Λίγες ημέρες πριν, το Time Magazine Νοεμβρίου κυκλοφόρησε αφιερωμένο στους «Θεούς του φαγητού», προσκαλώντας τους αναγνώστες του σε μία γνωριμία με τους ανθρώπους που δρομολογούν τις γαστρονομικές συνήθειές μας. Από τα 13 πρόσωπα που φιλοξενούνται στο τεύχος, τους «13 Θεούς», όπως ονομάζονται εκεί, μόνο οι τέσσερις είναι «Θεές», δηλαδή γυναίκες, κι αυτές αφενός δεν έχουν εκπροσώπηση στο εξώφυλλο αφετέρου καμία τους δεν είναι chef. Ακόμη, στο σχετικό παραστατικό δένδρο των εκλεκτικών μαγειρικών συγγενειών, δεν υπάρχει χώρος ούτε για ένα μη ανδρικό κλαδί. Εύλογα, σε «χρόνο μηδέν», η γυναικεία απουσία προκάλεσε έντονες αντιδράσεις και πυροδότησε συζητήσεις επί συζητήσεων.

Η Θεοδώρα και οι παλιοί της φίλοι.

Η Θεοδώρα και οι παλιοί της φίλοι.

 «Macho» γαστρονομία

Χαρακτηριστικό είναι ότι μέχρι και οι New York Times έστησαν ένα debate, προσπαθώντας να καταλάβουν τα αίτια παραγνώρισης των γυναικών chefs. Μάλιστα, γνωστή αμερικανίδα κριτικός φαγητού, αναρωτώμενη «που πήγαν όλες οι γυναίκες chefs», παρατηρεί το προφανές, ότι δηλαδή «το επάγγελμα (σ.σ. του chef) δεν είναι πλέον αποκλειστικά ανδρικό κι αυτό συμβαίνει γι’ αρκετό καιρό. Απλά, πολύ συχνά, τα όσα συνεισφέρουν οι γυναίκες δεν λαμβάνονται σοβαρά υπόψη». Η απάντηση ή έστω ένα μέρος αυτής, ίσως κρύβεται στο ότι η (υψηλού επιπέδου επαγγελματική) κουζίνα παραμένει «macho», οργανωμένη «φεουδαλικά», μεταξύ (κυρίως) ανδρών που μοιράζονται «στρατιωτικούς» κώδικες επικοινωνίας και πειθαρχία. Σ’ έναν τέτοιο χώρο, οι γυναίκες, συνήθως, παραμένουν, χαμηλότερα ή, τουλάχιστον, έτσι θεωρείται ότι πρέπει να γίνεται.

Βουλή μόνο για άνδρες

Στην τελευταία πράξη της πρόσφατης τριήμερης συζήτησης στη Βουλή, η πρωθυπουργική ομιλία, ανάμεσα σε χονδροκομμένους αστεϊσμούς κι επιθεωρησιακές ατάκες, ανέδειξε έναν «macho» Αντώνη Σαμαρά, σε μία vintage ελληνική εκδοχή που παρέπεμπε στα κουτσαβάκια της Αθήνας του Μεσοπολέμου. Ο ρυθμός του λόγου, ο τόνος της φωνής, η στάση του σώματος, η κινησιολογία, οι «απειλές» προς την αντιπολίτευση ήταν «εργαλεία» εμπέδωσης της κυριαρχίας του. Άλλωστε, ήδη οι αναφορές στο Τέξας και το Ελ Πάσο, στις μονομαχίες και τα «τρύπια» δολάρια, είχαν δημιουργήσει ένα κλίμα μονομαχίας και στα politics οι μάχες (είθισται να) απαιτούν «αρρενωπότητα» (sic). Δεν έχει περάσει εξάλλου μεγάλο χρονικό διάστημα από τότε που ο νυν πρόεδρος της Βουλής, διασταυρωνόμενος στους διαδρόμους του κτηρίου με τον Γιώργο Καρατζαφέρη, αποφάσιζε να πιάσει το κομπολόι του, όπως στην «άγρια Δύση» το χέρι ενός καλού πιστολά ήταν πάντα στο ρεβόλβερ του.

