Γιατί εἶναι μάταιο καί ἄστοχο νά λέμε ὅτι ξέρουμε ἑλληνικά, ἀφοῦ μέ τήν ἄγνοια πού ἔχουμε θά ‘πρεπε νά ἤμασταν οἱ τελευταῖοι μαθητές σέ μιά ὁποιαδήποτε τάξη σχολιαρόπαιδων· ἀφοῦ δέν ξέρουμε οὔτε πῶς ἠχοῦσαν οἱ λέξεις, ἤ ποῦ ἀκριβῶς θά ‘πρεπε νά γελάσουμε, ἤ πῶς ἔπαιζαν οἱ ἠθοποιοί —, καί ἀνάμεσα στόν ξένο αὐτό λαό κι ἐμᾶς δέν ὑπάρχει μονάχα διαφορά φυλῆς καί γλώσσας ἀλλά καί ἕνα φοβερό χάσμα παράδοσης. Κι εἶναι ἀκόμα πιό παράξενο, λοιπόν, πού θέλουμε νά μάθουμε ἑλληνικά, προσπαθοῦμε νά μάθουμε ἑλληνικά, νιώθουμε γιά πάντα σαγηνεμένοι ἀπό τά ἑλληνικά καί πάντα σχηματίζουμε κάποια ἰδέα γιά τό νόημα τῶν ἑλληνικῶν ποιός ξέρει μέσα ἀπό ποιά ἀσύμβατα νήματα ἤ ποιά ἀμυδρή ὁμοιότητα μέ τῶν ἑλληνικῶν τό ἀληθινό νόημα.

Εἶναι φανερό πρῶτα ἀπ’ ὅλα ὅτι ἡ ἑλληνική λογοτεχνία εἶναι ἡ ἀπρόσωπη λογοτεχνία. Ἐκεῖνες οἱ λιγοστές ἑκατοντάδες χρόνια πού χωρίζουν τόν John Paston ἀπό τόν Πλάτωνα καί τό Νόργουιτς ἀπό τήν Ἀθήνα, φτιάχνουν μιάν ἄβυσσο πού ἡ ἀπέραντη φουσκονεριά τῆς εὐρωπαϊκῆς φλυαρίας ποτέ δέ θά καταφέρει νά προσπελάσει. Ὅταν διαβάζουμε Chaucer μᾶς πᾶνε τά κύματα σ’ αὐτόν ἀνεπαίσθητα μέσ’ ἀπ’ τό ρεῦμα τῆς ζωῆς τῶν προγόνων μας, καί, ἀργότερα, καθώς ἡ γραπτή μαρτυρία πληθαίνει καί οἱ μνῆμες μακραίνουν, ἐλάχιστες πιά εἶναι οἱ μορφές τῶν ποιητῶν πού δέν διαθέτουν ἕνα νεφέλωμα συνειρμῶν, βίο καί ἀλληλογραφία, σύζυγο καί οἰκογένεια, σπίτι, χαρακτήρα, εὐτυχία ἤ μαύρη καταστροφή. Οἱ Ἕλληνες ὅμως μένουν κλεισμένοι στό δικό τους ὀχυρό. Ἡ μοίρα στάθηκε καί σ’ αὐτό καλή. Τούς φύλαξε ἀπ’ τή χυδαία κοινοτοπία. Ὁ Εὐριπίδης φαγώθηκε ἀπ’ τά σκυλιά· τόν Αἰσχύλο τόν σκότωσε μιά πέτρα· ἡ Σαπφώ γκρεμίστηκε ἀπό τό βράχο. Πιό πολλά ἀπό αὐτά δέν ξέρουμε. Ἔχουμε τήν ποίησή τους — καί τέρμα.

Ὅμως κι αὐτό δέν εἶναι, κι ἴσως ποτέ δέν μπορεῖ νά εἶναι, ἐντελῶς ἀληθινό. Πάρτε ὁποιοδήποτε ἔργο τοῦ Σοφοκλῆ, διαβάστε:

γιός ἐκείνου πού ὁδήγησε τή στρατιά στήν Τροία τόν παλιό καιρό, γιός τοῦ Ἀγαμέμνονα,2

κι ἀμέσως τό μυαλό ἀρχίζει νά χτίζει κόσμους. Δημιουργεῖ ἕνα σκηνικό ὑπόβαθρο, ἀκόμα καί τό πιό πρόχειρο, γιά τόν Σοφοκλῆ: φαντάζεται κάποιο χωριό, σέ μιά μακρινή τῆς χώρας ἄκρη κοντά στή θάλασσα. Ἀκόμα καί σήμερα βρίσκονται τέτοια χωριά στίς πιό ἄγριες περιοχές τῆς Ἀγγλίας, καί ἅμα τά ἐπισκεφτεῖς δέν μπορεῖς παρά νά νιώσεις ὅτι ἐδῶ, μέσα σέ μιά ἀρμαθιά καλύβια, ξεκομμένα ἀπό σιδηρόδρομους καί πολιτεῖες, ὑπάρχουν ὅλα τά στοιχεῖα μιᾶς τέλειας ὕπαρξης. Νά τό πρεσβυτέριο, νά τό ἀρχοντικό, νά τό χτῆμα καί τά ἀγροτόσπιτα, ἡ ἐκκλησία γιά τούς πιστούς, ἡ λέσχη γιά τίς συναντήσεις, τό γήπεδο τοῦ κρίκετ γιά παιχνίδι. Ἐδῶ ἡ ζωή εἶναι μέ ἁπλό τρόπο ἀναλυμένη στά κύρια στοιχεῖα της. Κάθε ἄντρας καί κάθε γυναίκα ἔχουν τή δουλειά τους, καθένας δουλεύει γιά τήν ὑγεία καί τήν εὐτυχία τῶν ἄλλων. Ἐδῶ πάλι, σέ αὐτή τή μικρή κοινότητα, οἱ χαρακτῆρες γίνονται μέρος τοῦ κοινοῦ ἀποθέματος· οἱ ἐκκεντρικότητες τοῦ κληρικοῦ εἶναι γνωστές· ὅπως καί τῶν μεγαλοκυράδων οἱ κακοδιαθεσίες· ἡ ἔχθρητα τοῦ σιδερᾶ μέ τό γαλατά, οἱ ἔρωτες καί τά ζευγαρώματα ἀγοριῶν καί κοριτσιῶν. Ἡ ζωή ἐδῶ ἔχει χαράξει τά ἴδια αὐλάκια αἰῶνες τώρα· ἔθιμα ἔχουν καθιερωθεῖ· θρύλοι ἔχουν συνδέσει τήν ὕπαρξή τους μέ λοφοκορφές καί μοναχικά δέντρα, καί τό χωριό ἔχει τήν ἱστορία του, τά πανηγύρια του καί τίς ἀντιπαλότητές του.

Τό κλίμα εἶναι τό πιό ἀπίθανο. Ἄν δοκιμάσουμε νά φανταστοῦμε ἐδῶ τόν Σοφοκλῆ, θά πρέπει νά ἐξουδετερώσουμε τήν κάπνα καί τήν ὑγρασία, καί τήν πυκνή νοτερή ὁμίχλη. Πρέπει νά κάνουμε πιό κοφτερές τίς γραμμές τῶν λόφων. Νά φανταστοῦμε ὀμορφιά ἀπό πέτρα κι ἀπό χῶμα ἀντί ἀπό δάση καί πρασινάδες. Μέ τή ζέστη καί τό ἡλιόφωτο καί μῆνες ὁλόλαμπρης καλοκαιριᾶς, ἡ ζωή ὁπωσδήποτε ἀλλάζει στή στιγμή· διαδραματίζεται στό ὕπαιθρο, μέ ἀποτέλεσμα, γνωστό σ’ ὅλους ὅσοι ἐπισκέπτονται τήν Ἰταλία, τά μικροεπεισόδια νά συζητιοῦνται στό δρόμο, ὄχι στό καθιστικό τοῦ σπιτιοῦ, καί νά γίνονται δραματικά· οἱ ἄνθρωποι νά γίνονται εὐμετάβολοι· νά τούς ἐμπνέει ἐκείνη τήν εἰρωνική, γελαστική εὐστροφία τοῦ πνεύματος κι ἐκεῖνο τό ἰδίωμα πού χαρακτηρίζει τίς νότιες φυλές καί δέν μοιάζει σέ τίποτα μέ τήν ἀργή ἐπιφυλακτικότητα, τούς χαμηλούς τόνους, τή στοχαστική, ἐσώστροφη μελαγχολία τῶν λαῶν πού εἶναι μαθημένοι νά ζοῦν πάνω ἀπό τό μισό χρόνο μέσα στό σπίτι.

