001_SOFIA_EXARCHOU

Γυρισμένο σχεδόν εξ’ ολοκλήρου στο Ολυμπιακό χωριό και τις αθλητικές εγκαταστάσεις των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, μετά την παγκόσμια πρώτη του στο μουράτο φεστιβάλ του Toronto, το Park προβλήθηκε σε πάνω από 15 διεθνή φεστιβάλ της Ευρώπης και του κόσμου, κερδίζοντας τον τίτλο μιας απ’ τις πιο πολυταξιδεμένες ελληνικές ταινίες των τελευταίων ετών — κι όχι τυχαία: σκηνοθετικό ντεμπούτο της Σοφίας Εξάρχου, το Park είναι ένα απ’ τα πιο φιλόδοξα σε θεματικές και προσεγγίσεις ελληνικά φιλμ που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια, όχι μόνο γιατί σκιαγραφεί με οικονομία κι ανατριχιαστική ακρίβεια το πορτρέτο ενός ονείρου που έγινε δυστοπία, αλλά γιατί μέσα από την ιστορία του για μια παρέα από αγρίμια, που αλητεύουν καθημερινά, και γεμίζουν τον άπλετο κενό τους χρόνο αναπαριστώντας ολυμπιακά αθλήματα μπολιασμένα με όλη τη βία και την αγριάδα των αδιοχέτευτων εφηβικών τους ορμών, στήνει μια στοιχειωτική αναπαράσταση του τι συμβαίνει όταν μια ολόκληρη γενιά απογυμνωθεί από ελπίδες, όνειρα και φιλοδοξίες, κι όταν, εν τέλει, της αφαιρεθεί ο σκοπός της ζωής.

Έχοντας κερδίσει εύφημο μνεία στο φεστιβάλ της Γενεύης, το βραβείο νεότητας του Cineuropa στο φεστιβάλ Μεσογειακού Κινηματογράφου στις Βρυξέλλες, αλλά και το βραβείο New Directors στο φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν, το Park επιστρέφει στη χώρα του για να μετρηθεί με το ελληνικό κοινό, κι η σκηνοθέτις του, Σοφία Εξάρχου, μιλά στην Popaganda για το πώς το Ολυμπιακό Χωριό της Αθήνας λειτουργεί οικουμενικά ως ένα διαχρονικό σύμβολο οικονομικού παραλογισμού, για την ανάγκη των ανθρώπων να δραπετεύουν από τις περιστάσεις τους ανεξαρτήτως της τραγικότητας ή της ευδαιμονίας που τις χαρακτηρίζουν, αλλά και για το πώς η ταμπέλα του Weird Wave είναι μια στάμπα που είναι καταδικασμένο να κουβαλάει για χρόνια ακόμη το ελληνικό σινεμά, ακόμη και για ταινίες του που λίγη σχέση έχουν μ’ αυτό, στιλιστικά ή θεματικά, όπως, λόγου χάρη, το Park.

https://www.youtube.com/watch?v=p6AAZeKHcw8

Στα διεθνή press kits το Park παρουσιάζεται ως μια ταινία για μια χαμένη γενιά, πράγμα που σε μεγάλο βαθμό όντως είναι, παράλληλα όμως μιλά και για μια χαμένη χώρα: την Ελλάδα των Ολυμπιακών, την Ελλάδα ενός ονείρου που σωματοποιήθηκε με το Ολυμπιακό Χωριό, κι ενός ονείρου που ύστερα παρήκμασε ακριβώς όπως το μέρος αυτό, που σχεδόν πρωταγωνιστεί στο Park. 
Στην αρχή το Ολυμπιακό χωριό δεν υπήρχε ως concept. Η ιδέα για την ταινία ξεκίνησε από τα παιδιά: ήθελα να πω μια ιστορία για μια παρέα αγοριών που ζει σ’ ένα απομονωμένο μέρος, σ’ ένα μέρος που δεν φαίνεται να υπάρχει καμία ελπίδα για αυτά. Προσπαθούσα να σκεφτώ ποιος χώρος θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί, ο οποίος να είναι πιο αφηρημένος, να νιώθεις ότι είναι ένα μέρος εκτός χρόνου, κι έψαχνα διάφορα μέρη. Δεν το έβρισκα, αλλά στην πορεία έμαθα για το Ολυμπιακό χωριό και την ιστορία του, πήγα εκεί, και ενθουσιάστηκα. Ένιωσα ότι πράγματι μιλάει πολύ για το τι έχει συμβεί στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, κι όλην αυτήν την τρέλα για τους Ολυμπιακούς αγώνες και το πόσο περήφανοι ήμασταν, που έπρεπε να έρθουν οπωσδήποτε στην Ελλάδα κλπ.


