Categories: ΡΕΠΟΡΤΑΖ

Έπρεπε να βάλει η Ακρόπολη Gucci φόρεμα;

Την 1η Ιουνίου 2017 ο οίκος υψηλής ραπτικής Gucci προσδοκούσε να παρουσιάσει την κολεξιόν με τίτλο Gucci Cruz 2018 σε ένα catwalk που θα παρακολουθούσαν 300 καλεσμένοι στο χώρο μεταξύ του Παρθενώνα και του Ερεχθείου. Για να το πραγματοποιήσει κατέθεσε πρόταση ύψους 2 εκατομμυρίων ευρώ (που θα κατέβαλλε σε ορίζοντα πενταετίας), η οποία απορρίφθηκε ομόφωνα από το Κεντρικό Συμβούλιο Αρχαιοτήτων προκαλώντας μια νέα δημόσια συζήτηση σχετικά με το πώς -αλλά και το αν- πρέπει να εκμεταλλευόμαστε την πολιτιστική μας κληρονομιά και τα μνημεία της. 

Λυδία Κονιόρδου: «Θεωρούμε πως ο Παρθενώνας δεν μπορεί να συνδεθεί με οποιαδήποτε εμπορική δραστηριότητα. Δόθηκαν όμως άλλες εναλλακτικές λύσεις…» (φωτογραφία ΑΠΕ)

Από την πλευρά της, η Τομεάρχης Πολιτισμού και Αθλητισμού της Νέας Δημοκρατίας, Όλγα Κεφαλογιάννη, αναφέρει σε σχετική ανακοίνωσή της πως το αρμόδιο υπουργείο  όφειλε να έχει εξετάσει το θέμα πριν αυτό φτάσει  στο ΚΑΣ κι όφειλε να έχει εναλλακτικές λύσεις για τη διαχείριση ενός θέματος που μοιραία έλαβε μεγάλη δημοσιότητα. Η υπουργός Πολιτισμού Λυδία Κονιόρδου υποστηρίζει την απόφαση του συμβουλίου παρότι είναι σε θέση να την παρακάμψει, όπως είχε συμβεί το 1998 από τον τότε προκάτοχό της Ευάγγελο Βενιζέλο που είχε παραχωρήσει το Ηρώδειο για το ντεφιλέ του Calvin Klein. «Όπως γνωρίζετε ήδη, η γνωμοδότηση του ΚΑΣ ήταν ομόφωνη και υπήρξε σχετική αιτιολόγηση η οποία με βρίσκει απολύτως σύμφωνη. Θεωρώ πως ο Παρθενώνας αποτελεί ένα μοναδικό μνημείο, ένα παγκόσμιο σύμβολο του δυτικού πολιτισμού, της δημοκρατίας και του διαλόγου, της ελευθερίας της σκέψης. Συνεπώς, είναι ασύμβατη αυτή η χρήση που προτάθηκε από την εταιρεία, σεβόμαστε την επιθυμία της αλλά θεωρούμε πως ο Παρθενώνας δεν μπορεί να συνδεθεί με οποιαδήποτε εμπορική δραστηριότητα. Δόθηκαν όμως άλλες εναλλακτικές λύσεις και είναι πλέον θέμα της εταιρείας αν θα επανέλθει με κάποιο νέο αίτημα».


Δέσποινα Κουτσούμπα: «Γιατί επέλεξαν το συγκεκριμένο μνημείο και όχι κάποιο μικρότερης αναγνωρισιμότητας, αν ήθελαν πράγματι να το αναδείξουν κι όχι να αναδειχτούν μέσω αυτού;»

