Categories: ΔΙΕΘΝΗ

Γιατρός στις ΗΠΑ: «Κάνω αυτό που πρέπει να κάνω και φεύγω. Δεν καθησυχάζω, δεν εξηγώ και δεν τους κρατάω πια το χέρι»

Ως γιατρός σε μονάδα εντατικής θεραπείας, είμαι συνηθισμένη στο να δίνω κακά νέα, αλλά δεν ήμουν προετοιμασμένη γι’ αυτό που συμβαίνει τώρα. 

Σταμάτησα για λίγο έξω από το δωμάτιο μιας ασθενούς για να την παρακολουθήσω. Ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι, διασωληνωμένη με αναπνευστήρα από την τραχεοστομία στο λαιμό της. Ο σύζυγός της καθόταν σε μια μικρή πλαστική καρέκλα δίπλα της, με το χέρι του στο πόδι της, χαμογελώντας με κάποιο sitcom που έπαιζε στην τηλεόραση. Δίστασα για λίγο, αλλά μετά μπήκα μέσα.

Έπρεπε να του το πω. Δεν υπήρχε τρόπος να το κάνω πιο εύκολο. «Το νοσοκομείο αλλάζει τους κανόνες», του είπα. «Όχι επισκέπτες. Όταν φύγετε σήμερα, πρέπει να αποχαιρετηθείτε».

Είδα πως άλλαξαν τα πρόσωπά τους. Η αναπνοή της ασθενούς επιταχύνθηκε και ο συναγερμός του αναπνευστήρα χτύπησε. Ο σύζυγός της έβαλε γρήγορα το χέρι του στον ώμο της και οι αναπνοές της επιβραδύνθηκαν, ενώ ο συναγερμός σίγασε. Ήξερε πώς να την ηρεμήσει. Ήταν πάντα εκεί σε όλα – την νοσηλεία για την κυστική ίνωση, την μεταμόσχευση, την απόρριψη του μοσχεύματος. Όταν έχασε τη φωνή της, λόγω του σωλήνα τραχειοστομίας, εκείνος μιλούσε γι ‘αυτήν.

Αλλά τώρα, καθώς τα πρωτόκολλά μας γίνονται πιο αυστηρά, για να προστατέψουμε τους ασθενείς μας από την απειλή του Covid-19, είναι μόνη. Εδώ στο νοσοκομείο μου, όπως και σε πολλά άλλα σε ολόκληρη τη χώρα, έχουμε διώξει τους περισσότερους επισκέπτες. Είναι μια σκληρή απόφαση που αφήνει τους ασθενείς μας να υποφέρουν από τις ασθένειές τους σε μια ιατρική εκδοχή απομόνωσης. Και ανησυχώ για αυτούς. Επειδή όλοι εμείς που βρισκόμαστε στην πρώτη γραμμή, απλά δεν έχουμε κάποιο σχέδιο για όλο αυτό.

Η απομόνωση είναι, φυσικά, ακόμη πιο βαθιά για όσους έχουν μολυνθεί ή εξετάζονται για κορονοϊό. Φρόντιζα έναν τέτοιο ασθενή ο οποίος ήταν διασωληνωμένος και ξαφνικά άρχισε να βήχει αίμα. Ήταν μόνος στο δωμάτιό του και μιλούσε με βιντεοκλήση με την κόρη του, όταν ξεκίνησε να βήχει. Αυτή είναι η τελευταία εικόνα που έχει για τον πατέρα της, σε μια οθόνη του τρεμόπαιζε, με το αίμα να κηλιδώνει τη νοσοκομειακή του ρόμπα. Την ενημερώνω μέσω τηλεφώνου, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν είμαι σίγουρη πότε θα μπορέσει να τον δει και πάλι.

 ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Ή ακόμα κι αν θα μπορέσει να τον δει. Η εικόνα των μοναχικών θανάτων ασθενών με κορονοϊό στην Ιταλία κρέμεται πάνω από όλους μας. Μιλώντας με μια συνάδελφο νοσηλεύτρια πρόσφατα, την ρώτησα τι είναι αυτό που την ανησυχεί περισσότερο. «Οι ασθενείς που πεθαίνουν μόνοι», μου απάντησε κατευθείαν.

Ένας γιατρός που βρισκόταν δίπλα της, κούνησε το κεφάλι του συμφωνώντας και έχοντας ένα βλέμμα όλο θλίψη.  Σε μια πρόσφατη βάρδια, είχε διασωληνώσει ένα ηλικιωμένο ζευγάρι που και οι δύο είχαν σοβαρή αναπνευστική ανεπάρκεια λόγω του κορονοϊού. Η κόρη τους ρώτησε αν θα μπορούσε να έρθει να τους δει. Παρόλο που θα κάνουμε εξαιρέσεις για επισκέψεις σε όσους βρίσκονται κοντά στο τέλος της ζωής τους, σε αυτή την περίπτωση, έπρεπε να πει όχι. Ζούσαν όλοι μαζί, η ίδια η κόρη είχε πυρετό και ως εκ τούτου θα μπορούσε να μολύνει και άλλους νοσηλευόμενους ασθενείς. Αυτό σημαίνει ότι εάν οι γονείς της πεθάνουν από αυτό, θα το κάνουν σε ξεχωριστά αποστειρωμένα δωμάτια, μακριά από όποιον τους αγαπά.

Συνεπώς, εναπόκειται σε εμάς, τους εργαζόμενους στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης, να βρούμε τρόπους για να διατηρήσουν τη σύνδεση με τους δικούς τους, να εξισορροπήσουμε τον φόβο μας με τρυφερότητα. Αυτό δεν θα είναι εύκολο. Θέλω να πιστεύω πως είμαι το είδος του γιατρού που κάθεται δίπλα στο κρεβάτι του ασθενούς, που του κρατά το χέρι, ο οποίος εξηγεί τι συμβαίνει αργά, ακόμα και στους διασωληνωμένους ασθενείς μου επειδή δεν ξέρω τι θα θυμούνται. Θέλω να είμαι η γιατρός που είναι πάντα πρόθυμη να περάσει μερικά επιπλέον λεπτά με τον ασθενής της, παρά το γεγονός ότι μπορεί να είμαι αγχωμένη ή να βιάζομαι γιατί πρέπει να δω και άλλους ασθενείς.

Αλλά αυτό δεν είναι το είδος του γιατρού που είμαι αυτές τις τελευταίες εβδομάδες. Δεν θέλω να περάσω μια στιγμή παραπάνω απ’ όσο πρέπει, στο δωμάτιο ασθενών με Covid-19. Ακόμη και με μια μάσκα σταθερά στη θέση της, ακόμα και με ιατρική ρόμπα και προστατευτικά γυαλιά, δεν θέλω να μοιράζομαι τον ίδιο αέρα μαζί τους. Έτσι, κάνω αυτό που πρέπει να κάνω και φεύγω. Δεν καθησυχάζω, δεν εξηγώ και σίγουρα δεν τους κρατάω πια το χέρι. Η αλήθεια είναι ότι φοβάμαι.

Όσο για τις οικογένειες και την επαφή τους με τους ασθενείς, ούτε αυτό είναι εύκολη υπόθεση. Ο αριθμός των τηλεφωνικών κλήσεων που πρέπει να κάνουμε έχει αυξηθεί, όπως και ο όγκος των ασθενών. Κατανοώ πόση σημασία έχουν αυτές οι κλήσεις, όταν ακούω τον τρόπο με τον οποίο σηκώνει το τηλέφωνο μια κόρη, τον τρόπο με τον οποίο ένας σύζυγος μου ζητά να μιλάω αργά, ώστε να μπορεί να κρατάει σημειώσεις. Αλλά ο χρόνος είναι λίγος. Τα αδιάκοπα «μπιπ» των βομβητών μας λένε πως πρέπει να κλείσουμε το τηλέφωνο. «Θα μιλήσουμε ξανά αύριο», λέω, και ελπίζω αυτό να είναι αλήθεια.