 

Ο χώρος έδωσε στην ταινία ένα συγκεκριμένο φορτίο βέβαια, όμως όπως έχω διαπιστώσει από τα φεστιβάλ που έχει πάει το Park, ο χώρος καταφέρνει να είναι αρκετά αφηρημένος ώστε να μιλάει μεν για την Ελλάδα, αλλά την ίδια ώρα να λέει και πολλά για την Δυτική πραγματικότητα εν γένει. Είναι, άλλωστε, άπειρα τα Ολυμπιακά χωριά που είναι στην ίδια κατάσταση –φέτος δε, με το Ρίο και τους Ολυμπιακούς της Βραζιλίας, είδαμε άλλη μια φορά την Ιστορία να επαναλαμβάνεται. Οι χώροι αυτοί λοιπόν, που ερημώνουν μετά από ένα τεράστιο πάρτι, λειτουργούν σαν μια δυστοπία που θα μπορούσε να είναι οπουδήποτε. Κι έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ότι αυτό το κατεστραμμένο, εγκαταλελειμμένο τοπίο, προκύπτει κάθε φορά όχι επειδή γίνεται κάποιος πόλεμος, ή κάποια φυσική καταστροφή, αλλά οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Αυτό πιστεύω λέει πολλά για το τι συμβαίνει στον Δυτικό Κόσμο.

Μία απ’ τις θεματικές της ταινίας, πάντως, που μοιάζει πολύ ελληνική όσο κι επίκαιρη, είναι αυτή που βρίσκεται στο κέντρο του δεύτερου μέρους της ταινίας, όταν οι ήρωές σας ταξιδεύουν στην άκρη της πόλης, για να βρεθούν σ’ ένα τεράστιο πάρτι στις αχανείς παραλίες της πόλης, μόνο για να νιώσουν ξένοι κι ανεπιθύμητοι καταμεσής των μεγαλύτερων φυσικών ομορφιών της ίδιας τους της χώρας. Αυτό που ήθελα να πετύχω κυρίως δεν ήταν τόσο η αντίθεση που αναφέρεις, αλλά μάλλον οι ομοιότητες ανάμεσα στους ανθρώπους που μπορεί να βρει κανείς σ’ αυτούς τους εντελώς διαφορετικούς κόσμους: τη δυστοπία του Ολυμπιακού Χωριού και την φυσική ομορφιά των παραθαλάσσιων resorts. Αντιπαραβάλλοντας την άγονη αγριάδα του ενός με τη ζεστή ζωντάνια του δεύτερου, ήθελα να υπογραμμίσω το γεγονός πως, σε τελική ανάλυση, μπορεί να ζούμε ο καθένας στον δικό του μικρόκοσμο, αλλά όλοι τελικά προσπαθούμε συνεχώς να ξεφύγουμε: το ζευγάρι των ηρώων μας προσπαθεί να ξεφύγει απ’ την καθημερινή του ζωή, και ταξιδεύει σ’ ένα μέρους όπου άλλοι άνθρωποι ζουν σε μια δική τους εφήμερη φούσκα, την οποία έχουν κατασκευάσει ως αντίδοτο σε μια αποπνικτική ρουτίνα, απ’ την οποία κι οι ίδιοι έχουν ταξιδέψει χιλιόμετρα για να ξεφύγουν.

