Ένας χρόνος από τη φωτιά στη Μόρια: Ο αποκαρδιωτικός απολογισμός

Πριν ένα χρόνο η Μόρια, που στις διηγήσεις των προσφύγων που πέρασαν από εκεί περιγράφεται ως επίγειο έρεβος και στα διεθνή δημοσιεύματα ως «ντροπή της Ευρώπης», καταστράφηκε ολοσχερώς εξαιτίας της φωτιάς που ξέσπασε. Είναι κάπως αδόκιμο να μιλάμε για ευχές πάνω από τις αναθυμιάσεις άλλα αν αναδύθηκε μια μαζική έκκληση τότε, αυτή δεν ήταν άλλη από το να μην υπάρξει ξανά Μόρια, να μην υπάρξει ξανά μια τοπογραφική συνθήκη που θα συντρίβει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Οι τελευταίες στάχτες να κρατηθούν ως μνημονικά ίχνη μιας εξαθλίωσης που δε θέλουμε να επαναληφθεί. Δεν εισακούστηκαν, όμως. Παρότι άλλαξαν πολλά από τότε, ο πυρήνας της κρατικής διαχείρισης του προσφυγικού ζητήματος σκλήρυνε αντί να μαλακώσει.

Ανάμεσα από τις κατεστραμένες εγκαταστάσεις έπειτα από τη φωτιά στον προσφυγικό καταυλισμό της Μόριας, Λέσβος, 9 Σεπτεμβρίου 2020. Φωτ. Elias Marcou / SOOC

Η Μόρια δεν ήταν απλά ένα camp, υπερπληθές και κακό. Ήταν η επιτομή του δόγματος της αποθάρρυνσης, της βαθιά προβληματικής αντίληψης ότι «αν κάνουμε το βίο αβίωτο στους ανθρώπους που ζητούν άσυλο, θα σταματήσουν να έρχονται», λες και σταματάει ποτέ η ανάγκη όσων διώκονται ή κινδυνεύουν να αναζητούν ειρήνη και ασφάλεια. Μια μικρή πόλη που προσιδίαζε σε μαύρη τρύπα, καταπίνοντας την ίδια την υποκειμενικότητα. Οι άνθρωποι στη Μόρια έχαναν το πιο ουσιώδες τους χαρακτηριστικό, την ανθρωπινότητα τους. Έφτασε κάποια στιγμή να εσωκλείει στην άτυπη ζούγκλα της κοντά στα 20. 000 άτομα. Το βράδυ της 8ης του Σεπτέμβρη του 2020 που ξεκίνησε η φωτιά, στη Μόρια ζούσαν 12.767 άτομα. Βάσει των τελευταίων διαθέσιμων στοιχείων της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες την ίδια περίοδο (30 Αυγούστου 2020), 23% του προσφυγικού πληθυσμού στη Λέσβο ήταν γυναίκες, 39% παιδιά και κατά συνέπεια 38% άντρες. Από αυτές/ούς, το 85% ζούσε στη Μόρια.

Ανάμεσα τους και ο Μοχάμεντ με την οικογένεια του. Κατάγονται από τη Συρία και οι λόγοι που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους είναι προφανείς. Ήρθαν εδώ με τρία παιδιά και απέκτησαν ένα ακόμα στην πορεία. Έφτασαν στις ακτές της Λέσβου την Πρωτοχρονιά του 2020 και τους οδήγησαν στη Μόρια:

