Ο Συνωστισμός που μας Έλειψε

Από τις 4 Μαΐου κι έπειτα ξεκινά σιγά σιγά η άρση των περιορισμών εξαιτίας της Covid-19. Δεν θα είναι όμως τίποτα το ίδιο. Αυτοί είναι μερικοί από τους κανόνες που θα ισχύσουν στη νέα πραγματικότητα μας. «Χρειάζεται μια προεργασία για να συνηθίσουμε τις νέες οδηγίες που θα συνοδεύουν την καθημερινότητά μας στην “μετά-κορωνοϊό” εποχή, μέχρι αυτές να γίνουν ρουτίνα», όπως είπε η πρόεδρος της Ένωσης Ιατρών Αθήνας-Πειραιά. 

Η μάσκα γίνεται υποχρεωτική, το αντισηπτικό δεν πρέπει να λείπει από καμία τσάντα και η φυσική απόσταση έρχεται να προστεθεί στις νέες μας συνήθειες. Για παράδειγμα, τα μέτρα προστασίας από τη μετάδοση του κορωνοϊού επιβάλλουν κάθε τραπεζάκι στις καφετέριες να έχει απόσταση από το άλλο τουλάχιστον 2 μέτρων, κάθε παρέα σε καφέ και εστιατόρια δεν θα μπορεί να υπερβαίνει τα 4 άτομα, ενώ στον εξωτερικό χώρο των μαγαζιών προβλέπεται ένα άτομο ανά 3 τ.μ.

Προ κορωνοϊού έχουμε στριμωχτεί για έναν καφέ, έχουμε ζήσει τα πλοία, τα αεροπλάνα, τα μπαρ, τις συναυλίες και τα θέατρα με άφθονο κόσμο, έχουμε βρεθεί σε μέρη που μπορεί να έπρεπε ή να θέλαμε να βρεθούμε κι ο συνωστισμός δεν ήταν το πιο ευχάριστο κομμάτι της μέρας και της εμπειρίας μας. 

Συνηθίζουμε να λέμε ότι οι άνθρωποι συχνά θέλουν εκείνο που δεν έχουν. Αλλά μέρες σαν αυτές, που κανείς δεν περίμενε, δεν πιστεύουμε ότι είναι πλεονεξία να θέλουμε πίσω εκείνες τις στιγμές που βρεθήκαμε ανάμεσα σε πολύ κοσμό. Για κάποιες από αυτές το καταλάβαμε σύντομα ότι θα μας λείψουν, γι’ άλλες δεν το περιμέναμε.

Η ομάδα της Popaganda γράφει για μέρες, νύχτες, συνθήκες συνωστισμού στις οποίες θέλει να επιστρέψει ξανά. 

Ένα βράδυ σε ένα υπερυψωμένο ισόγειο της Διδότου,

έλειψε περιέργως στον Σταύρο Διοσκουρίδη 

Μετά από χρόνια κόψαμε πίτα στην Popaganda. Ήπιαμε, φάγαμε, μιλήσαμε, είπαμε όλα τ’ άβολα αστεία που ανταλλάσσουν άνθρωποι που βρίσκονται για πολλές ώρες την ημέρα, επί πολλούς μήνες το χρόνο, επί πολλά χρόνια.

Και αφού τα χάχανα είχαν τελειώσει είπα να προτείνω μια ιδέα που θα έκλεινε ιδανικά τη βραδιά. Σάββατο πριν την Καθαρή Δευτέρα. Είπα να «πάω με τη νεολαία» και πρότεινα τον Άγιο στη Διδότου.

Έχει αποκτήσει κι ένα καλτ μύθο τα τελευταία χρόνια, παίζει και ελληνικά που δεν είναι σκυλάδικα αλλά κάνεις κέφι, ήταν και κοντά στο γραφείο. Αποθέωση. Σε 7 λεπτά είχαμε κλειδώσει και βρισκόμασταν στο δρόμο.