Αὐτή εἶναι ἡ ἀρετή πού πρώτη μᾶς φαντάζει στήν ἑλληνική λογοτεχνία, τό ἀστραφτερό, εἰρωνικό, ὑπαίθριο ἦθος. Εἶναι καταφάνερο τόσο στά μεγαλόπνοα ὅσο καί στά πιό τετριμμένα χωρία. Βασίλισσες καί Πριγκιποποῦλες, καί σ’ αὐτήν ἀκόμα τήν τραγωδία τοῦ Σοφοκλῆ, στέκουν στήν πόρτα καί ἀνταλλάζουν κουβέντες σάν γυναῖκες τοῦ χωριοῦ, μέ μιά τάση, ὅπως θά μποροῦσε κάποιος νά τό περιμένει, νά ἀντλοῦν ἡδονή ἀπό τή γλώσσα, νά χωρίζουν τίς φράσεις σέ φέτες, νά ἔχουν σκοπό τους τή λεκτική ἐπικράτηση. Τά ἀστεῖα τοῦ κόσμου δέν ἦταν καλοκάγαθα ὅπως εἶναι στούς δικούς μας ταχυδρόμους καί ἁμαξάδες. Τά πειράγματα τῶν ἀνθρώπων πού τριγυρίζουν στούς πέντε δρόμους εἶχαν κάτι ὠμό καί ταυτόχρονα πνευματῶδες. Ὑπάρχει ὠμότητα στήν ἑλληνική τραγωδία πού εἶναι κάτι πολύ ἀλλιώτικο ἀπό τήν ἀγγλική μας κτηνωδία. Δέν εἶναι, λόγου χάρη, ὁ Πενθέας  ὁ ἀξιοσέβαστος ἐκεῖνος ἄνθρωπος πού τόν γελοιοποιοῦν στίς Βάκχες λίγο πρίν τόν ἀφανίσουν; Ὄντως, βέβαια, αὐτές οἱ Βασίλισσες καί οἱ Πριγκιποποῦλες βρίσκονταν στήν ὕπαιθρο μέ τίς μέλισσες νά προσπερνοῦν βουερά, ίσκιους νά τίς διασταυρώνουν καί τόν ἄνεμο νά ἀναδεύει τά πέπλα τους. Μιλοῦσαν σ’ ἕνα τεράστιο ἀκροατήριο ἀχτινωτά καθισμένο γύρω τους μιά ἀπό κεῖνες τίς ὁλόλαμπρες μέρες τοῦ νότου ὅπου ὁ ἥλιος εἶναι τόσο καυτός κι ὡστόσο ὁ ἀέρας τόσο ζωογόνος. Ὁ ποιητής, λοιπόν, ἔπρεπε νά κάτσει καί νά σκεφτεῖ, ὄχι κάποιο θέμα πού θά διάβαζε ὧρες πολλές ἕνας ἄνθρωπος μόνος του, ἀλλά κάτι ἐμφατικό, οἰκεῖο, σύντομο, πού θά μεταφερόταν, ἄμεσα καί ἀπευθείας, σ’ ἕνα ἀκροατήριο ἴσως δεκαεφτά χιλιάδων ἀνθρώπων, μέ μάτια καί αὐτιά ἄγρυπνα καί προσεχτικά, μέ σώματα πού οἱ μυῶνες τους θά πιάνονταν ἄν ἔμεναν τόσην ὥρα ἀκίνητοι χωρίς ζωηρό περισπασμό. Χρειαζόταν μουσική καί χορός καί φυσικό θά ἦταν νά διαλέξει ἕναν ἀπό κείνους τούς μύθους, ὅπως ὁ δικός μας τοῦ Τριστάνου καί τῆς Ἰζόλδης, πού εἶναι γνωστοί στόν καθένα σέ γενικές γραμμές, ἔτσι ὥστε ἕνα μεγάλο κεφάλαιο συγκίνησης νά προϋπάρχει ἕτοιμο μά νά μπορεῖ νά μελοποιηθεῖ μέ ἄλλο τρόπο ἀπό κάθε καινούριο ποιητή.

Σοφοκλῆς, γιά παράδειγμα, θά πάρει τήν παλιά ἱστορία τῆς Ἠλέκτρας, ἀλλά μονομιᾶς θά βάλει τή δική του σφραγίδα ἐπάνω ἐκεῖ. Ἀπό αὐτό, μέ ὅλη τήν ἀδυναμία μας καί τή διαστρέβλωση, τί ἀπομένει ὁρατό γιά μᾶς; Τό ὅτι ἡ ἰδιοφυΐα του ἦταν τοῦ ὕψιστου βαθμοῦ πρῶτα-πρῶτα· τό ὅτι ἐπέλεξε ἕνα σχέδιο πού, ἄν ἀποτύχαινε, θά ἔδειχνε τήν ἀποτυχία του μέ βαθιές ρωγμές καί ἐρείπια, ὄχι μέ μιά ἁπαλή θαμπάδα σέ κάποια ἀσήμαντη λεπτομέρεια· ἄν, πάλι, πετύχαινε θά ἔκοβε κάθε πινελιά σέ ἐλεφαντόδοντο, θά ἀποτύπωνε σέ μάρμαρο κάθε δαχτυλιά. Ἡ Ἠλέκτρα του στέκεται μπροστά μας σάν μιά μορφή τόσο σφιχτά δεμένη ὥστε νά μπορεῖ νά κινηθεῖ μόνο μιά ἴντσα πρός τά δῶ, μιά ἴντσα πρός τά κεῖ. Ἀλλά κάθε κίνησή της πρέπει νά λέει τά ἀνείπωτα, εἰδαλλιῶς, ἔτσι δεμένη ὅπως εἶναι, δίχως τήν ἀνάπαυλα τῶν νύξεων, τῶν ἐπαναλήψεων ἤ τῶν ὑποβολῶν, δέ θά εἶναι τίποτα ἄλλο ἀπό ἕνα σφιχτοδεμένο ὁμοίωμα. Οἱ λέξεις της τήν κρίσιμη στιγμή εἶναι, ἀληθινά, γυμνές, ἁπλές κραυγές ἀπελπισίας, μίσους, χαρᾶς

οἴ ‘γώ τάλαιν’, ὄλωλα τῇδ’ ἐν ἡμέρᾳ.
παῖσον, εἰ σθένεις, διπλῆν.3

Ὅμως αὐτές οἱ κραυγές δίνουν γωνία καί περίγραμμα στό ἔργο. Μέ τόν ἴδιο τρόπο, ἄν καί μέ μυριάδες διαφορές επιπέδου, στήν ἀγγλική λογοτεχνία ἡ Jane Austen διαμορφώνει ἕνα μυθιστόρημα. Ἔρχεται μιά στιγμή —«Θά χορέψω μαζί σας», λέει ἡ Ἔμμα— πού ὑψώνεται πάνω ἀπό τίς ἄλλες, πού μή ὄντας ἀπό μόνη της ἐκφραστική, ἤ βίαιη, ἤ φανταχτερή ἀπό τήν ὀμορφιά τῆς γλώσσας, ὡστόσο ἔχει ὅλο τό βάρος τοῦ βιβλίου ἐπάνω της. Καί στήν Jane Austen ἐπίσης ἔχουμε τήν ἴδια αἴσθηση (παρόλο πού τά δεσμά εἶναι πολύ λιγότερο σφιχτά) ὅτι οἱ ἥρωες εἶναι δεμένοι καί περιορισμένοι σέ λίγες συγκεκριμένες κινήσεις. Κι ἐκείνη μέ τόν ταπεινό, καθημερινό πεζό λόγο της, διαλέγει τήν ἐπικίνδυνη τέχνη ὅπου ἕνα γλίστρημα σημαίνει θάνατος.

Δέν εἶναι ὅμως τόσο εὔκολο νά ἀποφασίσουμε τί εἶναι ἐκεῖνο πού δίνει σ’ αὐτές τίς κραυγές τῆς Ἠλέκτρας, ὅσο βαστᾶ ἡ ἀγωνία της, τή δύναμή τους νά κόβουν, νά τραυματίζουν καί νά διεγείρουν. Λίγο τήν ξέρουμε, ἔχουμε ἁρπάξει ἀπό μικρές στροφές καί γυρίσματα τοῦ διαλόγου κάποιες νύξεις γιά τό χαρακτήρα της, γιά τήν ἐμφάνισή της πού μέ τόσο χαρακτηριστικό τρόπο ἀμελεῖ· γιά κάτι πού πονᾶ μέσα της, κάτι περιφρονημένο καί ἐξωθημένο στήν ἔσχατη περιεκτικότητά του, κι ἀκόμα, ὅπως κι ἡ ἴδια ξέρει («ἡ συμπεριφορά μου εἶναι ἀνάρμοστη καί μ’ ἀρρωσταίνει»4) κάτι στομωμένο καί ταπεινωμένο ἀπό τή φριχτή συγκυρία τῆς θέσης της, ἕνα ἀνύπαντρο κορίτσι αὐτόπτης μάρτυρας τῆς προστυχιᾶς τῆς μητέρας της καί νά πρέπει νά τήν καταγγείλει μέ δυνατή, σχεδόν ἄπρεπη, κατακραυγή, στά πέρατα τοῦ κόσμου. Λίγο, πάλι, ξέρουμε μέ τόν ἴδιο τρόπο ὅτι ἡ Κλυταιμνήστρα δέν εἶναι ἀμιγῶς πρόστυχη. Δεινόν τό τίκτειν ἐστιν5 λέει ἐκείνη —«ὑπάρχει μιά ἀλλόκοτη δύναμη στή μητρότητα». Δέν εἶναι μιά φόνισσα, μιά μανιακή καί ἀλύτρωτη φόνισσα, αὐτή πού ὁ Ὀρέστης σκοτώνει μέσα στό σπίτι, καί ἡ Ἠλέκτρα τόν παρακινεῖ νά τήν ἀφανίσει ὁλοκληρωτικά— «χτύπα ξανά». Ὄχι· οἱ ἄντρες καί οἱ γυναῖκες πού στέκονταν ἔξω στό φῶς τοῦ ἥλιου, μπροστά στό ἀκροατήριο στήν πλαγιά τοῦ λόφου, ἦταν ἄνθρωποι ζωντανοί, καί ἀρκετά ἐκλεπτυσμένοι, δέν ἦταν μόνο ὁμοιώματα, ἤ γύψινα καλούπια ἀνθρώπινων πλασμάτων.

