trentemoller-31

Trentemoller

Την εβδομάδα που πέρασε πήγα σε δύο συναυλίες. Του Trentemøller και των Black Rebel Motorcycle Club. Και οι δύο πραγματοποιήθηκαν στον ίδιο χώρο, από διαφορετικούς διοργανωτές και από πλευράς τους, μπορώ να πω με χαρά ότι όλα κύλησαν σχετικά ήρεμα. Για την ακρίβεια, επιτέλους έχουμε αρχίσει να αισθανόμαστε σαν κοινό που το σέβονται για το αντίτιμο που έχει πληρώσει. Οι ουρές προχωράνε αρκετά ομαλά μπαίνοντας και βγαίνοντας από τον χώρο και στα μπαρ αντιστοίχως -μία μικρή βελτίωση χρειάζεται αλλά δεν είναι τραγικά τα πράγματα-, ο ήχος, πεντακάθαρος, διαπερνάει το σώμα μας, οι ώρες εμφάνισης τηρούνται σωστά (με την γκαρνταρόμπα υπάρχει ακόμα ένα πρόβλημα, αλλά είναι άνευ σημασίας μπροστά στα υπόλοιπα) και οι αλλαγές ανάμεσα στα συγκροτήματα γίνονται στους σωστούς χρόνους. Τι γίνεται όμως όταν το ίδιο το κοινό σαμποτάρει τις συναυλίες;

Παρακολούθησα το πρώτο μου live στον Λυκαβηττό, σε ηλικία μόλις τριών ετών. Από τότε μέχρι σήμερα, 38 χρόνια μετά, έχω πάει σε εκατοντάδες διοργανώσεις, ελληνικές και ευρωπαϊκές. Γηπεδικές συναυλίες, φεστιβάλ, σε κλαμπάκια, σε υπόγεια λαϊβάδικα εκατό ατόμων, σε μέγαρα, σε παλιά θέατρα, secret gigs σε εκκλησίες και υπόγειες στοές, όπου γάμος και χαρά, η Βασίλω πρώτη. Έχω αντιμετωπίσει φανατικούς χαρντκοράδες, μεθυσμένες αγγλίδες σε οίστρο, εκνευριστικές (και μονίμως εκνευρισμένες) κυρίες με μαλλί-κάσκα κομμωτηρίου, φοβισμένα γκοθάκια, ελληνάρες που μπαίνουν μέσα στο mosh-pit με τη γκόμενά τους και σπρώχνουν όσους τολμάνε να πλησιάσουν στο μισό μέτρο, νοσταλγούς του Ίαν Κέρτις που χορεύουν υπό τους ήχους ενός αργού, μελωδικού κομματιού σαν να είναι η μετενσάρκωση του συχωρεμένου και κοπανώντας ό,τι υπάρχει τριγύρω τους, τα αίματα από το χαρακωμένο στέρνο του Ίγκι στο κούτελό μου, ένα ραγισμένο δάχτυλο στο αριστερό μου χέρι από κλοτσιά οπαδού των Ramones στο Ρόδον, ξύλο και σπρωξιές από τους bouncers στη συναυλία των Gossip γιατί δεν με άφηναν να περάσω τα κάγκελα όταν η Μπεθ με τραβούσε στη σκηνή μαζί της, έχω σηκώσει παιδάκια που είχαν βρεθεί ανάσκελα στο πάτωμα την ώρα που οι υπόλοιποι χοροπηδούσαν επάνω τους, έχω υποδυθεί την έγκυο για να φτάσω πιο μπροστά, έχω φρικάρει γιατί έχει χαλάσει το κασετοφωνάκι μου την ώρα συνέντευξης στο backstage και δεν έχω χρόνο να δανειστώ κάποιου άλλου, έχω πάθει αφυδάτωση και έχω δει τα paramedics από πάνω μου να μου χώνουν μάσκες οξυγόνου, έχω κάψει το αριστερό μου τύμπανο από ηχείο στα Ξύλινα Σπαθιά (ακόμα και σήμερα το αριστερό μου αυτί δεν ανταποκρίνεται σωστά), το έχω ζήσει τέλος πάντων.

blackrebel-12

Black Rebel Motorcycle Club

Το έχω ζήσει όμως και από την άλλη πλευρά. Αυτή του υπαλλήλου της διοργάνωσης. Έχω φάει μπύρες στο κεφάλι από εξαγριωμένους οπαδούς επειδή προσπαθούσα να φτάσω στα παρασκήνια για να αντιμετωπίσω μία κατάσταση κρίσης, την ώρα που καιγόταν το σύμπαν έξω από τη συναυλία των Rage Against the Machine, έχω τσακωθεί με δημοσιογράφους που πουλούσαν τσαμπουκά για μία πρόσκληση, με φωτογράφους που με έβριζαν επειδή δεν “απαιτούσα” από τη μάνατζερ των Oasis να φωτογραφίσουν τέσσερα αντί για τρία τραγούδια: «Ελληνίδα είναι, δεν μπορείς να της πεις ότι εδώ δεν είναι όπως στο εξωτερικό, να καταλάβει;». Ναι, μάλιστα, είναι γνωστό ότι στην Ελλάδα επιβάλλεται όλοι να προσκυνούν στα δικά μας τερτίπια. Πώς τολμούν και μας αγνοούν; Τα περιστατικά είναι αμέτρητα. Τόσα χρόνια γκρινιάζουμε για τους διοργανωτές και τους ανθρώπους που κάνουν τη δουλειά τους εκείνη τη στιγμή αλλά, αλήθεια, χρειάζεται ειδικό εγχειρίδιο για να μάθουμε να φερόμαστε σωστά σε μία συναυλία; Μάλλον ναι.

