«Θυμάμαι δυο δίδυμα, συγκεκριμένα, τον Γκουίντο και την Ίνα, περίπου τεσσάρων ετών. Μια μέρα, ο Μένγκελε τα πήρε… Όταν επέστρεψαν, βρίσκονταν σε φρικτή κατάσταση: είχαν ραφτεί μαζί, πλάτη με πλάτη, σαν σιαμαία. Οι πληγές τους είχαν μολυνθεί και έσταζαν πύον. Ούρλιαζαν νυχθημερόν. Έπειτα, οι γονείς τους –θυμάμαι τη μητέρα τους την έλεγαν Στέλλα- κατάφεραν να βρουν λίγη μορφίνη και τα σκότωσαν για να σταματήσουν τον πόνο τους»: αυτή είναι η μαρτυρία της Βέρα Αλεξάντερ, Εβραίας επιζήσασας του Ολοκαυτώματος, που στο Άουσβιτς φρόντιζε 50 ζευγάρια διδύμων Ρομά. Ο Γκουίντο και η Ίνα ήταν ένα από αυτά.

Ρομά κρατούμενοι υπήρχαν σε κάθε στρατόπεδο συγκέντρωσης και σε κάθε γκέτο. Όπως στο γκέτο του Lodz, όπου τους είχαν απομονώσει με συρματόπλεγμα από τους υπόλοιπους στο «Zigenauerlager» (Στρατόπεδο Τσιγγάνων) υπό χειρότερες συνθήκες. Εκεί ήταν που το 1941, και μέσα σε μερικούς μήνες, σχεδόν 700 Ρομά, κυρίως παιδιά, θα πέθαιναν από μια μεταδοτική ασθένεια.   

Αμέσως μόλις ο Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία, το 1933, οι Ρομά απαγορεύτηκε να παντρεύονται Γερμανούς, ευνουχίζονταν, στειρώνονταν και στέλνονταν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το 1936 ιδρύθηκε ειδικό γραφείο για να «λύσει» αυτό που ο αρχηγός των SS Χάινριχ Χίμλερ είχε ονομάσει «το πρόβλημα των γύφτων». Και πέντε μήνες πριν τη Νύχτα των Κρυστάλλων, οι Ρομά θα συλλαμβάνονταν στο πλαίσιο της «Εβδομάδας Εκκαθάρισης Γύφτων». Το 1938, εντοπίζεται η πρώτη αναφορά στην «Τελική Λύση για το Πρόβλημα των Γύφτων» σε έγγραφο που υπέγραφε ο Χίμλερ. 

Οι Ρομά δεν εξοντώθηκαν «παρεμπιπτόντως» από τους Ναζί. Οι τελευταίοι εφάρμοζαν συστηματική πολιτική εξόντωσης για τους ανάπηρους, τους Εβραίους και τους Ρομά. Στο τέλος του πολέμου, υπολογίζεται πως τουλάχιστον μισό εκατομμύριο Ρομά είχαν εξοντωθεί, ωστόσο δεν μπορούμε να γνωρίζουμε με ακρίβεια καθώς πολλές δολοφονίες δεν καταγράφονταν. Κάποιοι ανεβάζουν τον αριθμό των νεκρών στο 1,5 εκατομμύριο.  

Τα «λιγότερο» θύματα

Ήταν άνοιξη του 1980, όταν ο Φραντς Βίρμπελ, Σίντι (Γερμανός Ρομά), αποφάσισε ότι δεν μπορούσε πια να ανεχτεί να είναι πολίτης δεύτερης κατηγορίας. Οι ψυχές των Ρομά που είχαν πεθάνει στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τα κρεματόρια των Ναζί τον επισκέπτονταν στον ύπνο του ουρλιάζοντας. Γιατί το δικό τους Ολοκαύτωμα «δεν υπήρχε», δεν είχε ποτέ αναγνωριστεί επίσημα. Έτσι, ο κ. Βιρμπέλ μαζί με άλλους έντεκα Σίντι ξεκίνησαν απεργία πείνας στο μνημείο του Νταχάου, στο Μόναχο, διεκδικώντας πλήρη «ηθική αποκατάσταση». Μεταξύ των απεργών πείνας ήταν και ο Τζέικομπ Μπάμπεργκερ, τον οποίο είχαν υποχρεώσει οι ναζί στο Νταχάου να πίνει αποκλειστικά θαλασσινό νερό για 18 μέρες στο πλαίσιο «πειραμάτων επιβίωσης», και ο Χανς Μπράουν, που είχε χάσει μάνα, πατέρα και εννέα αδέλφια στο Άουσβιτς, «ενώ οι γιοι του ακόμα διαβάζουν σε σχολικά βιβλία ότι οι γύφτοι κλέβουν κοτόπουλα, αποφεύγουν τη δουλειά, τρώνε φίδια και πτώματα», έγραφε το «Christian Science Monitor».

