ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΛΙΤΙΚΑ

Πώς διασφαλίζει ο νόμος «το συμφέρον του τέκνου» που έχει καταγγείλει τον γονέα του για κακοποίηση;

Τις τελευταίες μέρες έχει γνωστοποιηθεί μέσα από τις δημόσιες τοποθετήσεις της δικηγόρου της μητέρας και της δικηγόρου του πατέρα, αντίστοιχα, η υπόθεση ενός 10χρονου κοριτσιού, κατά την οποία το παιδί είχε καταγγείλει τον πατέρα του για σεξουαλική κακοποίηση τον περασμένο Δεκέμβρη. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που έχουν δημοσιοποιηθεί, αφού πρώτα η 37χρονη μητέρα απευθύνθηκε στην αστυνομία και έδωσε τη δική της κατάθεση, οδήγησε το παιδί στη ΓΑΔΑ προκειμένου να μιλήσει στην Υποδιεύθυνση Προστασίας Ανηλίκων.

Στην Popaganda, σεβόμενοι πως η υπόθεση αποτελεί ένα εν εξελίξει ζήτημα αντιδικίας που αφορά στην κακοποίηση ανηλίκου, επιλέγουμε να μην αναπαράγουμε τις λεπτομέρειες που έχουν δει το φως της δημοσιότητας τις τελευταίες ημέρες, τόσο από την υπεράσπιση της μητέρας όσο και του πατέρα.

Φτάνοντας στο παρόν, είναι γνωστό πως σε βάρος του πατέρα έχει ανοίξει ποινική δικογραφία, χωρίς ωστόσο να του έχει ασκηθεί ακόμη δίωξη. Την προηγούμενη δε Τρίτη, 2 Μαΐου, εξετάστηκε η προσωρινή διαταγή που κατέθεσε ο πατέρας κατά την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ζητούσε επικοινωνία με το παιδί. Βάσει της απόφασης της προσωρινής διαταγής, του δόθηκε το δικαίωμα για επικοινωνία με την ανήλικη, χωρίς την παρουσία τρίτου ατόμου, καθώς και εκείνο της διανυκτέρευσης κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο.

Στον απόηχο των έντονων αντιδράσεων που έχει αναδύσει η συγκεκριμένη απόφαση, τη στιγμή που ένα παιδί έχει καταγγείλει τον πατέρα του για σεξουαλική κακοποίηση, και του δίνεται το δικαίωμα της ελεύθερης επικοινωνίας μαζί του, απευθυνθήκαμε στον Δικηγόρο παρ’ Αρείω Πάγω, Διονύση Χιόνη, για να μάθουμε τι προβλέπει ο νόμος για το «το συμφέρον του τέκνου» που καταγγέλλει τον γονέα του για κακοποίηση. 

Όπως εξηγεί ο κ. Χιόνης, «Σε τέτοιου είδους υποθέσεις παιδικής κακοποίησης στις οποίες καταθέτει και κάποιος γονέας (η μητέρα στη συγκεκριμένη περίπτωση), πρέπει οι δικαστές να εξετάσουν αρχικά αν υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις για τη μήνυση που έχει γίνει ή αν πρόκειται για μια μήνυση στην οποία έχει προχωρήσει μόνο ο γονέας, χωρίς το ίδιο το παιδί να έχει μιλήσει στη ΓΑΔΑ και να έχει εξεταστεί από κάποιον παιδοψυχολόγο. Στη ΓΑΔΑ στο Τμήμα Ανηλίκων υπάρχει πάντα παιδοψυχολόγος ή ψυχολόγος της αστυνομίας για να καταθέσει ένα ανήλικο».

«Από εκεί και πέρα, ο γονέας στον οποίο έχει γίνει η μήνυση (ο πατέρας εν προκειμένω) έχει το δικαίωμα να ασκήσει ασφαλιστικά μέτρα και κατά την αίτηση ασφαλιστικών, να ζητήσει επικοινωνία με το τέκνο. Συνήθως, ωσότου εκδικαστούν τα ασφαλιστικά μέτρα, χρειάζονται 2-3 μήνες. Όσον αφορά στην προσωρινή διαταγή, αυτή δίνεται σε διάστημα 2-3 συνήθως ημερών, εντός των οποίων γίνεται μια πρώτη, πολύ σύντομη εκτίμηση από τον/την δικαστή σε ένα γραφείο και όχι σε δικαστική αίθουσα», διευκρινίζει ο δικηγόρος.

Μάλιστα, πρόκειται για ένα στάδιο που διαρκεί πολύ λίγη ώρα, δεν υπάρχει ακροαματική διαδικασία και συνήθως δεν εξετάζονται μάρτυρες. «Εννέα στις δέκα φορές, σε αυτές τις περιπτώσεις, δίνεται το δικαίωμα στον γονέα στον οποίο έχει γίνει η μήνυση, να βλέπει το παιδί αυστηρά εν παρουσία τρίτου (μητέρα, πατέρας, γιαγιά, παππούς, κοινωνικός λειτουργός κ.λπ), για συγκεκριμένες ώρες, στο σπίτι του συγγενή ή σε ουδέτερο χώρο, όπως κάποια δομή ή κέντρο ψυχικής υγείας του δήμου».