«Μας άφησαν εκεί στις 6 τα απόγευμα χωρίς καν να μας δώσουν κουβέρτες ή σκηνή. Μείναμε έξω μέχρι το επόμενο πρωί που ήρθε μια οργάνωση και μας έδωσε κουβέρτες τουλάχιστον. Χρειάστηκε να πουλήσω το κινητό μου για να φτιάξω ένα πρόχειρο κατάλυμα. Στη Μόρια για το πιο μικρό πράγμα του κόσμου έπρεπε να περιμένεις πολλές ώρες στην ουρά. Για παράδειγμα, το πρωινό μοιράζονταν στις 8 το πρωί. Πήγαινα από τις 4 ή τις 5. Μέχρι να πάρω το πρωινό και να το πάω στην οικογένεια μου, έπρεπε να ξαναστηθώ στην ουρά για το μεσημεριανό. Τον τρίτο μήνα μου έκοψαν το οικονομικό βοήθημα, επειδή είχαν βγει δύο απορριπτικές προτάσεις στην αίτηση ασύλου που υπέβαλλα. Σκέφτομαι ότι αν δεν είχα αγοράσει μόνος μου τη σκηνή που μέναμε, θα μας την έπαιρναν κι αυτή και δε θα είχαμε τίποτα. Όταν το camp πήρε φωτιά μείναμε στο δρόμο κοντά έναν μήνα. Ο γιος μου έπεσε και χτύπησε, αποφάσισα να τον μεταφέρω στο νοσοκομείο και μου είπαν ότι δε δικαιούμαστε περίθαλψη. Μετά μας πήγαν στο νέο camp. Μας έδωσαν μια μικρή σκηνή στην οποία τοποθέτησαν άλλη μια οικογένεια. Σε μια σκηνή δύο οικογένειες. Τους πρώτους τρεις μήνες δεν υπήρχε καμία δυνατότητα υγιεινής, δεν είχαμε ούτε μπάνια. Όταν έβρεχε οι σκηνές διαλύονταν. Έπρεπε να περιμένουμε έξω μέχρι να κοπάσει η βροχή. Η σκηνή μας απείχε 50 μέτρα από τη θάλασσα. Προσπαθούσαμε με τη γυναίκα μου να χωρίζουμε τις δουλειές γιατί ανησυχούσαμε μη πάθουν κάτι τα παιδιά τόσο κοντά στη θάλασσα, είχαν συμβεί πολλά ατυχήματα. Αυτός ο χώρος παλιότερα χρησιμοποιούνταν από το στρατό με αποτέλεσμα τα παιδιά να βρίσκουν συχνά υπολείμματα στρατιωτικού υλικού. Μας επέτρεπαν να βγούμε μόνο για τέσσερις ώρες την εβδομάδα. Ρεύμα είχαμε μόνο κάποιες ώρες. Το φαγητό ήταν πραγματικά κακό. Ζητούσαμε φαγητό που να μπορούσε να φαγωθεί αλλά κανείς δεν ανταποκρίνονταν στο αίτημα μας. Δεν άντεχα άλλο. Τα παιδιά μου ήταν άρρωστα και χωρίς πρόσβαση στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Ζήτησα να αρθεί ο γεωγραφικός περιορισμός. Ήρθαμε στην Αθήνα, μείναμε σε ξενοδοχείο με 20 ευρώ τη βραδιά. Προσπαθήσαμε να βρούμε θέση στον Ελαιώνα και στη Μαλακάσα άλλα δε μας δέχτηκαν. Μαζεύω πλαστικά και μπουκάλια για να βγάζω λίγα χρήματα για φαγητό και για το δωμάτιο του ξενοδοχείου. Δε ζητάω κάτι τρομερό, ένα μέρος που να μπορώ να ζήσω με την οικογένεια μου και να στέλνω τα παιδιά μου σχολείο. Η κόρη μου είναι 7 χρονών και δεν έχει πάει ποτέ στο σχολείο, δεν ξέρει να γράφει ή να διαβάζει σε καμία γλώσσα»

Η περίπτωση του Μοχάμεντ είναι πολύ χαρακτηριστική. Με διαδικασίες express απορρίφθηκε η αίτηση ασύλου με το επιχείρημα πως «η Τουρκία είναι μια ασφαλής χώρα» και θα μπορούσε να μείνει εκεί. Το Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες ανέλαβε τη νομική αρωγή στην υπόθεση του. Κατέθεσε αίτηση αναστολής της απόφασης για να μην απελαθούν στην Τουρκία και τον Οκτώβριο αναμένεται να εξεταστεί η αίτηση ακύρωσης. Στο μεταξύ ο Μοχάμεντ ζει σε μια ζώνη αορατότητας. Δεν έχει ΑΜΚΑ, δε λαμβάνει καμία οικονομική ενίσχυση, δεν έχει καν πρόσβαση σε δομές στέγασης και στο δημόσιο σύστημα υγείας. Αυτός και η οικογένεια του παραμένουν εγκλωβισμένοι στην ανασφάλεια και την αναμονή.