Πάλι, δέν εἶναι ἐπειδή τούς ἀναλύουμε σέ συναισθήματα πού μᾶς συγκινοῦν. Σέ ἕξι σελίδες τοῦ Προύστ μποροῦμε νά βροῦμε πιό περίπλοκες καί ποικίλες συγκινήσεις ἀπό ὅ,τι σέ ὅλη τήν Ἠλέκτρα. Ἀλλά στήν Ἠλέκτρα, ἤ στήν Ἀντιγόνη, ἐντυπωσιαζόμαστε ἀπό κάτι ἀλλιώτικο, ἀπό κάτι ἴσως πιό ἐντυπωσιακό — ἀπό τόν ἴδιο τόν ἡρωισμό, τήν ἴδια τήν πίστη. Παρά τό μόχθο καί τή δυσκολία, αὐτό εἶναι πού μᾶς τραβᾶ καί ξαναγυρίζουμε ὁλοένα πίσω στούς Ἕλληνες. Στό σταθερό, τό ἀναλλοίωτο, τό ἀρχέτυπο ἀνθρώπινο ὄν πού βρίσκεται ἐκεῖ. Χρειάζονται βίαιες συγκινήσεις γιά νά κινήσουν τή δράση του, ἀλλά ὅταν ἐνεργοποιεῖται, εἴτε ἀπό τό θάνατο εἴτε ἀπό τήν προδοσία ἤ ἀπό κάποια ἄλλη αρχέγονη συμφορά, τότε ἡ Ἀντιγόνη, ὁ Αἴαντας καί ἡ Ἠλέκτρα συμπεριφέρονται μέ τόν τρόπο πού θά ἔπρεπε νά συμπεριφερθοῦμε ἄν δεχόμασταν παρόμοιο πλῆγμα· μέ τόν τρόπο πού ὁ καθένας πάντα συμπεριφέρεται· κι ἔτσι τούς καταλαβαίνουμε εὐκολότερα καί πιό ἄμεσα ἀπ’ ὅ,τι καταλαβαίνουμε τούς χαρακτῆρες στίς Ἱστορίες τοῦ Καντέρμπουρυ. Αυτοί εἶναι τά πρωτότυπα, ὁ Chaucer εἶναι οἱ ποικιλίες τοῦ ἀνθρώπινου εἴδους.

Εἶναι ἀλήθεια, βέβαια, ὅτι αὐτά τά εἴδη τοῦ ἀρχετυπικοῦ ἄντρα καί τῆς ἀρχετυπικῆς γυναίκας, αὐτοί οἱ ἡρωικοί βασιλιάδες, αὐτές οἱ πιστές θυγατέρες, αὐτές οἱ τραγικές βασίλισσες πού δρασκελίζουν τούς αἰῶνες πατώντας τίς πατημασιές τους πάντα στά ἴδια σημεῖα, ἀνεμίζοντας τούς χιτῶνες τους μέ τήν ἴδια πάντα κίνηση, ἀπό συνήθεια κι ὄχι ἀπό παρόρμηση, εἶναι ἀπό τούς πιό πληκτικούς καί τούς πιό καταθλιπτικούς συντρόφους στόν κόσμο. Τά ἔργα τοῦ Ἄντισον, τοῦ Βολταίρου καί ἄλλων πολλῶν μᾶς τό ἀποδείχνουν. Ἄς τούς συναντήσουμε, ὅμως, στά ἑλληνικά. Ἀκόμα καί στόν Σοφοκλῆ, πού ἡ φήμη του γιά συγκράτηση καί κυριαρχία τοῦ μέσου του ἔχει φτάσει ὥς ἐμᾶς ἀπό τούς φιλόλογους, οἱ ἥρωες εἶναι ἀποφασισμένοι, ἄσπλαχνοι, ἄμεσοι. Ἕνα θραῦσμα ἀπό τά λόγια τους ἀποσπασμένο θά μποροῦσε, καθώς νιώθουμε, νά χρωματίσει ὠκεανούς ὠκεανῶν ἀπό ἀξιοσέβαστα δράματα. Τούς συναντοῦμε ἐδῶ προτοῦ ἀκόμα οἱ συγκινήσεις τους νά ξεθωριάσουν μέσα στήν ὁμοιομορφία. Ἀκοῦμε ἐδῶ τό ἀηδόνι, πού τό τραγούδι του ἀντιλαλεῖ μέσα στήν ἀγγλική λογοτεχνία, νά τραγουδᾶ στή γλώσσα του τήν ἴδια, τήν ἑλληνική. Γιά πρώτη φορά ὁ Ὀρφέας μέ τή λύρα του κάνει ἀνθρώπους καί θηρία νά τόν ἀκολουθήσουν. Οἱ φωνές τους ἠχοῦν καθαρές καί ὀξύτονες· βλέπουμε τά μαλλιαρά, ξανθοκόκκινα κορμιά τους νά παίζουν μέσα στή λιακάδα ἀνάμεσα σέ ἐλιόδεντρα κι ὄχι νά ποζάρουν μέ χάρη σέ γρανιτένιους πλίνθους μέσα στούς διαδρόμους τοῦ Βρετανικοῦ Μουσείου. Καί τότε, ξαφνικά, στή μέση αὐτῆς τῆς ὀξύτητας καί τῆς συμπίεσης, ἡ Ἠλέκτρα, σάν νά ἔριξε πυκνό τό πέπλο στό πρόσωπό της, καί νά μᾶς ἀπαγόρεψε νά τήν ξανασκεφτοῦμε πιά πώς ὑπάρχει, μιλάει γι’ αὐτό τό ἴδιο ἀηδόνι: «Ἐκεῖνο τό πουλί, ὁ ἀγγελιοφόρος τοῦ Δία, τρεμάμενο ἀπό πόνο βαθύ. Ἄχ Νιόβη, βασίλισσα τῆς λύπης, ἐσένα ἔχω γιά θεά, ἐσένα πού πιό πολύ ἔκλαψες πάνω στόν πετροκομμένο σου τόν τάφο».6

Καί καθώς βουβαίνεται τό παράπονό της, μᾶς βάζει πάλι σέ ἀμηχανία μέ τό ἀναπάντητο πρόβλημα τῆς ποίησης καί τῆς φύσης της, δηλαδή, γιατί, καθώς μιλάει ἔτσι, τά λόγια της ἔχουν τή βεβαιότητα τῆς ἀθανασίας. Γιατί εἶναι ἑλληνικά. Δέν ξέρουμε νά ποῦμε πῶς ἠχοῦσαν· παραγνωρίζουν τίς προφανεῖς πηγές διέγερσης τοῦ συναισθήματος· δέν ὀφείλουν μέ κανένα τρόπο τό ἀποτέλεσμά τους σέ καμιά ἐκφραστική ἀκρότητα, καί ὁπωσδήποτε δέν ρίχνουν φῶς στόν χαρακτήρα τοῦ ὁμιλητῆ ἤ τοῦ συγγραφέα. Ὅμως δέν παύουν νά εἶναι κάτι πού ἔχει εἰπωθεῖ μιά φορά καί πού πρέπει αἰώνια νά διαρκεῖ.