Σύμφωνα με όσα επισημαίνει ο κ. Χιόνης για το συμφέρον των τέκνων σε υποθέσεις καταγγελίας κακοποίησης από κάποιον γονέα, «Αν και δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη διάταξη ή κάποιος νόμος που να ορίζει πως αν έχει γίνει καταγγελία εκ μέρους ενός ανήλικου σε κάποιον γονέα, η επαφή απαγορεύεται, ο νόμος λειτουργεί και οφείλει να λειτουργεί βάσει διαφόρων κριτηρίων στην εκάστοτε περίπτωση, και υπέρτατο όλων των κριτηρίων πρέπει να είναι το συμφέρον του τέκνου. Ο δικαστής δηλαδή πρέπει να κρίνει κάθε φορά έχοντας ως γνώμονα το συμφέρον του παιδιού και γι’ αυτό του παρέχεται το δικαίωμα της τροποποίησης της επικοινωνίας, ώστε να μπορεί να προστατευτεί το παιδί. Όταν υπάρχει μια τέτοιου είδους ενεργή μήνυση, καταλαβαίνουμε πως το συμφέρον του τέκνου είναι να προστατευτεί από το πρόσωπο που καταγγέλλει, μέχρι να αποδειχθεί τι έχει συμβεί, πράγμα το οποίο δεν βλέπουμε να εφαρμόζεται στην περίπτωση του 10χρονου κοριτσιού».

Ο ίδιος προσθέτει πως, «Το λογικό και το αναμενόμενο σε πρώτη φάση, είναι να πει ο δικαστής μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου ότι πρέπει να προστατευτεί το παιδί από το πρόσωπο που καταγγέλλει, εφόσον έχει καταθέσει και το ίδιο όπως προανέφερα. Μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης των ασφαλιστικών, ο δικαστής κρίνει βάσει όσων στοιχείων έχει στη διάθεσή του και όσων λέει η κάθε πλευρά. Όταν τίθεται ζήτημα κακοποίησης, ο δικαστής πρέπει να κάνει ένα βήμα πίσω και η εκτίμηση να γίνεται μετά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, στο πλαίσιο μιας κανονικής δίκης».

«Αν για παράδειγμα, δίνοντας ο δικαστής τη διαταγή για επικοινωνία και διανυκτέρευση, κακοποιηθεί ξανά το παιδί, ευθύνη έχει και ο δικαστής που το επέτρεψε αυτό και δεν εκτίμησε σωστά, με αποτέλεσμα να τίθεται ζήτημα κακοδικίας για τον ίδιο. Φυσικά, σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει να τίθεται παράλληλα σε προτεραιότητα η διαλεύκανση της υπόθεσης και να μην υπάρχουν καθυστερήσεις, ώστε να μην χάνει και ο εκάστοτε καταγγελλόμενος γονέας τη δυνατότητα επικοινωνίας σε περίπτωση που είναι αθώος», διασαφηνίζει ο δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω.

Φτάνοντας στο στάδιο της εκδίκασης των ασφαλιστικών μέτρων, όπως εξηγεί ο κ. Χιόνης, «Αφότου λοιπόν η υπόθεση προχωρήσει σε κανονική δίκη και εκδικαστούν τα ασφαλιστικά μέτρα, εφόσον υπάρχουν όλα τα απαραίτητα τεκμήρια και η υπόθεση έχει περάσει από ειδικά συμβούλια, το δικαστήριο δικαιούται να μην πειστεί, και παρόλο που δεν έχει αποφανθεί ακόμη το ποινικό δικαστήριο για το αν υπάρχει κακοποίηση, μπορεί να δώσει την πλήρη επικοινωνία στον γονέα που εκδικάζεται, μαζί με διανυκτέρευση. Αυτό όμως μπορεί να συμβεί μόνο αφότου έχουμε φτάσει σε αυτό το στάδιο».

«Οφείλουμε να σημειώσουμε, ανεξαρτήτως της συγκεκριμένης υπόθεσης, πως τα τελευταία χρόνια βλέπουμε στα δικαστήρια πολύ συχνά τέτοιου είδους καταγγελίες, αληθείς αλλά και ψευδείς. Δυστυχώς υπάρχουν και αυτές οι περιπτώσεις κατά τις οποίες γονείς που βρίσκονται σε αντιδικία μπορεί να πάρουν γνωματεύσεις από ψυχολόγους ιδιώτες, με σκοπό να ζημιώσουν την άλλη πλευρά. Οι δικαστές λοιπόν πολλές φορές, φτάνουν στο άλλο άκρο και αντί να εκτιμήσουν το συμφέρον του τέκνου, σπεύδουν να καταλήξουν σε συμπεράσματα για ψευδείς καταγγελίες, με αποτέλεσμα να καταστρέφουν ένα παιδί που ενδέχεται να έχει κακοποιηθεί», καταλήγει ο ίδιος, επισημαίνοντας τη σημαντικότητα της αντικειμενικής και νηφάλιας κρίσης των δικαστών.

Λουίζα Σολομών-Πάντα