Κι ενώ η αντιπολίτευση κάνει λόγο για μια υπεραξία πολιτιστικού αποθέματος που πρέπει να διαχειριστούν οι πολιτικοί ιθύνοντες χωρίς ιδεοληψίες, η συζήτηση φούντωσε σχετικά με το αν μια λαμπερή επίδειξη ρούχων από έναν οίκο παγκοσμίου φήμης βοηθά στην ανάδειξη ενός τέτοιου χώρου, ενώ παράλληλα φέρνει σεβαστά έσοδα.  Για να έρθει ο αντίλογος που λέει ότι η Ακρόπολη έτσι κι αλλιώς κόβει εκατομμύρια εισιτήρια κάθε χρόνο και είναι μάλλον επιεικώς παρατραβηγμένο να λέμε ότι χρειάζεται ένα τέτοιο event για την προβολή της. Η Δέσποινα Κουτσούμπα, μέλος ΔΣ του Ενιαίου Συλλόγου υπαλλήλων ΥΠΠΟ και Περιφερειακή Σύμβουλος Αττικής με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, πιστεύει πως αν αυτή η πρόταση γινόταν δεκτή, τότε το μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO θα έβγαινε χαμένο. «Κατά τη γνώμη μου δεν έπρεπε καν το θέμα να φτάσει στο ΚΑΣ, ούτε να προσφέρουμε τόσο τζάμπα τηλεοπτικό χρόνο στην Gucci.  Με εντυπωσίασε το επιχείρημα που χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον, ότι η επίδειξη μόδας θα διαφημίσει τον Παρθενώνα. Να ‘ναι καλά ο Διαφωτισμός –τον οποίον μάλλον δεν γνωρίζουν καν όσοι τα λένε αυτά- ο Παρθενώνας δεν χρειάζεται διαφήμιση. Φοβάμαι ότι κάποιοι ζουν σε έναν πλανήτη όπου ένας οίκος μόδας είναι πιο γνωστός από τον Παρθενώνα: όσοι ζουν σε αυτόν τον κόσμο, πρέπει να είναι πραγματικά δυστυχισμένοι, τους λυπάμαι.  Επειδή όμως λένε πως οι αρχαιολόγοι είμαστε κολλημένοι και δεν γνωρίζουμε την αγορά, θα μιλήσω στη δικιά τους γλώσσα. Από πού κι ως πού μπορεί να συγκριθεί το brand name του Παρθενώνα με το brand name της Gucci; Ο οίκος Gucci δεν είναι καν μοναδικός, ούτε ο καλύτερος οίκος μόδας όλων των εποχών. Ποιος χάνει και ποιος κερδίζει σε αυτήν την περίπτωση, με όρους αγοράς; Χάνει ο Παρθενώνας. Με τη δική τους λογική. Ας μη γελιόμαστε. Γιατί επέλεξαν το συγκεκριμένο μνημείο και όχι κάποιο μικρότερης αναγνωρισιμότητας, αν ήθελαν πράγματι να το αναδείξουν κι όχι να αναδειχτούν μέσω αυτού;»

Κατά την ίδια, αυτό που πραγματικά θα έπρεπε να μας ενδιαφέρει είναι η κοινωνικοποίηση και η ένταξη των μνημείων στη σύγχρονη ζωή και στη σύγχρονη ιστορική συνείδηση. «Αυτό δεν περνά μέσα από ιδιωτικές εκδηλώσεις. Αυτό συμβαίνει στους αρχαιολογικούς χώρους με τα εκπαιδευτικά προγράμματα, με τις εκθέσεις σύγχρονης τέχνης, με θεατρικές ή μουσικές εκδηλώσεις ή ακόμη κι όταν άνοιγε η Ακρόπολη για την αυγουστιάτικη πανσέληνο. Τα μνημεία ανήκουν σε όλους, κι όχι σε κείνους που έχουν λεφτά. Κι αυτό είναι κάτι που το συζητάμε με τα εκατομμύρια επισκέπτες των αρχαιολογικών χώρων και των μουσείων της χώρας, και όχι με όσους πιστεύουν ότι τα πάντα στη ζωή αποτιμώνται με χρήμα».

φωτό: Γεράσιμος Δομένικος/ FOS PHOTOS

Γιώργος Τζιρτζιλάκης: «Νιώθουμε πως μια τέτοια εκδήλωση θα έφερνε μια άλλη δυναμική στην πόλη, αλλά παράλληλα αισθανόμαστε πως γινόμαστε βέβηλοι προσβάλλοντας τους προγόνους» (φωτό: Τάσος Βρεττός/ andro.gr)