Ὡστόσο, σ’ ἕνα θεατρικό ἔργο πόσο ἐπικίνδυνη εἶναι αὐτή ἡ ποίηση, αὐτό τό ὀλίσθημα ἀπό τήν εἰδική στή γενική ἀναγκαιότητα, μέ τούς ἠθοποιούς νά στέκουν ἐκεῖ μπροστά σου, μέ τά σώματα καί τά πρόσωπά τους παθητικά περιμένοντας νά χρησιμοποιηθοῦν! Γι’ αὐτόν τό λόγο τά τελευταῖα ἔργα τοῦ Σαίξπηρ, ὅπου ὑπάρχει πιό πολλή ποίηση παρά δράση, διαβάζονται καλύτερα παρά παίζονται, τά καταλαβαίνει κανείς καλύτερα ἀφήνοντας κατά μέρος τό χειροπιαστό σῶμα παρά ὅταν ἔχει μπροστά του τό σῶμα αὐτό, μέ ὅλους τούς συνειρμούς καί τίς κινήσεις του, ὁρατά στό βλέμμα. Οἱ δυσβάσταχτοι περιορισμοί τοῦ δράματος ὡστόσο θά μποροῦσαν νά ἐλαφρύνουν ἄν γινόταν νά βρεθεῖ ἕνας τρόπος ὥστε ὅ,τι εἶναι γενικό καί ποιητικό, σχόλιο καί ὄχι δράση, νά ἐλευθερώνεται χωρίς νά διακόπτει τήν κίνηση τοῦ συνόλου. Αὐτό εἶναι πού μᾶς δίνει ὁ χορός: οἱ γέροι ἄντρες ἤ οἱ γυναῖκες, πού δέν παίρνουν ἐνεργό μέρος στό δράμα, οἱ ὁμοιόμορφες φωνές πού τραγουδοῦν σάν πουλιά στά διαλείμματα τοῦ ἀνέμου· πού μποροῦν νά σχολιάσουν, ἤ νά γενικέψουν, ἤ νά ἐπιτρέψουν στόν ποιητή νά μιλήσει ὁ ἴδιος ἤ νά δώσει, μέσω τῆς ἀντίθεσης, μιά ὀπτική γωνία ἄλλη ἀπό τή δική του. Στήν φαντασιακή λογοτεχνία, παντοῦ ὅπου οἱ χαρακτῆρες μιλοῦν ἀπό μόνοι τους καί ὁ συγγραφέας δέν ἔχει ρόλο, ἡ ἀνάγκη αὐτῆς τῆς φωνῆς γίνεται αἰσθητή. Γιατί μόλο πού ὁ Σαίξπηρ (ἐκτός κι ἄν θεωρήσουμε ὅτι οἱ γελωτοποιοί καί οἱ τρελοί του καλύπτουν αὐτή τήν ἀνάγκη) κατάργησε τό χορό, οἱ μυθιστοριογράφοι ἐπινοοῦν πάντα κάποιο ὑποκατάστατο — ὁ Θάκεραιη μιλώντας ὁ ἴδιος σάν ἕνας ἥρωας, ὁ Φίλντινγκ βγαίνοντας καί ἀπευθύνοντας τό λόγο στόν κόσμο πρίν ὑψωθεῖ ἡ αὐλαία. Ἔτσι, γιά τή σύλληψη τοῦ νοήματος τοῦ ἔργου ὁ χορός ἔχει τή μέγιστη σημασία. Πρέπει κανείς νά εἶναι ἱκανός νά περνᾶ εὔκολα σ’ αὐτές τίς ἐκστάσεις, σ’ ἐκεῖνα τά παράφορα καί φαινομενικά ἀσύνδετα λόγια, ἐκεῖνες τίς κοινότοπες καί προφανεῖς καμιά φορά φράσεις, γιά νά ἀποφασίσει τό βαθμό σχέσης ἤ ἀσχετότητάς τους καί νά τούς δώσει τή θέση τους στό ἔργο σάν σύνολο. 

Πρέπει νά εἶσαι «ἱκανός νά περνᾶς εὔκολα» — ἀλλά αὐτό ἀκριβῶς εἶναι πού δέν μποροῦμε νά κάνουμε. Στό μεγαλύτερο μέρος τους, τά χορικά, μέ ὅλα τους τά σκοτεινά σημεῖα, ἐπεξηγοῦνται, συλλαβίζονται καί ἡ συμμετρία τους μωλωπίζεται. Μποροῦμε ὅμως νά μαντέψουμε ὅτι ὁ Σοφοκλῆς τά χρησιμοποίησε ὄχι γιά νά ἐκφράσει κάτι ἔξω ἀπό τή δράση τοῦ ἔργου, ἀλλά γιά νά τραγουδήσει τόν ὕμνο κάποιας μεγάλης ἀρετῆς ἤ τίς ὀμορφιές ἑνός τόπου πού ἀναφέρεται σ’ αὐτό. Διαλέγει αὐτό πού πρέπει νά ὑπογραμμίσει, καί τραγουδᾶ γιά τόν λευκό Κολωνό καί τό ἀηδόνι του, ἤ γιά τόν ἔρωτα πού εἶναι ἀνίκητος στή μάχη. Χαριτωμένα, ὑψηλά καί γαλήνια, τά χορικά ξεπηδοῦν φυσικά μέσα ἀπό τίς καταστάσεις καί μεταβάλλουν ὄχι τήν ἄποψη, ἀλλά τή διάθεση. Στόν Εὐριπίδη ὡστόσο οἱ καταστάσεις δέν περιέχονται μέσα στό ἴδιο τους τό περίγραμμα· ἀφήνουν μιάν ἀτμόσφαιρα ἀμφιβολίας, ὑποβολῆς ἐρωτημάτων· τότε, ἄν κοιτάξουμε στά χορικά γιά νά βροῦμε τήν ἀπάντηση, συχνά μπερδευόμαστε χειρότερα ἀντί νά φωτιστοῦμε. Ἤδη στίς Βάκχες βρισκόμαστε στόν κόσμο τῆς ψυχολογίας καί τῆς ἀμφιβολίας· ἕνας κόσμος ὅπου ὁ νοῦς διαστρέφει τά γεγονότα καί τά ἀλλάζει καί κάνει τίς οἰκεῖες πλευρές τῆς ζωῆς νά μοιάζουν καινούριες καί ἀμφισβητήσιμες. Ποιός εἶναι ὁ Βάκχος καί ποιοί εἶναι οἱ Θεοί καί ποιό εἶναι τό χρέος τοῦ ἀνθρώπου σ’ αὐτούς καί ποιά εἶναι τά δικαιώματα τοῦ ἐκλεπτυσμένου αὐτοῦ μυαλοῦ; Σ’ αὐτές τίς ἐρωτήσεις ὁ χορός δέν δίνει ἀπόκριση, ἤ ἀποκρίνεται εἰρωνικά, ἤ μιλᾶ σκοτεινά, σάν ἡ εὐθύγραμμη φύση τῆς δραματικῆς σύνθεσης νά ἔβαζε τόν Εὐριπίδη σέ πειρασμό νά τή σπάσει γιά ν’ ἀλαφρώσει τό μυαλό του ἀπό τό βάρος της. Ὁ χρόνος εἶναι τόσο λίγος κι ἔχω τόσα πολλά νά πῶ πού ἄν δέ μέ ἀφήσετε νά βάλω κοντά δυό φαινομενικά ἀσύνδετες φράσεις καί νά βασιστῶ ἐπάνω σας ὅτι θά τίς ἑνώσετε, πρέπει νά ἀρκεστεῖτε σ’ ἕναν ἁπλό σκελετό τοῦ ἔργου πού θά μποροῦσα νά σᾶς δώσω. Αὐτά εἶναι τά ἐπιχειρήματά του. Ἔτσι ὁ Εὐριπίδης χάνει λιγότερο ἀπό τό Σοφοκλῆ καί λιγότερο ἀπό τόν Αἰσχύλο ὅταν διαβάζεται ἰδιωτικά σ’ ἕνα δωμάτιο καί δέν βλέπουμε τό ἔργο του νά παίζεται στήν πλαγιά τοῦ λόφου στό φῶς τοῦ ἥλιου. Μπορεῖ νά παίζεται μέσα στό νοῦ. Μπορεῖ νά σχολιάζει τά θέματα κάθε ἐποχῆς· περισσότερο ἀπό ὅ,τι συμβαίνει μέ τούς ἄλλους, ἡ δημοτικότητά του ποικίλλει ἀπό αἰώνα σέ αἰώνα.

Ἄν λοιπόν τό ἔργο στόν Σοφοκλῆ εἶναι συγκεντρωμένο πάνω στούς ἴδους τούς ἥρωες καί στόν Εὐριπίδη ξαναβρίσκεται μέσα ἀπό ποιητικές ἀστραπές καί ἐρωτήματα μεγαλόπνοα καί ἀναπάντητα, ὁ Αἰσχύλος κάνει τά μικρά του δράματα φοβερά (ὁ Ἀγαμέμνων ἔχει 1663 στίχους, ὁ Βασιλιάς Λήρ 2600), φέρνοντας κάθε φράση στά ὅρια τῆς ἀντοχῆς της, στέλνοντάς τες νά πλέουν μέσα σέ πέλαγος ἀπό μεταφορές, προστάζοντάς τες νά σηκωθοῦν καί νά σταθοῦν τυφλές καί μεγαλόπρεπες πάνω στή σκηνή. Γιά νά τόν καταλάβει κανείς δέ χρειάζεται τόσο νά καταλαβαίνει ἑλληνικά ὅσο νά καταλαβαίνει ποίηση. Χρειάζεται νά κάνει χωρίς τή βοήθεια τῶν λέξεων τό ἐπικίνδυνο ἐκεῖνο ἅλμα στόν ἀέρα πού ζητᾶ καί ὁ Σαίξπηρ ἀπό μᾶς. Γιατί οἱ λέξεις, ὅταν ἔχουν νά κάνουν μέ τέτοια φωτοχυσία νοήματος, πρέπει νά παραιτοῦνται, πρέπει νά ξεστρατίζουν, καί μόνο νά μαζεύονται σέ συντροφιές γιά νά δίνουν τό νόημα πού ἡ κάθε μιά ξεχωριστά εἶναι πολύ ἀδύναμη γιά νά ἐκφράσει. Συνδέοντάς τις μέ ἕνα γοργό πέταγμα τοῦ νοῦ ξέρουμε ἀμέσως, καί ἀπό ἔνστικτο, τί σημαίνουν ἀλλά δέ θά μπορούσαμε νά μεταγγίσουμε ξανά αὐτή τή σημασία σέ ὁποιεσδήποτε ἄλλες λέξεις. Ὑπάρχει μιά ἀμφισημία πού εἶναι τό τεκμήριο τῆς ὑψηλῆς ποίησης· δέν μποροῦμε νά ξέρουμε ἀκριβῶς τί σημαίνει. Ἄς πάρουμε λ.χ. αὐτό ἀπό τόν Ἀγαμέμνονα:

ὀμμάτων δ’ ἐν ἀχηνίαις ἔρρει πᾶσ’ Ἀφροδίτα
(ὅταν τά μάτια πεινοῦν χάνεται κάθε ἀγάπη) 7

Τό νόημα εἶναι ἀκριβῶς στήν ἄλλη ἄκρη τῆς γλώσσας. Εἶναι τό νόημα πού σέ στιγμές ἐκθαμβωτικῆς ἔξαρσης καί ἔντασης συλλαμβάνουμε μέσα στό νοῦ μας δίχως λέξεις· εἶναι τό νόημα ὅπου και ὁ Ντοστογιέφσκι (στενεμένος ἐκεῖνος ἀπό τόν πεζό λόγο καί ἐμεῖς ἀπό τή μετάφραση) μᾶς ὁδηγεῖ μέ κάποια συναρπαστική ἄνοδο στήν κλίμακα τῶν συγκινήσεων, μᾶς τό φανερώνει ἀλλά δέν μπορεῖ νά τό ὑποδείξει· τό νόημα πού ὁ Σαίξπηρ πετυχαίνει νά παγιδέψει.