«Αντί οι υπηρεσίες να εξετάσουν γιατί ένας άνθρωπος φεύγει από τη χώρα καταγωγής του, αν κινδυνεύει εκεί, εάν εμπίπτει σε αυτά που ορίζονται από τη Σύμβαση της Γενεύης, μετατοπίζουν το ζήτημα στο εάν θα μπορούσε να είναι ασφαλής σε κάποια άλλη χώρα και εν προκειμένω στην Τουρκία. Επί της ουσίας το ελληνικό κράτος αποποιείται την ευθύνη και σπρώχνει τους ανθρώπους στα εξωτερικά σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι ένα είδος αποτροπής. Να επισημάνω, γιατί έχει και μια συμβολική αξία, πως μόνο η Ελλάδα και η Ουγγαρία έχουν λάβει τέτοιες αποφάσεις για την Τουρκία. Έναν χρόνο μετά τη φωτιά στη Μόρια παρατηρούμε ότι έχει αυστηροποιηθεί όλο το σύστημα ως προς την πρόσβαση στο άσυλο, από την υποδοχή μέχρι τη δυνατότητα προσφυγής. Στο κομμάτι της στέγασης έχουμε υπόψη μας επωφελούμενες/ους που βρέθηκαν παρατημένοι στο πουθενά χωρίς καμία κρατική μέριμνα και αφέθηκαν μόνοι τους να βρουν τρόπο να επιβιώσουν. Το καινούργιο camp στο Μαυροβούνι δε συνιστά αξιοπρεπή λύση. Είναι ένας καταυλισμός πάνω στην παραλία που σημαίνει ότι βρίσκεται εκτεθειμένος σε όλα τα καιρικά φαινόμενα. Μαζί με άλλες οργανώσεις είχαμε εκφράσει ανησυχίες σχετικά με το μόλυβδο στο έδαφος και δεν έχουμε κάποια νεότερη ενημέρωση. Για τα παιδιά υπάρχει πρόσθετος κίνδυνος να μένουν τόσο κοντά στη θάλασσα, πόσο μάλλον στις αρχές με φορτηγά να μπαινοβγαίνουν στον καταυλισμό. Συνεχώς ακούμε παράπονα για περιορισμένη πρόσβαση σε ιατρικές υπηρεσίες. Υπάρχουν άνθρωποι με πάγιες ανάγκες τακτικής παρακολούθησης που δεν εκπληρώνονται» υπογραμμίζει ο Σπύρος Βλαντ – Οικονόμου, υπεύθυνος Προάσπισης Θέσεων στο Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες.

Αμέσως μετά την καταστροφή της Μόριας ελάχιστα έγιναν στην κατεύθυνση εξασφάλισης σωστής στέγασης για τον πληθυσμό. Τα 400 ασυνόδευτα ανήλικα προσφυγόπουλα που διέμεναν στο camp μεταφέρθηκαν τα πρώτα εικοσιτετράωρα σε ασφαλέστερες τοποθεσίες στην ενδοχώρα και στο εξωτερικό. Αυτή ήταν μια σωστή αν και αργοπορημένη κίνηση. Ο υπόλοιπος πληθυσμός πέρασε κάποιες μέρες στο δρόμο κυριολεκτικά, με περιορισμένη πρόσβαση σε νερό και φαγητό και τα μπλόκα της Αστυνομίας να τους εμποδίζουν την είσοδο στην πόλη της Μυτιλήνης. Στήθηκε με εντελώς πρόχειρους και βεβιασμένους όρους ο νέος καταυλισμός στο Μαυροβούνι με το σύνολο των οργανώσεων που παρεμβαίνουν στο πεδίο να επισημαίνουν έγκαιρα την ακαταλληλότητα του. Ο καταυλισμός μούλιασε στην πρώτη δυνατή βροχή, όπως ήταν αναμενόμενο. Επιπλέον, με το πρόσχημα των υγειονομικών μέτρων για την πανδημία οι άνθρωποι ζουν στο Μαυροβούνι εντελώς αποκομμένοι από το υπόλοιπο νησί, με ελάχιστες δυνατότητες εξόδου, ενώ η πρόσβαση των δημοσιογράφων στο χώρο είναι ατύπως απαγορευμένη.

