καταλαβαίναμε μέσα από τις πράξεις του αλλά εμένα μου έχει μείνει ότι δεν το έλεγε. Ήταν πιο αυστηρός με την αδερφή μου νομίζω. Εγώ ήμουν το δεύτερο, το λίγο πιο ευαίσθητο και γενικά με είχαν λίγο σε μια γυάλα. Όταν ξεκίνησα να βγαίνω δεν μου χαρίστηκε. Δεν θα ξεχάσω ποτέ δύο πράγματα. Το ένα ήταν «Προσέχετε εκεί που γυρνάτε δεν θα σας ρωτήσουν θα σας ανοίξουν τα πόδια….» Και μετά σιωπή. Αυτά τα αποσιωπητικά είναι πραγματικά. Δεν συνέχισε τη φράση, αλλά μου είχε δημιουργήσει ήδη έναν τεράστιο τρόμο. Το δεύτερο ήταν όταν μετά από τις πρώτες εξόδους σαν έφηβη και αφού κάνα δυο βράδια είχα επιστρέψει αργότερα από την ώρα που είχα πει ότι θα γύριζα, είχε βάλει το κλειδί πίσω από την πόρτα. Μόλις προσπάθησα να μπω και δεν τα κατάφερα σκέφτηκα «εδώ είμαστε, τελειώσαμε…» Χτύπησα την πόρτα σιγά-σιγά. Μου άνοιξε με το γνωστό ύφος, «έχεις κάνει μ@λ@κί@» και μου είπε, «την επόμενη φορά θα κοιμηθείς στο χαλάκι».

Βέβαια ο ίδιος άνθρωπος με περίμενε αργότερα να γυρίσω από την πρώτη μου δουλειά που καθόλου δεν ήθελε να πάει το παιδάκι του να δουλέψει, γιατί για εκείνον δουλειά μου ήταν οι σπουδές μου και καθόμασταν μαζί στο καφενείο της γειτονιάς και πίναμε το ουίσκι μας.

Μου λείπει ο μπαμπάς μου.

Ο Γιάννης και η Ελένη κάποια Χριστούγεννα των 90s μοιράζονται στα ψέμματα το πρώτο ουισκάκι τους.

Όσο έμενα στο πατρικό μου μου έλειπε η παρουσία του μέσα στο σπίτι. Ήξερα που θα τον δω να κάθεται. Το γέλιο του. Μου λείπει η φωνή του που έβριζε τους πολιτικούς. Μου λείπει ο ήχος από τα κλειδιά του που τα άκουγα, όσο και αν φαίνεται περίεργο σε όσους με ξέρουν, από την είσοδο της πολυκατοικίας. Μου λείπουν όλα εκείνα που θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει και δεν προλάβαμε. Μου λείπει που δεν μπορούμε να καθίσουμε να μου πει τώρα που έχω μεγαλώσει για τη ζωή του και να πιούμε μαζί το ουίσκι μας.

Θα ήθελα να ήξερα περισσότερα για εκείνον. Ήταν κλειστός χαρακτήρας και γω ήμουν στη φάση που ήθελα να βγω να γνωρίσω τον κόσμο και τελικά δεν γνώρισα εκείνον. Σίγουρα αν μπορούσα να γυρίσω το χρόνο πίσω θα ήθελα να καθίσω. να μιλήσουμε, να τον ρωτήσω πράγματα για εκείνον, να διαφωνήσουμε, να τσακωθούμε. Και σίγουρα θα ήθελα να του πω πόσο τον αγαπώ.

Όταν έμαθα ότι ήταν άρρωστος στην αρχή πίστεψα ότι θα γίνει καλά. Ήταν το είδος του μπαμπά που δεν γινόταν να μην γίνει καλά. Όταν αργότερα η αδερφή μου με ενημέρωσε ακριβώς τι έχει και βασικά ότι δεν έχει πολύ χρόνο ζωής, ένιωσα ότι έσπασε η γυάλα και εγώ το μικρό ψαράκι έπρεπε ή να πεθάνω μαζί του ή να κολυμπήσω. Το σοκ ήταν μεγάλο. Βρέθηκα από τη μια στιγμή στην άλλη να μου λένε σε ένα νοσοκομείο ότι ο μπαμπάς δεν θα ζήσει. Δεν μπορώ να πω ξεκάθαρα τις σκέψεις μου. Προσπαθούσα να καταλάβω γιατί. Γιατί σε μας, γιατί σε εκείνον και από την άλλη να χωνέψω ότι το τέλος θα έρθει. 

Μετά από 8 χρόνια δεν έχει περάσει ούτε μία μέρα που δεν τον έχω φέρει στο μυαλό μου.

Κάθε μέρα έχανε τις δυνάμεις του και φαινόταν ότι αντί για μια μέρα πέρασαν από πάνω του 5 χρόνια. Είχε ασπρίσει πολύ, είχε αδυνατίσει. Τις τελευταίες μέρες τον κρατούσαμε για να μπορέσει να πάει στην τουαλέτα. Ήξερε ότι θα πεθάνει. Το ήξερε από την πρώτη ημέρα, παρόλο που εμείς προσπαθούσαμε να τον πείσουμε ότι θα ακολουθήσει αυτή την αγωγή και θα περάσει.

Μπροστά του ήθελα να είμαι δυνατή. Μετά πήγαινα στο δωμάτιο μου και έκλαιγα με τις ώρες. Ήσυχα να μην με ακούει. Δεν ήθελα να πολυβγαίνω για να περνάω χρόνο μαζί του. Αλλά και μέσα στο σπίτι πνιγόμουν.