Έχοντας λοιπόν βρεθεί στη θέση και των μεν και των δε, έχω καταλήξει στο εξής: ακόμα και σήμερα, συνεχίζουμε να είμαστε ανεξέλεγκτοι, απαιτητικοί, αναιδείς, παρτάκηδες και γκρινιάρηδες ενώ το μόνο που χρειάζεται για να απολαύσουμε μία συναυλία είναι να αφεθούμε στη μουσική και να ζήσουμε τον παλμό της. Η παρακάτω λίστα είναι ένας καημός χρόνων κι ένας οδηγός προς κάθε έναν που θέλει να λέγεται μουσικόφιλος και να κερδίζει τον σεβασμό από τους υπόλοιπους θεατές.

blackrebel-19

Black Rebel Motorcycle Club

Οδηγός καλής συμπεριφοράς σε live gigs

1. Ο καθένας που έχει πληρώσει εισιτήριο, έχει το δικαίωμα να μπορεί να απολαύσει τη μουσική μέχρι την τελευταία νότα. Είναι κατανοητό ότι μπορεί να θέλουμε να σχολιάσουμε κάτι που συμβαίνει εκείνη την ώρα, μπορούμε όμως να το κάνουμε μιλώντας στο αυτί του διπλανού μας και όχι ουρλιάζοντας σαν να πρόκειται να εκραγεί βόμβα στον χώρο και πρέπει να πείσουμε τους υπόλοιπους να τον εκκενώσουν. Δεν είναι καθόλου κατανοητό να πρέπει να μάθω τι φαγητό έφαγε ο διπλανός μου το μεσημέρι, αν υπάρχει μηχάνημα ανάληψης χρημάτων σε ακτίνα 200 μέτρων ή αν ο Βαγγέλης πήδηξε τη Μαρία και μετά δεν την ξαναπήρε τηλέφωνο.

2. Ο πυρήνας μπροστά από τη σκηνή, λέγεται mosh-pit για κάποιον λόγο. Είναι το σημείο που μπορούμε να πάμε να χτυπηθούμε, να κάνουμε stage-diving, να ουρλιάξουμε, να χορέψουμε, να πατηθούμε με λίγα λόγια. Όποιος δεν θέλει να τα βιώσει όλα αυτά, μπορεί να κάτσει δέκα μέτρα πιο πίσω. Μπαίνοντας εκεί μέσα, είναι άξιος ευθυνών και η γκρίνια του δεν ενδιαφέρει κανέναν.

3. Είναι ωραίο να τα πετάμε όλα στον αέρα επάνω στο παραλήρημα, δεν είναι καθόλου ωραίο αυτά που πετάμε να είναι μπύρες που καταλήγουν στα κεφάλια των μπροστινών ή των μελών της μπάντας. Ας πετάξουμε τα ρούχα μας βρε αδερφέ, να γίνει και κάνα τζέρτζελο. Ας πετάξουμε νερό να καθαρίσει και ο ιδρώτας ή έστω ας χύσουμε το ποτό στο πάτωμα και ας εκσφενδονίσουμε τα πλαστικά ποτήρια προς κάθε κατεύθυνση. Δεκτό.

4. Οι ψηλοί που μπαίνουν με τσαμπουκά μπροστά από αυτούς που έχουν πιάσει πόστο τρεις ώρες νωρίτερα και πουλάνε και πνεύμα όταν κάποιος τους πει “ρε φίλε, δεν βλέπω, γιατί μου την κάνεις έτσι;” δεν είναι μάγκες, είναι πεντάχρονα τσογλανάκια. Τελεία!

5. Όσοι διατείνονται με ύφος σοφού δυνατά για να τους ακούσουν όλοι γύρω τους, ότι η συναυλία -που έχει ξεσηκώσει το κοινό- δεν έχει παλμό, παρακολουθώντας την οι ίδιοι καθιστοί από το πατάρι ή από το “βάθος κήπος”, πίνοντας νωχελικά μπυρίτσα και σχολιάζοντας τα ρούχα του τραγουδιστή ή το κωλαράκι της πιτσιρίκας δίπλα -αντί να αφεθούν στο πάθος της στιγμής-, βρίσκονται ξεκάθαρα εκτός τόπου και χρόνου και προφανώς έχουν έρθει μόνο για να το παίξουν παντογνώστες και γερόλυκοι του ροκ εν ρολ. Ας κάτσουν σπίτι να πιουν τσαγάκι αναπολώντας τα χαμένα τους νιάτα. Δεν ζήτησε κανείς τη γνώμη τους.