Όσο για τον ίδιο τον Βίρμπελ, είχε αποβληθεί το 1936 από το σχολείο επειδή ήταν Ρομά. Τον είχαν χωρίσει από τη μάνα του στο Άουσβιτς στις 4 το απόγευμα της 2ας Αυγούστου 1944. Δυο ώρες αργότερα την είχαν κάψει στα κρεματόρια. Συνολικά, ο Βίρμπελ είχε χάσει 39 συγγενείς στο Ολοκαύτωμα. Μετά το τέλος του πολέμου, παντρεύτηκε, αλλά δεν απέκτησε παιδιά, γιατί είχαν στειρώσει τη γυναίκα του στα στρατόπεδα.  

Η απεργία πείνας είχε αποτέλεσμα. Η πρώτη επίσημη αναγνώριση του Ολοκαυτώματος των Ρομά και των Σίντι, του «Porajmos», ήρθε δύο χρόνια μετά, το 1982, από τον τότε καγκελάριο της Δυτικής Γερμανίας Χέλμουτ Σμιτ. Ωστόσο, η 2α Αυγούστου, η μέρα που το 1944 είχαν δολοφονηθεί 4.000 Ρομά και Σίντι στο Άουσβιτς-Μπίρκεναου, καθιερώθηκε επίσημα μόλις το 2015 ως ημέρα μνήμης του Porajmos.

Η γενοκτονία των Ρομά άργησε τόσο να αναγνωριστεί εν μέρει γιατί δεν περιλήφθηκε συγκεκριμένα στη Δίκη της Νυρεμβέργης. Οι γερμανικές αρχές αρνούνταν ότι οι άνθρωποι αυτοί οδηγούνταν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης για φυλετικούς λόγους και ισχυρίζονταν ότι είχαν φυλακιστεί γιατί είχαν «αντικοινωνικό και ποινικό μητρώο». Κι ενώ είχε επιτευχθεί συμφωνία ήδη από το 1950 για να αποζημιωθούν οι Εβραίοι θύματα του Ολοκαυτώματος, όταν πλέον αναγνωρίστηκε η γενοκτονία των Ρομά πολλά θύματα είχαν πεθάνει και δεν πρόλαβαν καν την ηθική δικαίωση, πόσω μάλλον την αποζημίωση.

Πέθαναν σαν «λιγότερο» θύματα.

Στειρώσεις στην «πολιτισμένη» μεταπολεμική Ευρώπη

Οι Ρομά έπρεπε να αγωνιστούν λοιπόν για το αυτονόητο: την αναγνώριση της γενοκτονίας τους. Να σημειωθεί ότι και στη Γαλλία καταδιώκονταν οι Ρομά, πολύ πριν την ναζιστική κατοχή: το 1939 είχε απαγορευτεί η κυκλοφορία νομάδων σε διάφορες επαρχίες, οι Ρομά τις Αλσατίας και της Λοραίνης απελάθηκαν το 1940. Από το 1941 έως το 1943, το Montreuil-Bellay ήταν το μεγαλύτερο στρατόπεδο συγκέντρωσης Ρομά σε όλη τη Γαλλία.

Τα βάσανα αυτών των ανθρώπων όμως δεν θα σταματούσαν με τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το 2005, η Έλενα Φερεντσίκοβα θα γινόταν μια από τις πρώτες γυναίκες Ρομά που θα μήνυαν υγειονομική αρχή της Τσεχίας για τη ζημία που υπέστη από τη στείρωση στην οποία την είχαν υποβάλει παρά τη θέλησή της στην ηλικία των 19 ετών όταν πήγε να γεννήσει το δεύτερο παιδί της. Το δικαστήριο δεν επιδίκασε αποζημίωση, αλλά το νοσοκομείο που πραγματοποίησε την επέμβαση απολογήθηκε.

