zots kokkinos

Έχω δει τον Ζοτς να σηκώνει πρωτάθλημα μέσα στο ΣΕΦ. Έχω δει τον Ζοτς να μας κερδίζει σε Final 4 Ευρωλίγκας και σε τελικούς Κυπέλλου συχνά με ντροπιαστικές διαφορές. Δεν τον έχω δει ακόμα να μου κλέβει την κοπέλα και να την παντρεύεται (αν και η κοπέλα μου ίσως θα το ήθελε) ή να χωρίζει τη μητέρα μου από τον πατέρα μου (η μητέρα μου ευτυχώς δεν ξέρει καν ποιός είναι) για να πάρει με ευκολία τον τίτλο του νούμερο ένα εχθρού μου. Παρ’όλα αυτά, έπειτα από τόσα χρόνια στην Ελλάδα και τόσες επικές μονομαχίες που έβρισκαν συνήθως χαμένη την ομάδα μου, τον Ολυμπιακό, δεν μπορώ να πω ότι  αντιπαθώ και κυρίως ότι δεν αναγνωρίζω τον Ζέλικο Ομπράντοβιτς. Έχω όμως κάθε δικαίωμα να προσπαθήσω να γίνω λίγο γραφικός εστιάζοντας στα όποια αρνητικά του.

Hπρώτη μου «γνωριμία» με τον Ζοτς έγινε στην ευαίσθητη ηλικία των 8 ετών(εγώ ήμουν 8, όχι αυτός). Ως προπονητής της Μπανταλόνα στο φinal 4 του Τελ Αβιβ το 1994, δήλωνε πως η ομάδα του ήταν το απόλυτο αουτσάιντερ λόγω των απουσιών της και ζητούσε προκαταβολικά συγγνώμη για την εικόνα της. Η νίκη μας επί του Παναθηναϊκού στον ημιτελικό με έκανε να πιστέψω πως η πρώτη Ευρωλίγκα ήταν ήδη στο λιμάνι και το τρίποντο του Κορνίλιους Τόμσον με προσγείωσε απότομα και με γέμισε οργή για τον «υποκριτή» προπονητή που έκανε πονηρές δηλώσεις. Όταν έμαθα πως είχε κερδίσει και την προηγούμενη χρονιά την κούπα με τρίποντο στην εκπνοή, ως προπονητής της Παρτιζάν και πως το παρατσούκλι του είναι «Γκαστόνε», το πόρισμα βγήκε: πρόκειται για τυχαίο τυχερό προπονητή που σε λίγα χρόνια θα εξαφανιστεί. Ένα χρόνο μετά θα κέρδιζε ξανά τον Ολυμπιακό σε τελικό ως προπονητής της Ρεάλ αλλά «σιγά το πράγμα, με Σαμπόνις και τους υπόλοιπους ποιος θα το έχανε;».

Τα χρόνια πέρασαν, μέχρι που το 1999 ο Ιωαννίδης προτιμά να επιστρέψει στον Ολυμπιακό απ’το να πει το «ναι» στους Γιαννακόπουλους. Έτσι, ο Παναθηναϊκός στρέφεται στον Ομπράντοβιτς, ο οποίος σύμφωνα με τις φήμες της εποχής ήταν ο εκλεκτός του Κόκκαλη σε περίπτωση που ο Ιωαννίδης πήγαινε τελικά στον ΠΑΟ. Με λίγα λόγια το καλοκαίρι του 1999 ο Ζοτς θα μπορούσε να είναι ο προπονητής του Ολυμπιακού και όποτε μπαίνει στο ΟΑΚΑ αντί για standing ovationνα δέχεται αναψυκτικά και αναπτήρες στο κεφάλι. Τελικά η ιστορία έγραψε και για 13 ολόκληρα χρόνια ο «Γκαστόνε» έπαιρνε τίτλους με τον Παναθηναϊκό, αφήνωντας τον Ολυμπιακό συνήθως δεύτερο.