Cold Cave

Cold Cave

6. Δεν μας φταίνε οι επαγγελματίες φωτογράφοι που προσπαθούν να κάνουν τη δουλειά τους, δεν χρειάζεται να τους τη λέμε με κάθε ευκαιρία, εκτός αν μας ρίχνουν αγκωνιές, πράγμα που συμβαίνει σπάνια. Κάποιος -δεν θυμάμαι ποιος- έγραψε πρόσφατα στο facebook ότι είναι νόμος να πρέπει να τραβάνε φωτογραφίες μόνο στα δύο πρώτα τραγούδια. Λάθος. Ο ατζέντης κάθε μπάντας είναι αυτός που ορίζει σε πόσα τραγούδια επιτρέπεται ο φωτογράφος να “κλικάρει” όταν βρίσκεται μπροστά από τη σκηνή. Μπορεί να είναι από ένα τραγούδι μέχρι ολόκληρο το live. Από εκεί και πέρα είναι ελεύθερος να κινηθεί στον χώρο και να κάνει τη δουλειά του διακριτικά, χωρίς φυσικά να κοπανάει τους διπλανούς του.

7. Ας καταλάβουμε επιτέλους ότι όταν χρησιμοποιούμε τα κινητά μας με τεντωμένα χέρια για να φωτογραφίσουμε ή να βιντεοσκοπήσουμε ΟΛΟ το σετ, γινόμαστε party poopers και χαλάμε τις αναμνήσεις των άλλων οι οποίοι το μόνο που θα θυμούνται μετά, είναι εκατοντάδες μικρές οθονίτσες στον αέρα (τότε και μόνο τότε, επιτρέπεται να πετάξουμε μπύρες, μπας και καταλάβουν ότι τα κινητά πρέπει να μένουν στην τσέπη).

8. Όταν μπαίνουμε στο mosh-pit με σκοπό να χορέψουμε και να ξεδώσουμε, δεν κουβαλάμε το εξογκωμένο, έτοιμο να εκραγεί από το περιεχόμενό του, back-pack μας στην πλάτη. Θα το επαναλάβω, ΔΕΝ κουβαλάμε το εξογκωμένο back-pack μας στην πλάτη. Ορκίζομαι ότι μία μέρα θα έχω επάνω μου μία ψαλίδα και θα αρχίσω να κόβω όλα τα λουριά από τα σακίδια που κοπανούν με λύσσα τα πλευρά μου.

9. Δεν στήνουμε “αντίσκηνο” στο πάτωμα, εκτός αν βρισκόμαστε σε απομακρυσμένο σημείο και δεν ενοχλούμε τους γύρω μας. Δεν είναι καθόλου ευχάριστο να γκρεμοτσακίζεται ο κόσμος που επιστρέφει με μπύρες από το μπαρ μέσα στα σκοτάδια, επειδή σκοντάφτει επάνω σε ένα βουνό από στοιβαγμένες τσάντες, ομπρέλες, μπουφάν ή τρίποδα.

The Last Drive

The Last Drive

10. Όταν πάμε σε συναυλία ξεσαλώματος και όχι δωματίου, δεν φοράμε δωδεκάποντα. Ακόμα και στην περίπτωση που δεν μας ενδιαφέρει αν θα πάθουμε διάστρεμμα στον αστράγαλo, πρέπει να σκεφτούμε τους δύσμοιρους που μπορεί να βρεθούν με ένα στιλέτο καρφωμένο στο μεσαίο δάχτυλο του ποδιού τους την ώρα που χορεύουν ευτυχισμένοι στο αγαπημένο τους τραγούδι. Γιατί;

11. Δεν ζητάμε κάθε πέντε λεπτά, τσιγάρο ή αναπτήρα από τον άσχετο διπλανό μας, ο οποίος προνόησε να αγοράσει τα απαραίτητα για τον εαυτό του. Πρώτον τον φέρνουμε σε δύσκολη θέση, δεύτερον τον βγάζουμε συνεχώς από το moment του.

12. Δεν επαναλαμβάνουμε ουρλιάζοντας σαν να έχει βάλει γκολ η εθνική κάθε φορά που τελειώνει ένα τραγούδι, τον τίτλο του κομματιού που θέλουμε να παίξει η μπάντα ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ. Το φωνάζουμε μία, άντε δύο φορές. Πιστέψτε με, αν θέλουν να το παίξουν, θα το παίξουν. Αν δεν θέλουν και λαρυγγίτιδα να πάθουμε, δεν θα μας κάνουν την χάρη.

13. Όταν τελειώσει το live, δεν σκαρφαλώνουμε επάνω από τους μπροστινούς μας για να βγούμε γρήγορα έξω, δεν τους σπρώχνουμε με μανία και δεν φωνάζουμε “προχωράτε ρεεεεεεε”. Η μοναδική περίπτωση στην οποία επιτρέπεται να “κόψουμε δρόμο”, είναι εφόσον κουβαλάμε κάποιον ημιλυπόθυμο.