Αλλά δεν αρκεί. Αν αυτή είναι η νέα μας πραγματικότητα, τότε πρέπει να το κάνουμε καλύτερα. Στο νοσοκομείο μου, προσπαθούν να φέρουν από ένα iPad στο κρεβάτι του κάθε ασθενή που νοσηλεύεται σε απομόνωση, λόγω κορονοϊού. Θα χρειαστεί επίσης να κάνουμε πρόβα και όλες εκείνες τις δύσκολες κλήσεις που θα κάνουμε, όταν θα χρειαστεί να πούμε από τηλεφώνου ότι κάποιος πέθανε, χωρίς να μπορούμε να βασιστούμε στη γλώσσα του σώματος και στις εκφράσεις του προσώπου.

Ως γιατροί, καταλαβαίνουμε τώρα ότι οι ασθενείς μας και οι οικογένειές τους φέρουν αόρατες ουλές από την εποχή τους στη μονάδα εντατικής θεραπείας – άγχος, κατάθλιψη, μετατραυματικό στρες. Οι λέξεις που χρησιμοποιούμε έχουν μεγάλη σημασία και ξέρω ότι δουλεύουμε πολύ και φοβόμαστε ότι δεν θα έχουμε τον εξοπλισμό που χρειαζόμαστε για να προστατευθούμε, αλλά ανησυχώ ότι αν δεν βρούμε κάποιο τρόπο για να μετριάσουμε την απόλυτη απομόνωση που έχει δημιουργήσει αυτός ο ιός, τότε θα έχει αφήσει πίσω του ένα στόλο «τραυματισμένων» ασθενών και οικογενειών.

Σκεφτόμουν όλα αυτά, καθώς περπατούσα στο νοσοκομείο πρωί, αφού η ασθενής μου και ο σύζυγός της είπαν αντίο. Η αίθουσα αναμονής, που συνήθως είναι τόσο γεμάτη που οι άνθρωποι πρέπει κάθονται μέχρι και στο πάτωμα, ήταν άδεια. Ποτέ δεν την είχα δει έτσι. Μονάχα μια κούπα καφέ σε ένα τραπέζι θύμιζε πως ήταν τα πράγματα μέχρι χτες.

Μπήκα στη μονάδα εντατικής θεραπείας, με κατεύθυνση προς το δωμάτιο της ασθενούς μου. Ήταν ήδη ξύπνια, αναπνέοντας γρήγορα στον αναπνευστήρα, με τα μάτια ορθάνοιχτα. Όταν με είδε, άρχισε να μουρμουρίζει μερικά λόγια. Ο σύζυγός της θα ήταν σε θέση να καταλάβει, αλλά τα χείλη της κινήθηκαν γρήγορα και δεν είχα ιδέα τι προσπαθούσε να πει. Γρήγορα απογοητεύτηκε. «Λυπάμαι», της είπα. Έκλεισε τα μάτια της και γύρισε το κεφάλι προς την άδεια καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι της. Ζήτησα ξανά συγγνώμη και στη συνέχεια, καθώς ο βομβητής μου με καλούσε, βγήκα από το δωμάτιο, αφήνοντάς την μόνη.

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στους New York Times.
Ντενίσα-Λυδία Μπαϊρακτάρι

Γεννήθηκε στην Αλβανία, λίγο πριν την πτώση του κομμουνισμού. Ζει στην Αθήνα από το 1997, παράτησε με μεγάλη επιτυχία το τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών της Παντείου και από το 2017 ασχολείται με την δημοσιογραφία.

Share
Published by
Ντενίσα-Λυδία Μπαϊρακτάρι