Η καθημερινότητα εκείνους τους δύο μήνες της αρρώστιας δεν αντεχόταν. Η μαμά μου ήταν σε άρνηση και θεωρούσε ότι όλα θα πάνε καλά και ο μπαμπάς θα αναρρώσει. Εκείνος κυρίως ξαπλωμένος. Κοιμόταν στον καναπέ. Στο ίδιο καναπέ που τελικά πέθανε. Εγώ κοιμόμουν απέναντι του. Ήθελα να τον ακούω.

Με τα διαδικαστικά, που σε άλλη περίπτωση θα ξεκινούσαν μετά το θάνατο του ενώ στη δική μας περίπτωση ξεκίνησαν πριν, ασχολήθηκε κυρίως η αδερφή μου. Εκείνη έτρεξε τα πάντα. Τους γιατρούς, το γραφείο τελετών, ακόμα και τα ρούχα του. Δεν ξέρω που βρήκε τη δύναμη. Οι τελευταίες μέρες ήταν γεμάτες πόνο και κλάμα. Να περιμένεις ένα τέλος που θα έρθει και να μπορείς να κάνεις κάτι γι’ αυτό.

Ελπίζεις πάντα ότι θα αλλάξει κάτι.

Γενικά δεν είμαι άνθρωπος που πηγαίνω κάθε Κυριακή στην εκκλησία, εκείνες όμως τις μέρες προσευχήθηκα να αλλάξει κάτι όσο ποτέ άλλοτε. Εφόσον δεν μπορούσα να κάνω κάτι εγώ, ήλπιζα ότι θα γίνει ένα θαύμα. Δεν έγινε. Λένε ότι όλα για κάποιο λόγο γίνονται. Αυτή η φράση με εκνευρίζει. Ίσως ακόμα δεν έχω καταλάβει γιατί πρέπει να γίνονται κάποια πράγματα.

Ο Γιάννης και η Ελένη μπροστά από τη τηλεόραση που εκείνος έβριζε τους πολιτικούς και που μετά τον θάνατό του εκείνη θα έβλεπε κάθε Παρασκευή “Jersey Shore” για να καταπολεμά την θλίψη.

Ήθελα να του πω σ’αγαπώ. Και να μου το πει και αυτός. Δεν φτάνουν μόνο οι πράξεις. Καλό είναι να το λέμε στους ανθρώπους που αγαπάμε. Στους γονείς μας, στα αδέρφια μας, στους φίλους μας. Ήθελα να με δει να μεγαλώνω. Μόλις είχαμε αποκτήσει τη Νεφέλη μας, την ανηψιά μου και ήθελα να τον δω να γίνεται χαζοπαππούς. Δεν ήθελε να την αφήνουμε στο πάρκο γιατί ήταν φυλακή, έλεγε. Είμαι σίγουρη ότι τώρα θα της χτένιζε τα μαλλιά όπως και σε μένα. Ήθελα όταν παντρευτώ να με πάει εκείνος στην εκκλησία. Η λίστα δεν τελειώνει με αυτά που θα ήθελα να κάναμε μαζί.

Δεν ξέρω αν ισχύει ότι τα κορίτσια έχουν αδυναμία στον μπαμπά τους. Δεν μου αρέσουν τα στερεότυπα. Δεν μπορώ να δεχτώ ότι υπάρχει μέτρο στην αγάπη ή προτιμήσεις σε αυτούς που αγαπάς. Ποιον αγαπάς πιο πολύ τη μαμά ή τον μπαμπά; Πόσο λάθος. Ούτε μπορώ να δεχτώ τα παιδιά ορφανεύουν μόνο από μάνα. Δεν θα την ξεχάσω ποτέ αυτή την τόσο σκληρή πρόταση.

Ήθελα να του πω σ’αγαπώ. Και να μου το πει και αυτός.

Μαθαίνεις να ζεις με την απώλεια. Στην αρχή πονάς πολύ και μετά λιγότερο. Αλλά πονάς. Μετά το θάνατο του μπαμπά «έπρεπε» να φοράμε μαύρα. Το αγαπημένο μου χρώμα μέχρι τότε. Εκείνη την περίοδο το σιχάθηκα. Κράτησα τα μαύρα 40 μέρες. Δεν ξέρω γιατί, ίσως γιατί έπρεπε.

Λένε πως ζωή προχωράει. Όντως προχωράει. Δεν είναι μια κλισέ φράση.

Δε σταμάτησα να γελάω. Δε σταμάτησα να βγαίνω, να βλέπω τους φίλους μου, να τραγουδάω, να χορεύω. Λίγο δύσκολα στην αρχή. Πολύ black humor, απότομα κλάματα στα ξαφνικά, πεσμένη ψυχολογία, δυσκολίες που δεν ήξερες ότι θα αντιμετωπίσεις, να πρέπει να γίνεις στήριγμα για τη μαμά σου, που μέχρι τότε ήταν η μαμά σου και τώρα γίνεσαι εσύ η δική της.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι μετά από 8 χρόνια δεν έχει περάσει ούτε μία μέρα που δεν τον έχω φέρει στο μυαλό μου.

Και κάπου εδώ τελειώνω. Δεν ξέρω τι έχω γράψει και δεν αντέχω να τα ξαναδιαβάσω. Το μόνο που θέλω να προσθέσω είναι ότι είμαι πολύ τυχερή που έχω δίπλα μου ανθρώπους που με αγαπούν και έγιναν το πιο δυνατό μου στήριγμα. Δεν ξέρω τι θα έκανα αν δεν ήταν εκεί για μένα.
POPAGANDA

Share
Published by
POPAGANDA