Εγκατάσταση σκηνών απο την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στη Μόρια, Λέσβος στίς 11 Σεπτεμβρίου, 2020. Φωτ. Elias Marcou / SOOC

Στη Μόρια παλιότερα και στο Μαυροβούνι σήμερα διαμένουν άτομα με αυξημένες ευαλωτότητες που σε καμία περίπτωση δε λαμβάνουν την προστασία και τη φροντίδα που τους αρμόζει. Η Laurense είναι 42 ετών, μόνη γυναίκα και επιζώσα έμφυλης βίας από το Κονγκό. Οι αναμνήσεις της από τη Μόρια είναι άσχημες. Δυστυχώς, όμως, και το παρόν της στο καινούργιο στρατόπεδο μόνο δυσθυμία προκαλεί που επικάθεται πάνω στις προηγούμενες πληγές.

«Στη Μόρια δεν ένιωθα άνετα. Δρούσαν στο εσωτερικό του καταυλισμού συμμορίες με μαχαίρια που δημιουργούσαν τρόμο. Δίπλα στις τουαλέτες διαπράττονταν πολλοί βιασμοί. Κι εγώ έχω δεχτεί απειλές. Έχω φωτογραφίες που είμαι χτυπημένη. Σου ζητούσαν το κινητό σου κι αν αρνιόσουν, σε χτυπούσαν. Όταν ξεκίνησε η φωτιά βρισκόμασταν στην ειδική ζώνη για γυναίκες και στην αρχή μας είπαν να μη φύγουμε. Εμείς βλέπαμε τις φλόγες και φοβόμασταν. Μετά η Αστυνομία μας άνοιξε τις πόρτες. Έτρεξα κατευθείαν να φύγω. Μόνο την τσάντα μου και τα χαρτιά μου πήρα. Ξεκινήσαμε να περπατάμε, οι αναπνοές ήταν πολύ δύσκολες, κοίταζα πίσω κι έκλαιγα. Φτάσαμε περπατώντας μέχρι την είσοδο της πόλης. Εκεί ήταν ο αστυνομικός φραγμός. Μέχρι σήμερα όταν βλέπω φλόγες έχω το ίδιο αίσθημα, έναν φόνο θανάτου. Δύο μέρες μείναμε έξω, στο δρόμο, ήταν πολύ δύσκολο. Δεν έχω καλή υγεία, έχω αναιμία, είναι αφόρητο να είμαι έξω, να μην έχω φαγητό, να μην έχω που να κοιμηθώ, κοιμήθηκα στο πάτωμα και πονούσε το σώμα μου. Στο νέο camp μας έκαναν test και μας ειδοποίησαν ότι είμαστε θετικές και πρέπει να μπούμε σε καραντίνα. Κοιμηθήκαμε 10 άτομα σε μια σκηνή με το πάτωμα να έχει νερό. Το χειμώνα είχε τρομερό κρύο. Δεν είχαμε καν ρεύμα να ζεστάνουμε τσάι. Έκλαιγα κάθε μέρα. Μετά μας έβαλαν σε κάτι μικροσκοπικές σκηνές που έπρεπε να σκύβω για να μπω και να βγω. Μερικά βράδια κατουρούσα πάνω μου. Τώρα είμαι σ’ ένα κοντέινερ. Περιμένω μήνες την απόφαση για την αίτηση ασύλου. Δεν ξέρω τι συμβαίνει κι αυτό με αγχώνει. Ελπίζω να τα καταφέρω να φύγω κάποια στιγμή».