Φέρνοντας σαν παραδείγματα την πρόταση του Γερμανού αρχιτέκτονα Καρλ Φρίντριχ Σίνκελ σύμφωνα με την οποία τα βασιλικά ανάκτορα του Όθωνα έπρεπε να χτιστούν πάνω στην Ακρόπολη αλλά και τη μεταγενέστερη παρομοίωση του Λε Κορμπυζιέ σύμφωνα με την οποία «ο Παρθενώνας μοιάζει με μια μηχανή ενός σπορ αυτοκινήτου που βρυχάται», ο επίκουρος καθηγητής του τμήματος Αρχιτεκτόνων στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Γιώργος Τζιρτζιλάκης, πιστεύει ότι το μνημείο «αντιμετωπίζεται σε βάθος αιώνων με όρους διείσδυσης, κατάληψης, βεβήλωσης και με προθέσεις που αν δεν έχουν πολιτιστικό αντίκτυπο έχουν εμπορικό». Και συνεχίζει: «Πρόκειται για ένα ζήτημα αμφίσημο με το οποίο πρέπει να εξοικειωθούμε. Μέχρι τώρα ρωτούσαμε κάποιον αν είναι υπέρ ή κατά, νομίζω όμως πως όλοι μας -ακόμη και το ΚΑΣ που είναι πολύ σεβαστό- βρισκόμαστε σε έναν επαμφοτερισμό, έχουμε στιγμές δισταγμού που νομίζουμε ότι κάνουμε λάθος. Αυτή η άρνηση δεν έχει να κάνει με την Gucci, αλλά αφορά το φαντασιακό μας απέναντι σε ένα αρχαίο μνημείο. Είμαστε ακόμη δέσμιοι στον ορίζοντα της εξιδανίκευσης άρα ό,τι προτείνεται μας φαίνεται σπίλωση. Μας μοιάζει ελκυστικό το να δώσει 2 εκατομμύρια η Gucci -και γιατί όχι και παραπάνω- νιώθουμε πως μια τέτοια εκδήλωση θα έφερνε μια άλλη δυναμική στην πόλη, αλλά παράλληλα αισθανόμαστε πως γινόμαστε βέβηλοι προσβάλλοντας τους προγόνους. Η αντίληψη που διαμορφώσαμε για την αρχαιότητα ανήκει στην σφαίρα  του αμόλυντου που δεν το ακουμπάμε. Προσωπικά, με έλκει το να γίνει αυτή η επίδειξη αλλά κάπου μέσα μου υπάρχει ένα φρένο και μια αμφιβολία. Το θέμα λοιπόν είναι πως η απόφαση του ΚΑΣ δείχνει ότι αυτήν την στιγμή μέχρι εκεί μπορούμε να πάμε σαν κοινωνία άρα δεν πρέπει να κρίνουμε αυτή την άρνηση στεγνά αφού έχει να κάνει με το ποιες είναι οι κυρίαρχες ηθικές, κοινωνικές και πολιτιστικές αντιλήψεις μας». 

Έφη Φαλίδα:«Για τόσο ευτελείς πόθους, ας κρατήσουμε την μνημειακή μας πολιτική απρόσβλητη»

Αξίζει να σημειωθεί πως η Εφορεία Αρχαιοτήτων Αθηνών πρότεινε στον οίκο μόδας για την πραγματοποίηση της εκδήλωσης τρεις εναλλακτικές λύσεις: τον προαύλιο χώρο του Ηρωδείου, το πλάτωμα στο άνδηρο του Πικιώνη στου Φιλοπάππου καθώς και τον αρχαιολογικό χώρο του Ολυμπιείου. Η Έφη Φαλίδα, δημοσιογράφος στην εφημερίδα Τα Νέα, υποστηρίζει πως οι οίκοι μόδας αναζητούν διεξόδους για να αυξήσουν τα έσοδα τους εναποθέτοντας τις ελπίδες τους στο δέος που φαίνεται να προκαλούν παγκοσμίως μνημεία όπως ο Παρθενώνας. «Οι οίκοι πολυτελείας βιώνουν την κρίση της δημιουργικότητάς τους και αναζητούν στην αναμφισβήτητη αίγλη των μνημείων την αρχαιότητας την ενεργοποίηση της καταναλωτικής επιθυμίας. Για τόσο ευτελείς πόθους ας κρατήσουμε την μνημειακή μας πολιτική απρόσβλητη από τα λογότυπα της μόδας». 

Παρόλ’ αυτά, κι όπως ανέφερε και η υπουργός, μένει να δούμε αν ο ιταλικός οίκος μόδας θα ξανασκεφτεί τις εναλλακτικές προτάσεις που του έγιναν προκειμένου να παρουσιάσει τις νέες τάσεις αν όχι πάνω στην Ακρόπολη, γιατί όχι με τον Παρθενώνα στο φόντο. Ίσως λοιπόν αποδειχθεί μέσα στις επόμενες μέρες πως έγινε άδικα όλη αυτή η διαμάχη που φυσικά διογκώθηκε στα social media μπλέκοντας διαφήμιση, αρχαιολογία και μόδα, μοιράζοντας εκατομμύρια ευρώ σαν στραγάλια κι αναστηλώνοντας μνημεία μαζί με ατομικά και κοινωνικά ιδεώδη. ‘Ισως πάλι τα Gucci φορέματα του 2018 δεν περπατήσουν τελικά στην Αθήνα. Αλλά μέχρι τότε θα έχουμε σίγουρα βρει το επόμενο θέμα για να αντιδικήσουμε ως επαϊοντες μπροστά στον υπολογιστή μας…

Ζωή Παρασίδη

Η Ζωή Παρασίδη γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1990 στην Αθήνα. Σπούδασε στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου και από το 2009 εργάζεται ως δημοσιογράφος.