Το μαγαζί ήταν γεμάτο. Δεν έβρισκες πάσο. Δεν έβρισκες τοίχο ν΄ακουμπήσεις, αέρα ν’ αναπνεύσεις, χώρο να βαρέσεις ένα παλαμάκι. Δε φτάνει που ήταν γεμάτο, δεν φτάνει που ιδρώναμε όλοι, υπήρχε και αυτό το σύνδρομο που πιάνει τον κόσμο όταν δε βρει τη γωνιά του, αυτό που στριφογυρνάνε όλοι λες και είναι δερβίσηδες. Νιώθεις ότι ενοχλείς, ότι μπαίνεις στο δρόμο κάποιου επίμονου εξερευνητή. Δε ξέρεις τι να κάνεις εκείνη την ώρα. Να το υπομείνεις ή να ουρλιάξεις «ένα κάτσε σε μια θέση βρε διάολε!». Εντωμεταξύ, μια δυο φορές που πήγα να κουνηθώ, ενοχλούσα τους δίπλα που με κοίταγαν με αηδία. Ένα μαγαζί ενοχλημένοι και μασκαραμένοι.

Αμήχανα βλέμματα πάλι. Μετά από μισή ώρα πάλι στο δρόμο, βρεθήκαμε στο Ρινόκερω που ήταν μόνο η μπαργούμαν.

Κάποια στιγμή, μέσα στην καραντίνα, κοιτάζοντας τον άδειο και ήσυχο δρόμο, αναπόλησα τον ιδρώτα των άλλων. Η μυρωδιά τους δε μου έλειψε καθόλου, το να είσαι έξω με εκλεκτή παρέα, όμως πολύ.


Ο συνωστισμός της σκοτεινής αίθουσας

για τον Παναγιώτη Μένεγο 

Φωτογραφία: Ανδρέας Σιμόπουλος

Με όλο αυτό το «περιεχόμενο» (πόσο φριχτή λέξη έχουμε καθιερώσει για όσα παράγει η πνευματική μας διάνοια) που έγινε -σίγουρα όχι ξαφνικά, κάπως σαρωτικά όμως- «διαθέσιμο», μοιάζει λίγο παράλογο ότι μου έχει λείψει το σινεμά. Τόσες ταινίες, θεατρικές παραστάσεις, σειρές, πλατφόρμες, free trials, μέχρι κι ERTflix στη διάθεσή μας και πρόλαβε να μου λείψει ο ήπιος «συνωστισμός» της σκοτεινής αίθουσας; Κι όμως ναι, γιατί φοβάμαι ότι είναι ένα από τα, έστω όχι πρώτης ανάγκης, πράγματα που η πανδημία θα σακατέψει. 

Η αίθουσα βρίσκεται σε μόνιμη κρίση εδω και χρόνια κοι μοιάζει να ανήκει στις «ευπαθείς ομάδες» που θα εφαρμοστεί το social distancing ακόμα κι όταν γυρίσουμε πίσω. Εύχομαι όχι, γιατί αυτή η μαγική αίσθηση «να βρίσκεσαι σιωπηλός σε έναν σκοτεινό χώρο μαζί με αγνώστους που έχετε έναν κοινό σκοπό» (που λέει κι ο Τζούμας) δεν μπορεί να ικανοποιηθεί ούτε στην πλάσμα του σαλονιού μας, ούτε σε απρόσωπα multiplexes εντός εμπορικών κέντρων.


Στις μεσαίες θέσεις του αεροπλάνου

θέλει να ξαναβρεθεί η Ντενίσα Μπαϊρακτάρη 

Φωτογραφία: Άγγελος Χριστοφιλόπουλος

Τα αεροδρόμια πάντα μου φαίνονταν μέρη μαγικά. Άνθρωποι με βαλίτσες που δεν ξέρεις ούτε από προέρχονται ούτε και που πάνε, αεροσυνοδοί ντυμένες πάντα στην εντέλεια και πιλότοι που για κάποιο λόγο, στα μάτια μου κάνουν το επικότερο επάγγελμα. Στα αεροδρόμια όλα κυλούν τόσο γρήγορα και οι εικόνες περνούν μπροστά από τα μάτια σου με τέτοιο ρυθμό, που αν βλεφαρίσεις μπορεί και να τις χάσεις. 