Παιδι στον καταυλισμό της Μόριας στην Λέσβος, Μαρτιος 2020. Φωτ. Aris Oikonomou/SOOC

Είναι γνωστό, έχει τονιστεί από αρκετές εκθέσεις διεθνών οργανισμών, πως οι γυναίκες και τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα διατρέχουν αυξημένους κινδύνους βίας είτε στις χώρες καταγωγής τους, είτε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, είτε στους καταυλισμούς. Οι συνθήκες που επικρατούν στα camps όχι μόνο δεν ευνοούν την προστασία και την επούλωση τους άλλα εντείνουν το στρες. Ο Π.Τ., υπεύθυνος για προγράμματα πρόληψης της έμφυλης βίας στη Λέσβο για το κέντρο Διοτίμα, αναλύει τη συγκεκριμένη όψη του προβλήματος:

«Στην Μόρια, η προστασία του ευάλωτου πληθυσμού αφορούσε πάντα την ανάγκη απομάκρυνσης από το camp. Αυτή ήταν η βασική ανάγκη, από ψυχοκοινωνικη άποψη: να σταματήσει κάποια να ζει στη Μόρια. Όταν καταστράφηκε, νιώσαμε μια πολλαπλή αγωνία, προσωπική, επαγγελματική και πολιτική. Οι επιζώσες βρέθηκαν εκτεθειμένες ξανά σε πολλαπλές απειλές. Ταυτόχρονα ξεκίνησε η στρατιωτικοποίηση του προσφυγικού, προμηνύοντας τα γεγονότα που θα ακολουθούσαν τους επόμενους μήνες. Κάποιες από τις επιζώσες που είχαμε αναλάβει ως φορέας έχουν φύγει στην Αθήνα ή έχουν μεταφερθεί στη Γερμανία. Υπάρχουν, όμως, επιζώσες έμφυλης βίας στο Μαυροβούνι. Στο συγκεκριμένο χώρο όλα ελέγχονται. Ο βαθμός επιτήρησης είναι ασφυκτικός και αυτό αφορά και στην πρόσβαση των οργανώσεων στον καταυλισμό. Η παρουσία της Αστυνομίας μπορεί να λειτουργεί αποτρεπτικά σε κάποια περιστατικά βίας. Ωστόσο, η έμφυλη βία συνεχίζεται και είναι ανομολόγητη. Οι γυναίκες εξακολουθούν να δέχονται ενοχλήσεις, να είναι αποκλεισμένες από την πρόσβαση σε συγκεκριμένες περιοχές και να περνούν τις βραδινές ώρες στις σκηνές τους. Το πλαίσιο της συνολικής διαχείρισης δεν ευνοεί τις επιζώσες να βρουν τις υπηρεσίες, να έχουν την ασφάλεια, την ηρεμία και τη σταθερότητα που χρειάζεται η αποκάλυψη. Εκείνες, βέβαια, μέσα σε αυτό πλαίσιο, συνεχίζουν να επινοούν στρατηγικές ενδυνάμωσης και αμοιβαίας φροντίδας».

Ακόμα πιο ακατανόητο παρότι δηλωτικό των προσθέσεων της κεντρικής εξουσίας, είναι το γεγονός ότι στο μεσοδιάστημα έκλεισαν δύο δομές στη Λέσβο που προσέφεραν ασύγκριτα πιο αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης. Πρόκειται για το ΠΙΚΠΑ που έκλεισε τον Οκτώβρη με απόφαση του Υπουργείου Εργασίας και το Καρά Τεπέ που έκλεισε τον Απρίλη με απόφαση του δήμου. Και στις δύο δομές φιλοξενούνταν κατά βάση άτομα προερχόμενα από ευάλωτες κοινωνικές κατηγορίες. Αν μη τι άλλο, λανθάνει μια τιμωρητική κουλτούρα, στις αποφάσεις να σφραγιστούν χώροι που εξανθρώπιζαν μια δυστοπική κατάσταση. Απλά οι αιτούντες άσυλο δεν τιμωρούνται για κάτι που έπραξαν. Τιμωρούνται γι’ αυτό που είναι: υποκείμενα που σύμφωνα με τις διεθνείς συμβάσεις χρίζουν προστασίας. Όλα αυτά λειτουργούν επιβαρυντικά για έναν πληθυσμό, ταλαιπωρημένο και εξουθενωμένο, που παρατηρεί το χρόνο να κυλάει μέσα από τα χέρια του και χωρίς καμία αισιόδοξη βεβαιότητα για το μέλλον.