Σε κάποιες χώρες της μεταπολεμικής Ευρώπης εφαρμοζόταν πολιτική αναγκαστικής στείρωσης Ρομά γυναικών, η οποία αποδείχθηκε ότι συνεχιζόταν μέχρι και τη δεκαετία του 2000! Έχει τεκμηριωθεί για παράδειγμα πως για 50 ολόκληρα χρόνια, στην Τσεχοσλοβακία (έπειτα Τσεχία και Σλοβακία) στειρώνονταν γυναίκες Ρομά ενάντια στη θέλησή τους και συχνά χωρίς να γνωρίζουν ότι θα υποστούν τέτοια επέμβαση – για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια καισαρικής ή έκτρωσης. Συχνά τους ζητούνταν να υπογράψουν κάτι χαρτιά που δεν καταλάβαιναν τι γράφουν, και με τα οποία έδιναν συγκατάθεση στο νοσοκομείο να τις στειρώσει.   

Η πρακτική αυτή, που συνιστά κατάφωρη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της σωματικής και ψυχικής υγείας του ανθρώπου, αποτελούσε κρατική πολιτική στην Τσεχοσλοβακία από τη δεκαετία του ’60 και μέχρι το 1993, οπότε και καταργήθηκε. Ωστόσο, έρευνα του European Roma Rights Centre τεκμηριώνει ότι στην πραγματικότητα, οι στειρώσεις γυναικών Ρομά και ανάπηρων γυναικών ενάντια στη θέλησή τους συνεχίστηκε και τις δεκαετίες του ’90 και του ’00, με την πιο πρόσφατη περίπτωση να καταγράφεται το 2007, όταν η Τσεχία ήταν ήδη μέλος της ΕΕ. Και ήταν μόλις φέτος, τον Ιούλιο του 2021, που η Τσεχία ψήφισε νόμο βάσει του οποίου θα μπορούν να αποζημιωθούν χιλιάδες γυναίκες Ρομά που στειρώθηκαν ενάντια στη θέλησή τους την περίοδο 1966-2012.

Και στη Σουηδία, όμως, εφαρμοζόταν ένα πρόγραμμα ευγονικής από το 1934 έως το 1976, στο πλαίσιο του οποίου είχαν στειρωθεί περί τα 63.000 άτομα, κυρίως γυναίκες, μεταξύ των οποίων και Ρομά.

Έρευνα που δημοσιεύτηκε το 2000 κατέληξε ότι και στη Νορβηγία πάνω από 300 Ρομά είχαν στειρώθηκαν παράνομα την περίοδο 1930-1970. Άλλες μέθοδοι που χρησιμοποιούνταν ακόμα και τη δεκαετία του ’70 στη Νορβηγία περιλάμβαναν αναγκαστική απομάκρυνση των Ρομά παιδιών από τις οικογένειές τους, με τις οικογένειες να στέλνονται σε στρατόπεδα εργασίας για να «προσαρμοστούν» στον «οργανωμένο τρόπο ζωής».

Από μωρά καταγράφονται ως «δυνάμει εγκληματίες»

Από τότε που μετανάστευσαν από την επαρχία Πουντζάμπ (Punjab) της Ινδίας πριν από 1.500 χρόνια, πιθανόν ως αποτέλεσμα της επέλασης εκεί του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οι Ρομά έχουν περάσει τα πάνδεινα – και αντιμετωπίζονται ρατσιστικά σχεδόν από τον Μεσαίωνα. Τους χρησιμοποίησαν ως δούλους –στη Ρουμανία, για 500 χρόνια- τους απήλαυναν και εφάρμοζαν νόμους με στόχο την εξαφάνιση της κουλτούρας τους. Να σημειωθεί ότι η λέξη «γύφτοι» θεωρείται υβριστική, και επινοήθηκε γιατί αρχικά πιστευόταν πως είχαν έρθει από την Αίγυπτο (Egypt – Gypsy) λόγω του σκουρόχρωμου δέρματός τους.   