Όλος αυτός ο κόσμος συγκεντρωμένος σε ένα μέρος, κάτι που τώρα ίσως μοιάζει τρομακτικό, εμένα μου λείπει πολύ και όσο σκέφτομαι πως το ταξίδι που έχω προγραμματισμένο για τον Σεπτέμβρη, μπορεί να ακυρωθεί με πιάνει μεγάλη θλίψη. Ας ξαναταξιδέψουμε κι ας ξυπνήσω αργοπορημένη για την πτήση μου, για να μπορέσω να τρέξω να προλάβω να την προλάβω. 

Ας ταξιδέψουμε και πάλι και ας αφήσω το μισό μου μπάτζετ στα duty free. Ας μπούμε και πάλι σε ένα αεροπλάνο που θα μας πάει κάπου μακριά κι ας καθίσω στην μεσαία θέση. Χωρίς γεμάτα αεροδρόμια ο κόσμος θα μοιάζει πολύ πιο μεγάλος απ’ ότι είναι και τα σύνορα της χώρας μας πολύ πιο ασφυκτικά. Εμένα όλος αυτός ο συνωστισμός μου λείπει κι ας αναθεματίζω όταν τον βιώνω.

Υ.Γ. Για να είμαι κάπως λιγότερο ρομαντική, θα έδιναν ένα μισθό να πάω ένα βράδυ στα μπουζούκια με τις φίλες μου, να πίνω αμφιβόλου ποιότητας αλκοόλ και να εισπνέω τον καπνό όλων των γύρω μου, μόνο και μόνο για να ανέβω να χορέψω πάνω σε ένα τραπέζι και να μην με νοιάζει τίποτα στον κόσμο, κι ας ξυπνήσω με hangover, γιατί αυτά τα hangover μου λείπουν πολύ.  


Σε ένα ικαριώτικο γλέντι στο Περιστέρι

θέλει να προσπαθήσει να μάθει τα βήματα η Ζωή Παρασίδη

Φωτογραφία: Ασπασία Κουλύρα

Έχω την αίσθηση ότι δεν είμαι μόνο εγώ που λέω και νιώθω ένα μαγαζί «μαγαζί μου» ενώ σε άλλα πηγαίνω συχνότερα. Με ένα «μαγαζί μου» δεν είναι ότι χωρίσαμεαλλά δεν βρισκόμαστε όπως κάποτε, μας κρατάει χώρια η απόσταση, πόσο γράφει το ταξίμετρο  Παγκράτι-Περιστέρι. 

Γιατί μπαίνοντας εκεί ο μόνος τρόπος να φύγω είναι με ταξί. Ακόμα και πριν, όταν ακόμα είχα το μέσο που με ανάγκαζε να κάνω και να ξανακάνω κύκλους (όσοι έχουν μεγαλώσει πέρα από το ποτάμι ξέρουν ότι βράδυ Παρασκευής κάτω από τον πεζόδρομο της Βεάκη δεν βρίσκεις πάρκινγκ ούτε σε δημοπρασία), ακόμα και τότε λοιπόν, έμπαινα στο μαγαζί μια λογική ώρα, έβγαινα πολλές φορές σε ώρα για γυαλί ηλίου, κάπως έπρεπε να γυρίσω με ασφάλεια. 

Τις μέρες πριν την καραντίνα, όταν είχε στήσει ένα από τα περιβόητα γλέντια του, δεν το επισκέφθηκα. Ρώτησα «πως είναι», «κλασικό ικαριώτικο» μου απάντησαν. Ο συνωστισμός σε άλλο επίπεδο δηλαδή.