Τα politics του… κομμωτηρίου

Μέσα σε αυτό το κλίμα, δεν είναι αξιοπερίεργη η διαχείριση της αναίρεση της εμπιστοσύνης της Θεοδώρας Τζάκρη προς την κυβέρνησης. Με τον «ανδρισμό» να έχει λίγη ώρα πριν αναδειχθεί σε κορυφαία πολιτική (;) αξία εντός Βουλής, η αποχώρηση μίας γυναίκας βουλευτή από την κυβερνητική πλειοψηφία… εύλογα κινητοποίησε σχόλια που στόχευαν στην έμφυλη υπόσταση του πρώην στελέχους του ΠΑΣΟΚ. Ανεξάρτητα από τη συνέπεια της ίδιας της Θεοδώρας Τζάκρη, τις πολιτικές επιλογές της ή όσα άλλα -καλά ή κακά- συνοδεύουν τη σταδιοδρομία της, η εκδίπλωση κριτικής στο πλαίσιο εκείνου που, εύστοχα, η Λώρη Κέζα ονομάζει «Γόβα, μαλλί, διαγραφή», εκφεύγει κατά πολύ τόσο της υπέρβασης της αστικής ευγένειας όσο και μίας απλής κουτσομπολίστικης παρεκτροπής.

Άλλο κοστούμι άλλο ταγιέρ

Τα ακριβά γούστα, οι pencil φούστες, τα ψηλοτάκουνα Louboutin, η εξεζητημένη κόμμωση κ.ο.κ. ιντριγκάρουν γιατί η ανεξάρτητη πλέον βουλευτής είναι γυναίκα. Είναι χαρακτηριστικές οι περιπτώσεις που αναφέρει η Κέζα σχετικά με τη συστηματική στοχοποίηση γυναικών βουλευτών ακριβώς λόγω της υποτιθέμενης «ευθραυστότητάς» τους. Το (πολυσχολιασμένο) πουκάμισο του Αλέξη Τσίπρα ποτέ δεν κατακρίθηκε με ανάλογο ύφος, όπως ποτέ δε θα γίνονταν αντίστοιχες νύξεις για τα pochettes του Ανδρέα Ψυχάρη. Στο παρελθόν, οι ενδυματολογικές προτιμήσεις γνωστών ανδρών πολιτικών σχολιάστηκαν, σχεδόν αποκλειστικά, μόνο όταν εκείνοι θεωρούνταν ως αποκλίνοντες της… ανδροπρέπειας.

Πέρα από την πολιτική ορθότητα

Εν τέλει, το ζητούμενο εδώ δεν είναι η αναζήτηση της «πολιτικής ορθότητας» ούτε η αποφυγή έστω κι αυτής της καζούρας. Σ’ αντίθεση όμως ακόμα και με τον άκομψο σχολιασμό, φαίνεται ότι στην περίπτωση της Θεοδώρας Τζάκρη συμβαίνει κάτι ανάλογο με τη γυναικεία «έλλειψη» στους chefs. Παρότι η Βουλή έχει πάψει προ πολλού να είναι το τελευταίο ανδρικό προπύργιο, η κυρίαρχη τάση επιβάλει την «αρρενωπότητα» ως αναντικατάστατη αξία, με αποτέλεσμα οι γυναικείες παρουσίες συχνά να λογίζονται ως «εξωτικές». Ασφαλώς, η έμφυλη, όπως και κάθε άλλη, ανισότητα, υλική και συμβολική, ούτε ξεκινά ούτε εξαντλείται στο συγκεκριμένο περιστατικό ή και γενικά στις αίθουσες της Βουλής. Τα παραπάνω δεν ήταν παρά μία αφορμή.

Άλλωστε, για να συνδεθούμε με την αφετηρία, μετά τις γυναίκες, παραμένει επίκαιρο το «που είναι οι μαύροι chefs;».