Μια φορά και έναν καιρό, κάτω από τον γαλάζιο ουρανό, ζούσε ένα αγόρι με την οικογένειά του, σε έναν τόπο πολύ μακρινό. Το αγόρι ζούσε με τη μάνα, τον πατέρα και την αδελφούλα του. Το αγόρι αυτό είχε και ένα συνομήλικο φιλαράκι μιας γειτονικής οικογένειας. Μαζί πήγαιναν σχολείο, μαζί γύριζαν και μαζί έπαιζαν. Γύριζαν από το σχολείο, ξεκουράζονταν, έτρωγαν και μετά έκαναν τα μαθήματά τους. Και οι δύο είχαν μεγάλη ψυχή και συγχωρούσαν εύκολα ο ένας τον άλλον. Και οι δύο μετά το πέρας των μαθημάτων βοηθούσαν στις εργασίες τις μανούλες τους.

Τα απογεύματα έβγαιναν έξω και ήταν γεμάτες οι ώρες τους από παιχνίδια και χαρές. Δεν γνώριζαν στεναχώρια και έλυναν τα μεταξύ τους θέματα τόσο εύκολα, λες και δεν είχαν ποτέ προβλήματα. Αυτή η στάση αποτελούσε και τη βασική αιτία που δεν μάλωναν ποτέ.

Ο κόσμος αυτού του τόπου ήταν τόσο ευγενικός και τρυφερός που οι δύο φίλοι ποτέ δεν σκέφτονταν να υποβαθμίσει ο ένας τον άλλον. Είχαν μεγάλη αλληλεγγύη, τρυφερότητα και αγάπη μεταξύ τους. Ζούσαν όλοι με τα ίδια όμορφα και χαρούμενα θέματα και πράγματα.

Όλοι τους ήταν πιστοί μιας «βίβλου» αυτού του μακρινού τόπου, με μια ονομασία που άρχιζε από αγάπη. Χρόνια και καιροί περνούσαν με αυτή την γλυκιά «εμμονή». Αυτή η ιστορία συνεχίστηκε, ώσπου μία μέρα…

*Το όγδοο φύλλο της εφημερίδας ‘Αποδημητικά Πουλιά’ στο οποίο δημοσιεύθηκε το παραπάνω κείμενο, δημιουργήθηκε από το Δίκτυο για τα Δικαιώματα του Παιδιού με την υποστήριξη της UNICEF και χρηματοδότηση της Πολιτικής Προστασίας και Ανθρωπιστικής Βοήθειας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Διαβάστε ολόκληρο το φύλλο εδώ. ‘Η έκδοση του παρόντος φύλλου δημιουργήθηκε και με την υποστήριξη του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ – Παράρτημα Ελλάδας, που χρηματοδοτείται από το Γερμανικό Υπουργείο Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης’.