Στην Ευρώπη σήμερα ζουν περίπου 12 εκατομμύρια Ρομά – περισσότεροι από τον πληθυσμό της Ελλάδας. Είναι η μεγαλύτερη μειονότητα της Γηραιάς Ηπείρου. Πριν από μία δεκαετία, το 2011, όταν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Πρόγραμμα Ανάπτυξης του ΟΗΕ και ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για τα Θεμελιώδη Δικαιώματα εξέτασαν τις συνθήκες διαβίωσης πάνω από 80.000 Ρομά στα κράτη-μέλη της ΕΕ, τα συμπεράσματά τους ήταν σοκαριστικά: Περί το 33% αυτών των ανθρώπων ήταν άνεργοι, το 20% δεν είχε ασφάλιση υγείας και το 90% ζούσε κάτω από το όριο της φτώχειας. Σε έρευνα πάλι του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για τα Θεμελιώδη Δικαιώματα για το 2016, βρέθηκε ότι το 80% των Ρομά ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, το 30% δεν έχουν τρεχούμενο νερό και το 46% δεν διαθέτει εσωτερική τουαλέτα ή ντουζ.

Το 2019, σε έρευνα του ίδιου οργανισμού διαπιστωνόταν ότι οι Ρομά σε πέντε (πλούσιες) χώρες της ΕΕ (Βέλγιο, Ιρλανδία, Ολλανδία, Σουηδία) και το Ηνωμένο Βασίλειο δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν οικονομικά σε βασικές ανάγκες «όπως υγιεινό φαγητό και θέρμανση» και περίπου το 20% των παιδιών τους πάνε για ύπνο νηστικά.

Στην Ελλάδα, όπως έχει δημοσιευτεί, υπολογίζεται ότι περί τους 130.000 Ρομά ζουν στα όρια της ακραίας φτώχειας. Χαρακτηριστικό είναι ρεπορτάζ του ΑΠΕ-ΜΠΕ το 2019 στον οικισμό Ρομά «Αγία Σοφία» στη Θεσσαλονίκη, όπου ζουν 3.000 άνθρωποι, οι περισσότεροι «σε λυόμενα που είναι χειρότερα από τις σύγχρονες σκηνές που είχαν προμηθεύσει τότε τους πρόσφυγες οι οργανώσεις, δεν έχουν νερό και επαρκές αποχετευτικό δίκτυο, τα σκουπίδια σχηματίζουν βουνά, τα στάσιμα νερά συντελούν σε μολύνσεις ενώ όταν βρέχει, κάποια σημεία του οικισμού είναι απροσπέλαστα».

Περισσότερο και από τη φτώχεια, όμως, οι άνθρωποι αυτοί αναμετρώνται καθημερινά με το ότι είναι «ο ανεπιθύμητος λαός της Ευρώπης», όπως τους χαρακτήριζε μόλις το 2014 το γερμανικό «Spiegel», αναφερόμενο και στον ρατσισμό που υφίστανται.

Δεν είναι τυχαίο ότι στην προαναφερθείσα έρευνα του 2019, το 45% των συμμετεχόντων Ρομά δήλωνε ότι είχε πέσει θύμα διακρίσεων. Άλλες έρευνες έδειξαν ότι σχεδόν οι μισοί Ευρωπαίοι (45%) νιώθουν άβολα να έχουν Ρομά γείτονες. Επιπλέον, στις δυτικές αυτές χώρες, ο μέσος όρος ζωής των Ρομά αποδείχθηκε 10 χρόνια μικρότερος από εκείνον του γενικού πληθυσμού.