Στιγμιότυπο από την δομή μεταναστών στο Καρά Τεπέ κατά την διάρκεια της επίσκεψης της επιτρόπου Γιόχανσον στην Λέσβο, στις 29 Μαρτίου 2021. Φωτ. Thomas Mamakos / SOOC

«Παρακολουθούμε ανθρώπους και πριν στη Μόρια και τώρα στο Μαυροβούνι να αντιμετωπίζουν διαταραχές ύπνου, κατάθλιψη, μετατραυματικό στρες. Ακόμα και άτομα που είχαν κάνει ένα βήμα μπροστά, μετά τις φωτιές παλινδρόμησαν σε προηγούμενα στάδια. Έναν χρόνο μετά εξακολουθούμε να καταγράφουμε υψηλά ποσοστά ψυχικής δυσκολίας που οφείλονται σε διάφορους παράγοντες: η αναγνώριση της Τουρκίας ως ασφαλούς τρίτης χώρας, οι εξελίξεις στο Αφγανιστάν, οι περιορισμοί λόγω πανδημίας προκαλούν φόβο και επηρεάζουν τον ψυχισμό τους. Σε σχέση με τα υποσχέσεις ότι θα άλλαζαν τα πράγματα, οι άνθρωποι μένουν ακόμα σε συνθήκες επίφοβες ιδίως για πιο ευάλωτες κατηγορίες, μόνες γυναίκες, ΛΟΑΤΚΙ, ανάπηροι. Έπαιξε ρόλο ότι έκλεισαν το ΠΙΚΠΑ και το Καρά Τεπε, διότι μειώθηκαν οι επιλογές ασφαλούς διαβίωσης που μπορούσε κάποιος να παραπεμφθεί αν έχει ευαλωτότητα. Οι απορριπτικές αποφάσεις για το άσυλο πολλαπλασιάζονται. Νιώθουν απόγνωση. Η δυσμενής προοπτική των κλειστών κέντρων επιβαρύνει πάρα πολύ την ψυχική υγεία των ανθρώπων που αν απομονωθούν σε σημεία των νησιών που δεν έχουν άμεση πρόσβαση στην πόλη και η μετακίνηση τους θα ελέγχεται αρκετά, θα βιώσουν αρνητικές επιπτώσεις. Μιλάμε για το αντίθετο της ένταξης. Κάθε άλλο παρά νέα αρχή μπορούν να κάνουν έτσι. Για να νιώθει κάποιος/α ασφαλής ελάχιστη προϋπόθεση είναι να τηρούνται τα βασικά του δικαιώματα, να μπορεί για παράδειγμα να πάει το βράδυ τουαλέτα χωρίς να κινδυνεύει» υποστηρίζει η Κική Μιχαηλίδου, ψυχολόγος, manager προγράμματος ψυχικής υγείας και ψυχοκοινωνικής υποστήριξης της International Rescue Committee (IRC).

Θα ήθελα στην αποτίμηση για την επέτειο του ενός έτους από την καταστροφή της Μόριας να μπορούσα να γράψω κάτι πιο ευοίωνο, κάτι που να αντιστοιχούσε στην ανάγκη αποκατάστασης των χιλιάδων ανθρώπων που πέρασαν μέσα από την αναλγησία της, κάτι που θα άφηνε μια επίγευση κοινωνικής δικαιοσύνης. Δυστυχώς δεν προκύπτει από την ανάλυση της πραγματικότητας. Είναι οδυνηρή. Από την πολιτική των παράνομων επαναπροωθήσεων στη θάλασσα και τον Έβρο, μέχρι τις ιαχές μίσους απέναντι στο ενδεχόμενο νέου προσφυγικού ρεύματος από το Αφγανιστάν, από την καταδίκη fast track και με έωλα επιχειρήματα των προσφύγων για τον εμπρησμό της Μόριας, μέχρι τις βρεγμένες σκηνές στο Μαυροβούνι, από τα συρματοπλέγματα που σφίγγουν μέχρι τους ανθρώπους που περιφέρονται ανέστιοι στις πόλεις, τα συστατικά της κυβερνητικής πολιτικής για το προσφυγικό τοποθετούνται στον αντίποδα του σεβασμού της ανθρώπινης ζωής.

Μαρία Λούκα

Share
Published by
Μαρία Λούκα