Αἰσχύλος λοιπόν δέν δίνει, ὅπως δίνει ὁ Σοφοκλῆς, τίς λέξεις πού μπορεῖ νά μιλοῦσαν τότε οἱ ἄνθρωποι, διευθετημένες ἔτσι ὥστε νά παίρνουν μ’ ἕνα μυστηριώδη τρόπο μιά γενική ἰσχύ, μιά συμβολική δύναμη, οὔτε θά συνδυάσει τά ἀσυμβίβαστα ὅπως ὁ Εὐριπίδης διευρύνοντας ἔτσι τό μικρό τους χῶρο, ἀκριβῶς ὅπως ἕνα δωμάτιο διευρύνεται βάζοντας καθρέφτες σέ σκοτεινές γωνίες. Μέ τήν τολμηρή καί ρέουσα χρήση τῆς μεταφορᾶς θά μεγεθύνει καί θά μᾶς δώσει, ὄχι τό ἴδιο τό ἀντικείμενο, ἀλλά  τίς ἀντανακλάσεις καί τίς μαρμαρυγές του, πού, ἄν εἰσχωρήσουν στό νοῦ, ξανασυνθέτουν τό ἀντικείμενο: ἀρκετά κοντά στό πρωτότυπο ὥστε νά τό ζωγραφίζει, ἀρκετά μακριά ὥστε νά τό ἐξυψώνει, νά τό μεγεθύνει καί νά τό κάνει λαμπρό.

Γιατί κανένας ἀπό αὐτούς τούς δραματουργούς δέν εἶχε τήν ἄδεια πού ἔχει ὁ μυθιστοριογράφος, καί, σ’ ἕνα βαθμό, ὅλοι οἱ συγγραφεῖς τυπωμένων βιβλίων, νά πλάθει τό νόημά του μέ ἄπειρες ἀνάλαφρες κινήσεις πού μποροῦν νά πιάσουν τόπο διαβάζοντάς τες μέ ἡσυχία καί προσοχή καί κάποτε δυό καί τρεῖς φορές ξανά. Κάθε πρόταση πρέπει νά ἐκρήγνυται χτυπώντας τό αὐτί ὅσο ἀργά καί ὡραῖα κι ἄν πέφτουν οἱ λέξεις καί ὅσο αἰνιγματικό κι ἄν εἶναι τό τελικό περιεχόμενο. Καμιά λάμψη, κανένας μεταφορικός πλοῦτος δέν θά διέσωζαν τόν Ἀγαμέμνονα ἄν εἰκόνες ἤ ὑπαινιγμοί ἰδιαίτερης λεπτότητας ἤ κοσμητικῆς δύναμης στέκονταν ἀνάμεσα σ’ ἐμᾶς καί τή γυμνή κραυγή

ὀτοτοτοτοῖ πόποι δᾶ, ὦ ‘πόλλον, ὦ ‘πόλλον. 8

Δραματικοί ἔπρεπε νά εἶναι, δραματικοί πάση θυσία.

Φύσηξε ὅμως κάποτε βοριάς σ’ ἐκεῖνα τά χωριά, σκοτεινιά καί δυνατό κρύο κατέβηκε στήν πλαγιά τοῦ λόφου. Χρειαζόταν κάποια γωνιά μέσα, γιά ν’ ἀποτραβηχτοῦν οἱ ἄνθρωποι στήν καρδιά τοῦ χειμώνα καί στήν κάψα τοῦ καλοκαιριοῦ, μιά γωνιά ὅπου θά μποροῦσαν νά κάτσουν καί νά πιοῦν, νά ξαπλώσουν ἀναπαυτικά, νά μιλήσουν. Εἶναι ὁ Πλάτωνας, βέβαια, πού μᾶς ἀποκαλύπτει τή μέσα ζωή καί περιγράφει πώς ὅταν οἱ φίλοι ἔχουν συναντηθεῖ κι ἔχουν φάει κάτι λίγο κι ἔχουν πιεῖ κρασί, ἕνα ὡραῖο παλικάρι ἀποτολμᾶ μιά ἐρώτηση, ἤ ἐκφράζει μιά γνώμη, καί ὁ Σωκράτης τήν περιλαβαίνει, τήν παίζει στά δάχτυλα, τή γυρίζει πάνω-κάτω, τή βλέπει ἀπό δῶ κι ἀπό κεῖ, σβέλτα τήν ἀπογυμνώνει ἀπό κάθε ἀσυνέπεια καί ψευτιά καί φέρνει ὅλη τή συντροφιά σκάλα-σκάλα στό σημεῖο νά ἀτενίσει μαζί του τήν ἀλήθεια. Εἶναι μιά ἐξαντλητική διαδικασία νά συγκεντρώνεσαι ἀπόλυτα πάνω στό ἀκριβές νόημα τῶν λέξεων· νά κρίνεις τί συνεπάγεται κάθε παραδοχή· νά παρακολουθεῖς προσεκτικά, ἀλλά καί κριτικά, τήν ταλάντευση καί τήν ἐναλλαγή τῆς γνώμης καθώς πήζει καί πυκνώνει τείνοντας πρός τήν ἀλήθεια. Εἶναι ἡ ἡδονή καί τό ἀγαθό ἕνα καί τό αὐτό; Ἡ ἀρετή διδάσκεται; Ἡ ἀρετή εἶναι γνώση; Τό κουρασμένο ἤ ἀδύναμο μυαλό μπορεῖ εὔκολα νά λαθέψει καθώς προχωρεῖ τό ἀδυσώπητο ἐρωτηματολόγιο· κανείς ὅμως, ὅσο ἀδύναμος κι ἄν εἶναι, δέν μπορεῖ νά κάνει τό λάθος, ἀκόμα κι ἄν δέ διδαχτεῖ τίποτα ἄλλο ἀπό τόν Πλάτωνα, νά ἀγαπήσει περισσότερο τή γνώση. Γιατί καθώς ὁ διάλογος κορυφώνεται βῆμα τό βῆμα, ὁ Πρωταγόρας νά ὑποχωρεῖ καί ὁ Σωκράτης νά σπρώχνει μπροστά, ἐκεῖνο πού ἔχει σημασία δέν εἶναι τόσο ὁ στόχος, ὅσο ὁ τρόπος πού τόν πλησιάζουμε. Αὐτό μποροῦμε νά νιώσουμε — τήν ἀδάμαστη τιμιότητα, τό θάρρος, τήν ἀγάπη τῆς ἀλήθειας πού ἔφερε τό Σωκράτη κι ἐμᾶς πού πατᾶμε στά χνάρια του σέ μιά κορυφή, ὅπου ἄν μπορέσουμε γιά λίγο νά σταθοῦμε θά ‘ναι γιά ν’ ἀπολαύσουμε τή μεγαλύτερη εὐτυχία γιά τήν ὁποία εἴμαστε ἱκανοί.