Μια άλλη έρευνα για εννέα χώρες της Ανατολικής και Νότιας Ευρώπης -Βουλγαρία, Κροατία, Τσεχία, Ελλάδα, Ουγγαρία, Πορτογαλία, Ρουμανία, Σλοβακία και Ισπανία- διαπίστωσε ότι το 26% των Ρομά που ζουν σε αυτές υφίστανται διακρίσεις. Το ότι το ποσοστό εμφανίζεται μικρότερο από το αντίστοιχο στη Δυτική Ευρώπη, αποδίδεται όχι σε πιο συμπεριληπτικές κοινωνίες, αλλά στο ότι στη Δύση υπάρχει μεγαλύτερη επίγνωση των δικαιωμάτων και ότι στις εννέα προαναφερθείσες χώρες οι άνθρωποι έχουν σχεδόν παραιτηθεί από το να αντιπαλεύουν διαρκώς τις διακρίσεις και αποφεύγουν καταστάσεις όπου μπορούν να τις υποστούν.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και στις θεωρούμενες ως πλέον προοδευτικές κοινωνίες όπως εκείνη της Σουηδίας, ο ρατσισμός εναντίον των Ρομά καλά κρατεί. Για παράδειγμα, το 2013 αποκαλύφθηκε πως οι αστυνομικές αρχές της χώρας είχαν συστήσει κρυφό αρχείο παράνομων βάσεων δεδομένων με τα στοιχεία πολλών Ρομά, στο πλαίσιο προγράμματος για αντιτρομοκρατικές επιχειρήσεις. Η πιο μεγάλη, με φυλετικά κριτήρια βάση δεδομένων περιείχε τα στοιχεία 4.029 ατόμων Ρομά, εκ των οποίων 842 ήταν παιδιά σε προεφηβική ηλικία. Το πλέον τρομακτικό δε είναι ότι το στο αρχείο είχαν καταγραφεί και 52 μωρά από τους πρώτους μήνες της ζωής τους.  

«Έχουν συνηθίσει να ακούν ότι είναι παράσιτα»

Στην Ισπανία, ένας Αμερικανός φωτογράφος, ο Μάικλ Ντεϊμάντι, βάλθηκε να αποδείξει φωτογραφίζοντας τους Ρομά ότι δεν είναι «εγκληματίες», αλλά άνθρωποι με ονόματα, οικογένειες και τη δική τους ιστορία. Ο Ντεϊμάντι το έκανε αυτό γιατί είχε σοκαριστεί, όπως δήλωνε, από την έκταση του ρατσισμού απέναντι στους Ρομά εν έτει 2019. «Όλοι οι κανόνες καταργούνται όταν πρόκειται για έναν γύφτο», θα έλεγε στην El Pais. «Και συμβαίνει για γενιές. Έχουν συνηθίσει να ακούν ότι είναι παράσιτα». Μάλιστα, ενεπλάκη προσωπικά όταν οι γυναίκες της Ρομά κοινότητας ζήτησαν τη βοήθειά του καθώς μία από αυτές είχε καταλήξει για καισαρική στο νοσοκομείο και δεν την άφηναν να κρατήσει το παιδί γιατί «δεν είχε διεύθυνση στην Ισπανία» και άρα το μωρό «δεν μπορούσε να κοιμάται στο χώμα».

Στην Ελλάδα επίσης υπάρχει δομικός ρατσισμός εναντίον των Ρομά. Για παράδειγμα, η χώρα μας έχει τρεις καταδικαστικές αποφάσεις από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για εκπαιδευτικό διαχωρισμό σε βάρος μαθητών Ρομά. 

Και στις ΗΠΑ όμως, όπου σήμερα ζουν περί το ένα εκατομμύριο Ρομά -η μικρότερη πληθυσμιακά μειονότητα- οι Ρομά έχουν βαθμολογηθεί ως η εθνική ομάδα με τη χαμηλότερη «κοινωνική υπόληψη» στη χώρα. 

Ειδικά την περίοδο της πανδημίας, οργανισμοί ανθρωπίνων δικαιωμάτων διαπίστωσαν ότι οι Ρομά αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο να κολλήσουν κορωνοϊό γιατί είναι πιο εκτεθειμένοι λόγω δομικών ανισοτήτων. Από τη Σλοβακία μέχρι τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία, κάποιες χώρες εφάρμοσαν μέτρα που δεν διέπονταν από την αρχή της αναλογικότητας ή και στρατιωτικοποιημένα μέτρα σε γειτονιές Ρομά, στηριζόμενες σε μια αμιγώς ρατσιστική αφήγηση, ότι οι Ρομά αποτελούν συλλογική απειλή για τη δημόσια υγεία και ασφάλεια. Για παράδειγμα, η Βουλγαρία επέβαλλε μπλόκα και σημεία ελέγχου σε γειτονιές Ρομά παρά το ότι δεν υπήρχαν στοιχεία για κρούσματα, στη Ρουμανία απαγορεύτηκε σε Ρομά η είσοδος σε πόλεις όπως η Ponorâta (πριν αιώνες, απαγορευόταν η είσοδος στο Βουκουρέστι στους τότε δούλους Ρομά όταν ξεσπούσε πανούκλα), ενώ στη Σλοβακία ο δήμαρχος της Kosice είπε ότι οι Ρομά μπορεί να συνδέονται με συγκεκριμένο κίνδυνο υγείας γιατί «είναι κοινωνικά απροσάρμοστοι άνθρωποι». Ο ρατσιστικός λόγος ενισχύθηκε από τα ΜΜΕ.

