Τα γραφεία της Popaganda είναι κοντά στο Μοναστηράκι. Κάθε πρωί, μεσημέρι, απόγευμα και βραδάκι κυκλοφορώ στο κέντρο. Καμιά φορά πιάνει το μάτι μου τους τουρίστες που κάθονται για σουβλάκι, που ψάχνουν μέσα στη κίνηση για ταξί, που τριγυρνούν άσκοπα στην Μητροπόλεως και τους ζηλεύω, όχι γιατί κάνουν τίποτα φοβερό, όχι γιατί κάθονται και τρώνε σουβλάκι που πολλές φορές ούτε να το μασήσεις δεν μπορείς, αλλά γιατί βλέπουν την Αθήνα για πρώτη φορά, γιατί γι’ αυτούς όλα είναι καινούρια.

Θα ήθελα κι εγώ μερικές φορές να μπορώ να ξεπλύνω τα μάτια μου και να δω την Αθήνα με την ίδια λαχτάρα που πάω να δω μια άλλη πόλη της Ευρώπης, τη Λισαβόνα για παράδειγμα που την έχω μεγάλο απωθημένο. Κακά τα ψέματα μερικές φορές με την Αθήνα είμαστε σαν παντρεμένο για πολλά χρόνια ζευγάρι που η γκρίνια έχει φτάσει στο απροχώρητο.

Αλλά της το αναγνωρίζω, ξέρει η άτιμη και κάνει την ανατροπή και μου φουντώνει πάλι την καψούρα. Πώς; Με τη ζωντάνια της και την ποικιλομορφία της. Με τα στέκια μου τ’ αγαπώ γιατί αγαπώ τους ανθρώπους που τα έχουν ή που συχνάζουν σε αυτά. Με μια παράσταση που φέρνει μπροστά στα μάτια μου μια φέτα ζωής όπως το «Στέλλα, κοιμήσου» ή το «Άνθρωποι και ποντίκια»,  με την Τζίλντα,  την αδέσποτη σκύλα που κοιμάται στο πεζοδρόμιο της Κολοκοτρώνη, με τις σαβούρες που έχω φάει σε όλους τους δρόμους εκεί γύρω και ακόμη χαζογελάω μετά την πτώση αλλά κάποια στιγμή θα σπάσω κάνα πόδι και θα θέλω να βάλω φωτιά σε όλη την πόλη σαν άλλος Νέρωνας.

Η Αθήνα μου θυμίζει δύσκολο γκόμενο/α, από αυτούς που όταν τους βλέπεις στα καλά τους θέλεις να τους αρπάξεις αγκαλιά και να τους γεμίσεις φιλιά και να μην ξεκολλήσεις ποτέ, αλλά όταν τους βλέπεις στα ανάποδά τους τους θέλεις να τους ξεκινήσεις στις φάπες, να τους ρίξεις χριστοπαναγίες και στο τέλος να τους παραδώσεις σε αφηνιασμένα σκυλιά.

Είναι πόλη ακραία, δε σε κάνει να βαριέσαι, απαιτεί αφοσίωση αλλά ταυτοχρόνως δε θέλει πολλά πολλά. Είναι πόλη όμως που μπορείς να νιώσεις σπίτι σου. Πάντα λάτρευα αυτή τη σκηνή στην «Στρέλλα» όπου η Μίνα Ορφανού, προς το τέλος της ταινίας, περπατάει στη βραδινή, χριστουγεννιάτικα στολισμένη Αθήνα και αφήνεται να κλάψει χωρίς  δεύτερη σκέψη.

Αλλά είπαμε δεν είναι πάντα έτσι. Η Αθήνα έχει αλλάξει, σε κάποια πράγματα προς το καλύτερα, σε άλλα προς το χειρότερο. Κάθε μέρα κατεβαίνω στο κέντρο. Ξέρω τους άστεγους, βλέπω συγκεκριμένους ανθρώπους πώς αλλάζουν κι αυτοί με την πάροδο του χρόνου, πώς ήταν τις πρώτες ημέρες τους, πώς είναι μετά από την πάροδο μηνών ή και χρόνων. Υπάρχουν στιγμές που αναρωτιέμαι «πού μπορεί κανείς να ουρλιάξει σε αυτή την πόλη;». Δεν έχω σταθερή απάντηση, κάποιες στιγμές ξέρω, άλλες όχι φαντάζομαι. Όπως όλοι μας, νομίζω.

Αυτό που αγαπώ στην Αθήνα πιο πολύ απ’ όλα είναι κάτι μικρά στιγμιότυπα, που κρατούν πολύ λίγο και το μυαλό μου τα τραβά φωτογραφία για να τα κρατώ στη μνήμη μου πολύτιμα. Ευτυχώς που όντως υπάρχουν άνθρωποι που φωτογραφίζουν σπουδαία, όπως η Άσπα Κουλύρα και μας χαρίζουν τα στιγμιότυπα που εμάς μας ξέφυγαν. Σαν αυτό το ζευγάρι, το πιασμένο χέρι χέρι.

Αυτή είναι η Αθήνα μου. Ένα κατακκόκινο φουστάνι. Ό,τι κι αν σημαίνει αυτό.

Λίνα Ρόκου

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Το 1998 ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει στο τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού. Από το 2001 εργάζεται ως δημοσιογράφος.

Share
Published by
Λίνα Ρόκου