Ὡστόσο μιά τέτοια ἔκφραση μοιάζει ἀταίριαστη γιά νά περιγράψει τήν κατάσταση τοῦ νοῦ ἑνός μαθητῆ στόν ὁποῖο, μετά ἀπό ὀδυνηρή ἐπιχειρηματολογία, φανερώνεται ἡ ἀλήθεια. Μά ἡ ἀλήθεια εἶναι ποικιλόμορφη· ἡ ἀλήθεια ἔρχεται σ’ ἐμᾶς μέ διαφορετικές ἐκφάνσεις· δέν τήν ἀντιλαμβανόμαστε μόνο μέ τό νοῦ. Νύχτα χειμωνιάτικη· τά τραπέζια στρωμένα στό σπίτι τοῦ Ἀγάθωνα· τό κορίτσι παίζει τόν αὐλό· ὁ Σωκράτης ἔχει πλυθεῖ καί φοράει σανδάλια· ἔχει σταματήσει στόν προθάλαμο· ἀρνεῖται νά προχωρήσει ὅταν στέλνουν νά τόν φωνάξουν. Τώρα ὁ Σωκράτης ἔχει ἔρθει στό κέφι· πειράζει τόν Ἀλκιβιάδη· ὁ Ἀλκιβιάδης παίρνει μιά κορδέλα καί τή δένει γύρω ἀπό τό «θαυμαστό αὐτό κεφάλι τοῦ φίλου».9 Ἐπαινεῖ τόν Σωκράτη. «Γιατί δέ νοιάζεται μόνο γιά τήν ὀμορφιά, ἀλλά περιφρονεῖ ὅσο κανένας ὅλες τίς ἐξωτερικές χάρες, εἴτε εἶναι ὀμορφιά εἴτε πλοῦτος εἴτε δόξα εἴτε ἄλλα πράγματα πού γι’ αὐτά καλοτυχίζει τό πλῆθος τόν κάτοχό τους. Ἐχτιμᾶ αὐτά τά πράγματα κι ἐμᾶς πού τά τιμοῦμε σάν νά εἶναι τίποτα, καί ζεῖ ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, πιάνοντας ὅλα τά ἀντικείμενα τοῦ θαυμασμοῦ τους στό δόκανο τῆς εἰρωνείας του. Δέν ξέρω ὅμως ἄν κανένας ἀπό σᾶς ἔχει δεῖ τίς θεϊκές εἰκόνες πού εἶναι μέσα του ὅταν εἶναι ἀνοιχτός καί δέν ἀστειεύεται. Ἐγώ τίς ἔχω δεῖ καί εἶναι τόσο ἔξοχα ὡραῖες, τόσο χρυσές, θεϊκές καί θαυμάσιες, ὥστε ὁτιδήποτε ὁ Σωκράτης προστάζει, σίγουρα θά πρέπει νά εἰσακούεται ὅπως ἡ φωνή ἑνός θεοῦ.» Αὐτό τό ρεῦμα κυλάει μέσα στά ἐπιχειρήματα τοῦ Πλάτωνα — γέλιο καί ἀναταραχή· κόσμος σηκώνεται καί ξανακάθεται· ἡ ὥρα περνᾶ· τά μυαλά θολώνουν· τά χωρατά πέφτουν βροχή· χαράζει. Ἡ Ἀλήθεια, καθώς φαίνεται, εἶναι ποικιλότροπη· ἡ Ἀλήθεια πρέπει νά ἐπιδιώκεται μέ ὅλες μας τίς δυνάμεις. Πρέπει μήπως ν’ ἀποκλείσουμε τή διασκέδαση, τήν τρυφερότητα, τίς ἐπιπόλαιες χαρές τῆς φιλίας ἐπειδή ἀγαπᾶμε τήν ἀλήθεια; Θά βρεθεῖ γρηγορότερα ἡ ἀλήθεια ἐπειδή θά κλείσουμε τά αὐτιά μας στή μουσική καί δέ θά πιοῦμε κρασί, καί θά κοιμούμαστε νωρίς ἀντί νά μιλᾶμε ὅλη τή μακριά νύχτα τοῦ καταχείμωνου; Ὄχι, καθόλου δέ χρειάζεται νά στραφοῦμε σ’ ἕναν περιχαρακωμένο, δογματικό, στερημένο, ἀπομόναχο ἑαυτό ἀλλά στήν ἡλιοπερίχυτη φύση, στόν ἄνθρωπο πού ἀσκεῖ τήν τέχνη τῆς ζωῆς πρός μέγιστο ὄφελός του, ἔτσι ὥστε τίποτα νά μή μαραζώσει, καί ὁρισμένα πράγματα νά εἶναι σταθερά πιό πολύτιμα ἀπό ἄλλα.

Ἔτσι, σέ τούτους τούς διαλόγους μαθαίνουμε νά ἀναζητοῦμε τήν ἀλήθεια μέ κάθε κομμάτι τοῦ ἑαυτοῦ μας. Γιατί ὁ Πλάτωνας βέβαια εἶχε δραματική ἰδιοφυΐα. Μέ αὐτήν, μέ μιά τέχνη πού κοινωνεῖ μέσα ἀπό μιά-δυό φράσεις τό σκηνικό καί τήν ἀτμόσφαιρα, καί ἔπειτα μέ τέλεια ἐπιδεξιότητα διεισδύει μέσα στoύς ἕλικες τοῦ συλλογισμοῦ χωρίς νά χάνει τή ζωηράδα καί τή χάρη της, κι ἔπειτα συνοψίζεται στή γυμνή ἀπόφανση, κι ἔπειτα, ἀνεβαίνοντας ὁλοένα, ἁπλώνεται καί αἰθεροδρομεῖ ἐκεῖ ὅπου συνήθως φτάνουμε μόνο μέ τά ὑψηλότερα σταθμά τῆς ποίησης — αὐτή ἡ τέχνη εἶναι πού ἐπιδρᾶ ἐπάνω μας μέ τόσο πολλούς τρόπους ταυτόχρονα καί μᾶς φέρνει σέ ἐκείνη τήν ἔξαρση τοῦ νοῦ πού συντελεῖται ὅταν ὅλες οἱ δυνάμεις καλοῦνται γιά νά συνεισφέρουν τήν ἐνέργειά τους στό σύνολο.

Πρέπει ὅμως νά φυλαχτοῦμε. Ὁ Σωκράτης δέ νοιαζόταν γιά τήν «καθαρή ὀμορφιά» μέ τήν ὁποία ἐννοοῦσε, ἴσως, τήν ὀμορφιά σά στολίδι. Ἕνας κόσμος ὅπως οἱ Ἀθηναῖοι, πού ἔκριναν κυρίως μέ τό αὐτί, καθισμένοι στό ὕπαιθρο νά παρακολουθοῦν τό ἔργο ἤ ἀκούγοντας τό ἀνάλογο στήν ἀγορά, ἦταν πολύ λιγότερο ἀπό μᾶς ἱκανοί νά ἀποσποῦν τίς προτάσεις καί νά τίς ἐκτιμοῦν ξέχωρα ἀπό τά συμφραζόμενα. Γιά κείνους δέν ὑπῆρχαν Ἐκλογές ἀπό τόν Χάρντυ, Ἀπάνθισμα ἀπό τόν Μέρεντιθ, Ρήσεις τῆς Τζώρτζ Ἔλιοτ. Ὁ συγγραφέας εἶχε νά σκεφτεῖ περισσότερα γιά τό σύνολο καί λιγότερα γιά τίς λεπτομέρειες. Φυσικά, ζώντας στό ὕπαιθρο, δέν ἦταν τό χείλι ἤ τό μάτι πού μετροῦσε ἀλλά τό σωματικό παράστημα καί οἱ ἀναλογίες τῶν μερῶν του. Ἔτσι, ὅταν μνημονεύουμε παραθέματα ζημιώνουμε τούς Ἕλληνες περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι τούς Ἄγγλους. Ὑπάρχει γύμνια καί ταχύτητα στή λογοτεχνία τους πού γρατσουνίζει μιά καλαισθησία μαθημένη στήν περιπλοκότητα καί στό φινίρισμα τῶν τυπωμένων βιβλίων. Πρέπει νά τεντώσουμε τό νοῦ μας γιά νά συλλάβει ἕνα σύνολο ἀπογυμνωμένο ἀπό τή νοστιμάδα τῆς λεπτομέρειας ἤ τήν ἔμφαση στή γλαφυρότητα. Συνηθισμένοι νά κοιτάζουν ἄμεσα καί πλατιά μᾶλλον, παρά καταλεπτῶς καί λοξά, ἦταν ἀσφαλέστερο γιά κείνους νά βουλιάζουν πατώντας στό παχύ στρῶμα τῶν συγκινήσεων πού τυφλώνουν κι ἀγριεύουν μιά ἐποχή σάν τή δική μας. Στή μεγάλη καταστροφή τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολέμου οἱ συγκινήσεις μας ἀποσπάστηκαν ἀπ’ τόν ἑαυτό μας, τοποθετήθηκαν σέ μιά ἄλλη γωνία, πρίν ἐπιτρέψουμε στόν ἑαυτό μας νά τίς νιώσει στήν ποίηση ἤ στήν πεζογραφία. Οἱ μόνοι ποιητές πού μίλησαν γιά τό θέμα μίλησαν μέ τόν παράμερο, σατιρικό τρόπο τοῦ Wilfred Owen καί τοῦ Siegfried Sassoon. Δέν μποροῦσαν νά εἶναι ἄμεσοι χωρίς νά εἶναι ἀδέξιοι· ἤ νά μιλήσουν ἁπλά γιά συγκίνηση χωρίς νά εἶναι συναισθηματικοί. Ἀλλά οἱ Ἕλληνες μποροῦσαν νά ποῦν, σάν νά ἦταν ἡ πρώτη φορά, «Ὄντας νεκροί πιά δέν ἔχουνε πεθάνει».10 Mποροῦσαν νά ποῦν: «Ἄν τό νά πεθάνεις μέ ἄξιο θάνατο εἶναι τό σπουδαιότερο εἶδος ἀνδρείας, σ’ ἐμᾶς ἀπ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους ἡ Τύχη ἔδωσε αὐτό τόν κλῆρο· γιατί πασχίζοντας νά δώσουμε στεφάνι ἐλευθερίας στήν Ἑλλάδα κειτόμαστε ἐδῶ, κτήματα τῆς δόξας πού δέν γερνάει ποτέ».11 Μποροῦσαν νά πορεύονται ἴσια μπροστά μέ τά μάτια ἀνοιχτά· κι ἔτσι, ἀτρόμητα καθώς τίς πλησιάζουν, οἱ συγκινήσεις στέκονται ἀσάλευτες καί ἀφήνουν νά τίς βλέπουν.