Από τους Ναζί στους «καλά του έκαναν του γύφτου»

«Οι περισσότεροι γύφτοι δεν είναι φτιαγμένοι για δημόσια ζωή. Θέλουν να γ**ήσουν όποιον βλέπουν. Εάν συναντήσουν αντίσταση, προχωρούν στο έγκλημα. Αυτοί οι γύφτοι είναι ζώα και συμπεριφέρονται σαν ζώα. Δεν πρέπει να υπάρχουν, τα ζώα. Και κάποιος πρέπει να το λύσει αυτό – χρησιμοποιώντας κάθε διαθέσιμο μέσο!» Αυτά τα λόγια ειπώθηκαν από τον συνιδρυτή του ακροδεξιού κόμματος Fidesz στην Ουγγαρία και έμπιστου του πρωθυπουργού Βίκτορ Όρμπαν.  

«Οι τσούχτρες είναι σαν τους γύφτους: άχρηστες και πάντα ενοχλητικές», είχε πει το 2013 ο τότε αντιπρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου της Γένοβας, ενώ στην Ιταλία η τότε κυβέρνηση προσπαθούσε να επανεγκαταστήσει τους Ρομά σε απομονωμένες γειτονιές που δεν είχαν σπίτια, αλλά κοντέινερ.

Οι Ρομά είναι μια «βρωμερή» παρουσία που «προκαλεί εξανθήματα» στην πόλη της Νίκαιας είχε πει το 2013 ο ιδρυτής του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου στη Γαλλία Ζαν Μαρί Λε Λεν.

Πόσο απέχουν αυτές οι δηλώσεις από εκείνη του Ναζί δρα Κουρτ Χάνεμαν, που έγραφε το 1939 «Αρουραίοι, έντομα και ψύλλοι είναι μέρος της φύσης, όπως οι γύφτοι και οι Εβραίοι… Πρέπει να εξαλείψουμε αυτά τα παράσιτα με βιολογικό τρόπο»;

Η απανθρωποποίηση ομάδων πληθυσμού αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο του φασισμού: «Δεν είναι άνθρωποι, άρα “δικαιούμαστε” να εφαρμόζουμε ό,τι πιο απάνθρωπο σε αυτούς».

Πόσο απέχει μια φασιστική πολιτική τοποθέτηση από τη φασιστική πολιτική πράξη;

Πόσο απέχουν όσοι είπαν «καλά του έκαναν του γύφτου» για τον άοπλο 18χρονο Ρομά Νίκο Σαμπάνη που έπεσε νεκρός από σφαίρες αστυνομικών κατά την καταδίωξη του κλεμμένου αμαξιού, από εκείνους τους Γερμανούς που ασπάστηκαν ότι υπήρχαν «άνθρωποι-κατσαρίδες» – και τελικά υπάκουσαν έναν Χίτλερ για να τους εξαλείψουν;

Πόσο απέχει η βαριά αδιαφορία που συνέθλιψε το κορμάκι του 8χρονου Ρομά κοριτσιού, της Όλγας, στην πόρτα του εργοστασίου, από εκείνη των απλών Γερμανών που στέκονταν και κοιτούσαν τα τρένα με τους μελλοθάνατους των στρατοπέδων να περνούν;

Παλεύει η μνήμη ν’ αφήνονται περισσότερα λουλούδια κάθε χρόνο για το «παραμελημένο» Ολοκαύτωμα των Ρομά. Παλεύει αδύναμο κι εκείνο το μικρό λουλούδι, το αφημένο έξω από την πόρτα του τραγικού εργοστασίου, να βρει συντροφιά στον μοναχικό σπαραχτικό του θρήνο για την Όλγα. Για την Όλγα το νεκρό «γυφτάκι». Για την Όλγα το νεκρό παιδί.