9

Σε κάποια σημεία της η ταινία θυμίζει old-school Κωνσταντίνο Γιάνναρη κι έχει μια αίσθηση επικαιροποιημένου Από την Άκρη της Πόλης. Παρ’ όλα αυτά, στην διεθνή της πορεία χαιρετίσθηκε κυρίως ως άλλος ένα προϊόν απ’ τη μηχανή παραγωγής του Weird Wave, παρ’ ό,τι απέχει πολύ και στιλιστικά και αφηγηματικά. Ναι, εντάξει, αυτό είναι κάτι που θέλουμε δε θέλουμε θα μας ακολουθεί για καμιά 20ετία ακόμα: όλα θα μπαίνουν σ’ αυτήν την κατηγορία. Μας έχει στοιχειώσει η ταμπέλα, παρ’ ότι υπάρχουν πολλές διαφορετικές ματιές αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα, κι επιπλέον ακόμη και άνθρωποι που ξεκίνησαν μ’ αυτό, έχουν εξελιχθεί πιο πέρα. Τώρα για ‘μένα, η ταινία είναι ένας συνδυασμός ενός έντονου ρεαλισμού αρκετά ωμού, αρκετά «στη μούρη», το οποίο ήθελα να το πετύχω μέσα από όλα τα μέσα -φωτογραφία, ερμηνείες, μοντάζ, ήχος, κλπ-, κι απ’ την άλλη ήθελα να υπάρχουν και στιγμές πιο παρατηρητικές, οι οποίες να βοηθούν τον θεατή να αισθανθεί ότι αυτό το πράγμα είναι τελείως μυθοπλαστικό, κι όχι μια ντοκιμαντερίστικη προσέγγιση. Κι έτσι υπάρχουν πολλά στοιχεία που, εκεί που νομίζεις ότι βλέπεις κάτι το ρεαλιστικό, σε περνάνε σε ένα επίπεδο πιο λυρικό, ας πούμε.


 

Η πορεία της πάντως στο διεθνές φεστιβαλικό κύκλωμα ήταν εκρηκτική. Θα είναι κάπως σαν βαρίδι αυτό στους ώμους σας όταν βάλετε μπρος για το επόμενο project σας, κάτι που θα θέλετε να ξεπεράσετε με την επόμενη ταινία, ή περιμένετε την ετυμηγορία του ελληνικού κοινού στιες αίθουσες πρώτα; Δεν τίθεται ερώτημα για το ότι είμαι κατενθουσιασμένη που το Park έχει ταξιδέψει τόσο πολύ, όπως είμαι και κατενθουσιασμένη που η ταινία βγαίνει στις αίθουσες και στην Ελλάδα. Αυτό που με αγχώνει όμως στην πραγματικότητα, είναι το πώς θα μπορέσω να το αφήσω πίσω μου, για να μπορέσω να ξεκινήσω κάτι καινούριο. Μου πήρε τέσσερα χρόνια αυτή η ταινία για να την ετοιμάσω και να την γυρίσω, κι όταν έχεις αφιερώσει τόσο πολύ χρόνο και τόση πολλή ενέργεια σε ένα project, πώς το αφήνεις πίσω; Αυτό που πραγματικά είναι βάρος στους ώμους μου, είναι εκείνη η λευκή κόλλα χαρτί που σε κοιτάει στα μάτια όταν ξεκινάς να γράψεις κάτι καινούριο. Εκείνο το κενό, στο οποίο τα πάντα είναι πιθανά: αυτό είναι που με τρομάζει. Κι ύστερα, όταν κάνεις την πρώτη σου ταινία, υπάρχει κι αυτή η μακαριότητα της άγνοιας, που δεν ξέρεις πόσο μακρά κι επώδυνη διαδικασία είναι αυτή που απαιτείται για να ολοκληρώσεις μια ταινία. Αυτό σου δίνει μια αίσθηση ελευθερίας και δύναμης που, στη δεύτερη φορά σου, είναι αδύνατον να ξεγελάσεις τον εαυτό σου για να το ξανανιώσει. Αλλά υποθέτω αυτό είναι που κάνει τόσο τρομακτικό, και ταυτόχρονα τόσο εθιστικό το να κάνεις σινεμά.

Το Park,  σε σκηνοθεσία και σενάριο της Σοφίας Εξάρχου, βραβευμένο με το New Directors Award στο Φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν και το βραβείο Γυναικείας Ερμηνείας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, με τους Δημήτρη Κίτσο, Δήμητρα Βλαγκοπούλου, Ενούκι Γκβενετάτζε κ.ά., θα προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες από την Πέμπτη 9 Μαρτίου, σε διανομή της NEO Films.
Μετά την προβολή της Παρασκευής 10 Μαρτίου, στο φουαγιέ του κινηματογράγου Mikrokosmos θα ακολουθήσει live session του Αλέξανδρου “The Boy” Βούλγαρη που υπογράφει το soundtrack της ταινίας.