Ὅμως πάλι (ἡ ἴδια ἐρώτηση ἔρχεται πάλι καί πάλι) τα διαβάζουμε τά ἑλληνικά ὅπως γράφτηκαν ὅταν τό λέμε αὐτό; Ὅταν διαβάζουμε αὐτές τίς λίγες λέξεις, χαραγμένες στήν πλάκα τοῦ τάφου, μιά στροφή ἀπό Χορικό, τό τέλος ἤ τήν ἀρχή ἑνός πλατωνικοῦ διαλόγου, τῆς Σαπφῶς ἕνα ἀπόσπασμα, ὅταν σπᾶμε τό κεφάλι μας πάνω σέ κάποια τρομακτική μεταφορά τοῦ Ἀγαμέμνονα, ἀντί νά δρέψουμε ἀμέσως τό ἀνθισμένο της κλωνάρι ὅπως γίνεται διαβάζοντας τόν Λήρ, — διαβάζουμε ἄραγε σωστά; Δέν χάνουμε ἄραγε τήν ὁρατότητα μέσα στό σύθαμπο τῶν συνειρμῶν; μήπως διαβάζουμε στήν ἑλληνική ποίηση ὄχι αὐτό πού ἔχουν ἐκεῖνοι, ἀλλά αὐτό πού λείπει ἀπό ἐμᾶς; Ὅλη ἡ Ἑλλάδα δέν εἶναι ἄραγε κουβαριασμένη πίσω ἀπό κάθε στίχο τῆς λογοτεχνίας της; Μᾶς ὑποδέχονται σέ μιά θέαση τῆς γῆς πρίν ἀπό τήν ἐρήμωση, τῆς θάλασσας ἀμόλυντης, τῆς ὡριμότητας τοῦ ἀνθρώπινου εἴδους νά δοκιμάζεται ἀλλά ἡ συνέχειά της νά μή λύεται. Κάθε λέξη ἐνδυναμώνεται ἀπό ἕνα σφρίγος πού ξεχύνεται ἀπό τό ἐλιόδεντρο, κι ἀπό τό  ναό κι ἀπό τά σώματα τά νεανικά. Μόνο νά τό ὀνομάσει ὁ Σοφοκλῆς τό ἀηδόνι καί αὐτό τραγουδᾶ· τό ἄντρο μόνο νά εἰπωθεῖ ἄβατον (= ἀπάτητο) καί ὁραματιζόμαστε τά συστραμμένα κλωνιά καί τούς μαβιούς μενεξέδες.12 Πίσω, ὁλοένα πίσω, μᾶς πηγαίνουν γιά νά ποτίσουμε τόν κόσμο μας σέ κάτι πού εἶναι, ἴσως, μόνο μιά εἰκόνα τῆς πραγματικότητας, ὄχι ἡ ἴδια ἡ πραγματικότητα, μιά μέρα καλοκαιριοῦ πού τή φαντάζεσαι μέσα στήν καρδιά τοῦ βορινοῦ χειμώνα. Ἡ κύρια πηγή αὐτῆς τῆς αἴγλης, καί ἴσως τῆς παρερμηνείας, εἶναι ἡ γλώσσα. Δέν ὑπάρχει ἐλπίδα νά ἀδράξουμε ὅλη τή νοστιμιά μιᾶς φράσης στά ἑλληνικά ὅπως μέ τή δική μας γλώσσα. Δέν μποροῦμε νά τήν ἀκούσουμε, ἄλλοτε κακόφωνη ἄλλοτε ἁρμονική νά κυλᾶ τούς ἤχους της ἀπό στίχο σέ στίχο μέσα σέ μιά σελίδα. Δέν μποροῦμε ἀλάθητα νά πιάσουμε ὅλα αὐτά τά μικροσκοπικά σύμβολα μέ τά ὁποῖα μιά φράση παίρνει φωνή, στροφή, ζωή. Ὡστόσο ἡ γλώσσα εἶναι πού μᾶς ἔχει σκλαβωμένους· ἡ ἐπιθυμία γιά κεῖνο πού αἰώνια θά μᾶς ξεπλανεύει. Τό πρῶτο εἶναι ἡ συμπαγής, κρουστή ἔκφραση. Ὁ Σέλλεϋ χρειάζεται εἴκοσι μία λέξεις στά ἀγγλικά γιά νά μεταφράσει δεκατρεῖς λέξεις ἑλληνικές: πᾶς γοῦν ποιητής γίγνεται, κἄν ἄμουσος ᾖ τό πρίν, οὗ ἄν Ἔρως ἅψηται (γιατί ὁ καθένας ἀκόμα κι ἄν ἦταν πάντοτε ἀπαιδαγώγητος γίνεται ποιητής μόλις τόν ἀγγίξει ἡ ἀγάπη…)13

Κάθε οὐγκιά λίπους ἔχει καθαριστεῖ ἀφήνοντας τήν ἀτόφια σάρκα. Ὕστερα, γυμνή καί λιτή καθώς εἶναι, καμιά ἄλλη γλώσσα δέν μπορεῖ νά κινηθεῖ πιό γρήγορα, χορεύοντας, σπαρταρώντας, ὁλοζώντανη, ἀλλά ἐλεγχόμενη. Ὕστερα εἶναι καί οἱ λέξεις οἱ ἴδιες, πού σέ τόσο πολλές περιστάσεις τίς κάνουμε νά ἐκφράζουν τίς δικές μας συγκινήσεις —θάλασσα, θάνατος, ἄνθος, ἀστήρ, σελήνη — γιά νά πάρουμε τίς πρῶτες πού ἔρχονται στό νοῦ · ὁλοκάθαρες, σκληρές, ἔντονες τόσο ὥστε γιά νά μιλήσει κανείς ἁπλά ἀλλά κι ὅπως ἁρμόζει, χωρίς νά θολώσει τό περίγραμμα ἤ νά σκοτεινιάσει τά βάθη, τά ἑλληνικά εἶναι τό μόνο μέσο. Εἶναι ἀνώφελο λοιπόν νά διαβάζουμε ἑλληνικά σέ μεταφράσεις. Οἱ μεταφραστές δέν μποροῦν παρά νά μᾶς δώσουν ἕνα ἀπροσδιόριστο ἰσοδύναμο· ἡ γλώσσα τους εἶναι  μοιραῖα γεμάτη ἀπό ἀντίλαλους καί συνειρμούς. Ὁ καθηγητής Mackail γράφει «wan» (χλωμός) καί μᾶς ἔρχεται στό νοῦ ἡ ἐποχή τοῦ Burne-Jones καί θυμούμαστε ἀμέσως τόν Morris.14 Ἡ λεπτή ἐσώτερη ἔνταση, τό πέταγμα στα ύψη καί ἡ προσγείωση τῶν λέξεων, δέν μπορεῖ νά διασωθεῖ ἀπό τόν ἀξιότερο λόγιο —

thee who evermore weepest in thy rocky tomb

δέν εἶναι

ἅτ’ ἐν τάφῳ πετραίω
αἰεί δακρύεις 15

Καί παραπέρα, λογαριάζοντας τίς ἀμφιβολίες καί τίς δυσκολίες, συναντοῦμε τό σημαντικό τοῦτο πρόβλημα: — Ποῦ πρέπει νά γελᾶμε ὅταν διαβάζουμε ἑλληνικά; Ὑπάρχει ἕνα χωρίο στήν Ὀδύσσεια ὅπου μᾶς πιάνουν ἀκράτητα γέλια ἀλλά ἄν ὁ Ὅμηρος μᾶς ἔβλεπε θά ‘πρεπε ἴσως νά ἐλέγξουμε τήν εὐθυμία μας. Ὅταν γελᾶς ἄμεσα εἶναι σχεδόν ἀπαραίτητο (ἄν καί ὁ Ἀριστοφάνης ἀποτελεῖ ἐξαίρεση) νά γελᾶς ἀγγλικά. Τό χιοῦμορ ἄλλωστε εἶναι στενά δεμένο μέ μιά αἴσθηση τοῦ σώματος. Ὅταν γελᾶμε μέ τό χιοῦμορ τοῦ Wycherley, γελᾶμε μέ τό σῶμα αὐτοῦ τοῦ γεροδεμένου ἀγροίκου πού ἦταν πρόγονος ὁλονῶν μας στήν πρασινάδα τοῦ χωριοῦ. Οἱ Γάλλοι, οἱ Ἰταλοί, οἱ Ἀμερικανοί, πού κατάγονται σωματικά ἀπό ἄλλο πολύ διαφορετικό ὑλικό, σταματοῦν, ὅπως σταματᾶμε ὅταν διαβάζουμε τόν Ὅμηρο, γιά νά βεβαιώσουν ἄν γελᾶνε στό σωστό σημεῖο, καί τό σταμάτημα αὐτό εἶναι μοιραῖο. Ἔτσι, τό χιοῦμορ εἶναι τό πρῶτο χάρισμα πού χάνεται μεταφερμένο σέ ξένη γλώσσα, καί ὅταν γυρίζουμε ἀπό τήν ἑλληνική στήν ἀγγλική λογοτεχνία μοιάζει σάν, μετά ἀπό μιά μεγάλη σιωπή, ἕνα ξέσπασμα γέλιου νά ἐγκαινιάζει τήν μεγάλη καί τρανή ἐποχή μας.