Γίνεται λοιπόν μετά από 5 Ευρωλίγκες, 11 Πρωταθλήματα και 7 Κύπελλα να αμφισβητήσουμε την αξία του; Σίγουρα όχι. Μπορούμε όμως να επισημάνουμε κάποια πράγματα. Αρκετά από τα πρωταθλήματα που κατέκτησε, τα πήρε στην ουσία χωρίς αντίπαλο, με τον Ολυμπιακό να περνά κάποια δύσκολα χρόνια στην μεταβατική εποχή ανάμεσα σε Κόκκαλη και Αγγελόπουλους. Κέρδισε σε τελικούς πρωταθλήματος το Μαρούσι και την ΑΕΚ και πήρε Κύπελλο κερδίζοντας στον τελικό το Ρέθυμνο της Α2 έχοντας πάντα μια διακριτική εύνοια από τη διαιτησία. Όσο για την Ευρωλίγκα, ναι μεν η κατάκτηση 5 τίτλων είναι τεράστιο επίτευγμα αλλά αν εξαιρέσουμε αυτή του 2011, είχε συνήθως από τα πιο γεμάτα και ποιοτικά ρόστερ στα χέρια του, ενώ τη διετία που ο ΠAO έπαιζε στο Σπόρτινγκ και είχε μειώσει το μπάτζετ του, αποκλείστηκε εύκολα στη φάση των 16. Υπό το φόβο της νέας μείωσης του μπάτζετ που επήλθε το καλοκαίρι του 2012 ο Ζέλικο έφυγε τρέχοντας, σε αντίθεση με τον Ίβκοβιτς που έμεινε σε αντίστοιχη συνθήκη το 2011 στον Ολυμπιακό και κατέκτησε την Ευρωλίγκα με τα πιτσιρίκια ενώ και φέτος φυσικά στη Φενέρ διαθέτει ένα από τα μεγαλύτερα μπάτζετ της Ευρώπης. Το ίδιο φαινόμενο παρατηρούμε και στην Εθνική Σερβίας, όπου σε αντίθεση με τον κουμπάρο του, δεν την προπόνησε ποτέ με μέτριο ρόστερ και πιτσιρίκια, μην αποφεύγοντας ωστόσο ακόμα και με μεγάλες φίρμες μεγάλες αποτυχίες όπως αυτή των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 και του Ευρωμπάσκετ του 2005 εντός έδρας στο Βελιγράδι.

Στα αρνητικά του μπορούμε να προσθέσουμε και κάποιες ανεκδιήγητες επιλογές παικτών αλλά επιτρέψτε μου να σταθώ σε μια εικόνα που έζησα προσωπικά και μου έκανε κάκιστη εντύπωση. Όσο ο Ζοτς βρισκόταν στον πράσινο πάγκο επισκέφτηκα το ΟΑΚΑ αρκετές φορές και ποτέ δεν μπορούσα να καταλάβω το λόγο που ο Ομπράντοβιτς έβγαινε από τη φυσούνα αρκετά μετά τους παίκτες για να εισπράξει μόνος του την αποθέωση από το κοινό. Ο κατά τα άλλα ταπεινός Ζοτς έμοιαζε να θέλει για λίγο να είναι το επίκεντρο της προσοχής, κλέβοντας την παράσταση από τους παίκτες και επιδεικνύοντας έναν εγώισμο ανάλογο με αυτόν που έδειξε και στην περίπτωση Σπανούλη, όπου πλέον αρνείται να πει ακόμα και το όνομα του λες και είναι κάποιο έγκλημα να διαλέξεις τον Ολυμπιακό έναντι του Παναθηναϊκού (κι εν τέλει να δικαιωθείς κιόλας). Τέλος, παρά το γεγονός πως είχε απειλήσει πως θα πάρει την ομάδα του και θα φύγει την επόμενη φορά που οι οπαδοί του ΠΑΟ θα κάνουν επεισόδια στο ΟΑΚΑ, δεν επέδειξε ποτέ την απαραίτητη πυγμή, τολμώντας ένα τόσο αποφασιστικό βήμα κατά της βίας, αρκούμενος κάθε φορά σε ετεροχρονισμένες «καταδίκες».

Για να μην γίνομαι κουραστικός, επαναλαμβάνω ότι σέβομαι απεριόριστα τον Ζοτς, ο οποίος άλλωστε μιλούσε πάντοτε με σεβασμό για τον Ολυμπιακό και δεν ήταν ποτέ του προκλητικός, ωστόσο επειδή τόσες ήττες δεν χωνεύονται εύκολα, δεν θα μπορούσα να μην αποτελέσω το δικηγόρο του διαβόλου στα τόσα εγκώμια που διαβάζουμε αυτές τις ημέρες ενόψει της μεγάλης επιστροφής του στο ΟΑΚΑ. Ωστόσο επειδή πάνω απ’όλα είμαι δίκαιος, δεν μπορώ παρά να μην αναγνωρίσω πως είναι ο δεύτερος καλύτερος προπονητής στην Ευρώπη μετά τον Ντούσαν Ίβκοβιτς, κι ελπίζω κάποια μέρα να επιστρέψει στον πράσινο πάγκο.

Γιατί ας μην ξεχνάμε πως έφυγε ως δεύτερος με τον Ολυμπιακό Πρωταθλητή Ελλάδας κι Ευρώπης.

Ο Κωνσταντίνος Αμπατζής είναι υπεύθυνος της ιστοσελίδας του MAD TV και τακτικός συνεργάτης της Popaganda.