Αὐτά εἶναι ὅλα δυσκολίες, πηγές παρερμηνειῶν, διεστραμμένα καί ρομαντικά, δουλοπρεπή καί ξιπασμένα πάθη. Ὡστόσο, ἀκόμα καί γιά τούς ἀνθρώπους χωρίς μόρφωση κάποιες βεβαιότητες ὑπάρχουν. Ἡ ἑλληνική εἶναι ἡ ἀπρόσωπη λογοτεχνία· κι ἀκόμα εἶναι ἡ λογοτεχνία τῶν ἀριστουργημάτων. Δέν ὑπάρχουν σχολές· δέν ὑπάρχουν πρόδρομοι· δέν ὑπάρχουν κληρονόμοι. Δέν μποροῦμε νά ἀνιχνεύσουμε μιά βαθμιαία διαδικασία ἐξέλιξης πού νά ἐκδηλώνεται σέ πολλούς ἀνθρώπους ἀτελῶς ὥσπου νά ἐκφραστεῖ ἱκανοποιητικά ἐπιτέλους σέ ἕναν. Καί πάλι, ὑπάρχει πάντα γύρω ἀπό τήν ἑλληνική γραμματεία  μιά αἴσθηση σφρίγους πού διαποτίζει μιά «ἐποχή», εἴτε εἷναι ἡ ἐποχή τοῦ Αἰσχύλου ἤ τοῦ Ρακίνα ἤ τοῦ Σαίξπηρ.

Μιά γενιά ἀνθρώπων, τουλάχιστον σ’ ἐκείνους τούς καλότυχους καιρούς, γίναν γιά νά εἶναι συγγραφεῖς στό ἔπακρο· γιά νά φτάσουν σ’ ἐκείνη τήν ἀσυνειδησία πού σημαίνει ὅτι ἡ συνείδηση κεντρίζεται στόν ὑψηλότερο βαθμό· γιά νά ξεπεράσουν τά ὅρια τῶν μικρῶν θριάμβων καί τῶν πειραματικῶν προσπαθειῶν. Ἔτσι ἔχουμε τή Σαπφώ μέ τούς ἀστερισμούς της τῶν ἐπιθέτων· τόν Πλάτωνα πού ἀποτολμᾶ ψηλά πετάγματα ποίησης στή μέση τοῦ πεζοῦ λόγου· τόν Θουκυδίδη πού εἶναι σφιχτός καί πυκνός· τόν Σοφοκλῆ πού γλιστράει σά μισοκρυμμένη ράχη πέστροφας μαλακά καί ἤρεμα, φαινομενικά ἀκίνητη, κι ὕστερα, μέ μιά ἀστραψιά στά πτερύγια, φεύγει καί χάνεται· ἐνῶ στήν Ὀδύσσεια ἔχουμε αὐτό πού παραμένει ὁ θρίαμβος τῆς ἀφηγηματικῆς τέχνης, ἡ διαυγέστερη καί, συνάμα, ρομαντικότερη ἐξιστόρηση γιά τίς τύχες ἀντρῶν καί γυναικῶν.

Ὀδύσσεια εἶναι πρῶτα-πρῶτα μιά ἱστορία μέ περιπέτειες, ἡ ἐξενστίκτου ἀφήγηση τῆς ἱστορίας ἑνός λαοῦ θαλασσοπόρων. Ἔτσι, μποροῦμε νά τήν ξεκινήσουμε διαβάζοντας γρήγορα, μέ τό πνεῦμα τῶν παιδιῶν πού βρίσκουν διασκέδαση μαθαίνοντας τί ἔγινε μετά. Ἀλλά ἐδῶ τίποτε ἀνώριμο δέν ὑπάρχει· ἐδῶ εἶναι ἄνθρωποι μεγαλωμένοι, ἐπιτήδειοι, πολυμήχανοι, καί παθιασμένοι. Οὔτε ὁ κόσμος εἶναι μικρός, ἀφοῦ ἡ θάλασσα πού χωρίζει νησί ἀπό νησί περνιέται μέ μικρά σκαριά χειροποίητα καί μετριέται μέ τό φτερούγισμα τῶν γλάρων. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι τά νησιά δέν εἶναι πυκνοκατοικημένα, καί οἱ ἄνθρωποι, παρόλο πού κάνουν τά πάντα μέ τά χέρια τους, δέν ἔχουν συνέχεια τό νοῦ τους στή δουλειά. Εἶχαν τό χρόνο νά ἀναπτύξουν μιά τιμημένη καί περήφανη κοινωνία, μέ μεγάλη παράδοση ἠθῶν, πού καθιστᾶ ἀμέσως τίς ὁποιεσδήποτε σχέσεις εὕτακτες, φυσικές καί ἐπιφυλακτικές. Ἡ Πηνελόπη διασχίζει τήν αἴθουσα· ὁ Τηλέμαχος πλαγιάζει νά κοιμηθεῖ· ἡ Ναυσικᾶ πλένει τά ἀσπρόρουχά της· καί οἱ πράξεις τους μοιάζουν γεμάτες ὀμορφιά γιατί δέν ξέρουν ὅτι εἶναι ὡραῖοι, ἔχουν γεννηθεῖ μέ αὐτές τίς χάρες, δέν ἔχουν μεγαλύτερη αὐτοσυνείδηση ἀπό ἕνα παιδί, κι ὅμως, τόσες χιλιάδες χρόνια πρίν, στά μικρά νησιά τους, ξέρουν ὅλα ὅσα εἶναι γιά νά μαθευτοῦν. Μέ τόν ἀχό τῆς θάλασσας στ’ αὐτιά τους, ἀμπελῶνες, ἀγρούς, ποταμάκια ὁλόγυρά τους, ἔχουν ἀκόμα πιό βαθιά ἀπό μᾶς τή γνώση τοῦ ἀδήριτου πεπρωμένου. Ὑπάρχει μιά θλίψη στόν πάτο τῆς ζωῆς πού δέν πασχίζουν νά τή γλυκάνουν. Βαθιά γνωρίζοντας ὅτι ἡ δική τους θέση εἶναι στή σκιά, κι ὡστόσο ζωντανοί σέ κάθε τρέμισμα, σέ κάθε λαμπύρισμα τῆς ὕπαρξης, ἐκεῖ βαστοῦν ἀκόμα, καί στούς Ἕλληνες ἐμεῖς γυρίζουμε ὅποτε μᾶς ἀρρωσταίνουν τά θολά νερά, ἡ σύγχυση, ὁ χριστιανισμός καί οἱ παραμυθίες του, ἡ ἴδια ἡ ἐποχή μας.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. The Common Reader (=ὁ κοινός ἀναγνώστης) εἶναι μιά συλλογή δοκιμίων πού παρουσιάστηκαν γιά πρώτη φορά συγκεντρωμένα ἀπό τή Βιρτζίνια Γούλφ τό 1925, εἴκοσι χρόνια ἀφότου ἔκανε τό ξεκίνημά της στά γράμματα, δημοσιεύοντας ἕνα ἀνυπόγραφο ἄρθρο στό ἑβδομαδιαῖο περιοδικό The Guardian. Ὡστόσο, τό σύντομο δοκίμιο «On not knowing Greek» πού περιέχεται στόν πρῶτο τόμο τῆς συλλογῆς δέν εἶχε ξαναδημοσιευτεῖ ἀλλοῦ.
  2. Σοφοκλῆ Ἠλέκτρα, 1-2. Ἡ Β. Γ. ἀκολουθεῖ τίς μεταφράσεις τοῦ Richard C. Jebb στά χωρία τοῦ Σοφοκλῆ.
  3. Ἠλέκτρα, 674 και 1415.
  4. ὅ.π., 618.
  5. ὅ.π.,770.
  6. ὅ.π., 149-52.
  7. Αἰσχύλου Ἀγαμέμνων, 418-9. Ἐδῶ ἀκολουθεῖ τή μεταφραστική ἐκδοχή τοῦ Eduard Fraenkel.
  8. ὅ.π., 1072-3.
  9. Ἡ Β. Γ. χρησιμοποιεῖ ἐδῶ τή μετάφραση τοῦ Συμποσίου ἀπό τόν Percy Bysshe Shelley, πού ἔχει σημαντικές ἀποκλίσεις ἀπό τό πρωτότυπο.
  10. Ἀπό ἕνα ἐπιτύμβιο τοῦ Σιμωνίδη (99).
  11. Σιμωνίδης, 100.
  12. Πρβλ. Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπί Κολωνῷ, 670-7.
  13. Συμπόσιο, ὁ λόγος τοῦ Ἀγάθωνα.
  14. John William Mackail (1859-1945). Κλασικός φιλόλογος, μεταφραστής τῶν ἑλληνικῶν ἐπιγραμμάτων, βιογράφος τοῦ William Morris καί σύζυγος τῆς Margaret Burne-Jones.
  15. Ἡλέκτρα, 151-2.
Δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο πρόγραμμα του Θεάτρου Σφενδόνη για την παράσταση του έργου του Ευριπίδη Η Ιφιγένεια στη Χώρα των Ταύρων, σε μετάφραση Γιώργου Ιωάννου και σκηνοθεσία  Άννας Κοκκίνου, το 1997.