Θα κάνω μια σύντομη περιγραφή του που ίσως το αδικεί: Είναι ένα πραγματικά ωραίο ρακάδικο, με νόστιμο φαγητό και ψαγμένα αποστάγματα, μη βάλετε με το νου σας εξεζητημένες μοντερνιές και στησίματα στα πιάτα. Είναι αυτό που κλισέ χαρακρηρίζουμε «παρεΐστικο μαγαζί» χωρίς να είναι καθόλου κλισέ. Κι αυτό είναι για μένα το μεγαλύτερο ατού του. 

Γιατί έχει και δύο μπάρες, μια πάνω και μια κάτω, έχει κι ένα υπόγειο που όταν γεμίζει σου αφήνει την αίσθηση ότι έχεις ανακαλύψει μια πλευρά της Αθήνας που λίγοι ξέρουν. Όσο για τη μουσική, έχει τα live του, όταν δεν έχει ξεκινάει με Παπάζογλου και Μάλαμα αλλά φανταστείτε ότι μπορεί να χορεύετε το Footsteps των The Motels  ένα βράδυ ενώ απέναντί σας στέκεται μια αφίσα του Γιώργου Μάγκα. Τα υπόλοιπα αφήνω να τα ανακαλύψετε μόνοι σας, μόλις επιστρέψουμε στη διασκέδαση όπως την ξέραμε. 

Έχω περιμένει μέχρι να αδειάσει τραπέζι αρκετή ώρα και την ημέρα που είπα «άντε πάμε αλλού» δεν πέρασα πολύ καλά. Έχω ζητήσει από παρέα να μας στριμώξει στο δικό της τραπέζι γιατί «όλοι οι καλοί χωράμε». Έχω γελάσει με την ψυχή μου όταν ζήτησα σε κάποιον να κάνει «πιο εκεί» για να κάτσουμε όλοι στη (πάνω) μπάρα ενώ δεν είχε πιο εκεί και το βλέπαμε και οι δύο. Έχω αλλάξει τρεις -μπορεί και παραπάνω- θέσεις για να βρω τη θέση που ναι μεν είναι μέσα στον χαμό αλλά κάθεσαι και άνετα. Έχω τσαντιστεί  σε πάρτι που έβαζα εγώ τη μουσική, όταν ήρθαν τα σκαμπό που περίμενα να μου κάνουν παρέα κι έφυγαν γιατί δεν άντεχαν το στριμωξίδι. 

Είχα σκεφτεί εκείνο το τελευταίο βράδυ «μα δεν γίνεται να έχει λίγο λιγότερο κόσμο μια φορά να χωρέσουμε; Δεν μπορούσαν να έχουν λίγη υπομονή;». Δεν περίμενα ότι θα το μετανιώσω. Τώρα θέλω να γυρίσουμε πάλι εκεί, με όσους θέλουν να είναι μέσα στο μαγαζί, και ας κάνουμε αέρα ο ένας στον άλλον, κι ας μην ξανακάτσει κανείς σε καρέκλα. Θέλω να προσπαθήσω να χορέψω ικαριώτικο ενώ ποτέ δεν το κατάφερα, αρκεί να αγκαλιαστούμε όπως απαιτεί ο χορός. Και θα περιμένω όσο χρειαστεί να αδειάσει μια θέση στη μπάρα αρκεί να μην κρατάμε επιβεβλημένες αποστάσεις. Και σίγουρα όταν θα μου ξαναστείλει η παρέα μου ότι είναι εκεί, δεν θα ρωτήσω «πώς είναι», απλά θα σηκωθώ και θα πάω. 

Θέλω να ξαναδώ τον δρόμο της Καρπενησίου μπροστά από το Αγροτικόν κλειστό, τα αυτοκίνητα σταματημένα σε έναν παράλληλο της Θηβών και ο χορός να είναι ατέλειωτος.


Όταν γιορτάζει η Κέρκυρα

έχει τον συνωστισμό που λείπει στη Λίνα Ρόκου 

(φωτ. ΑΠΕ)

Έχοντας μεγαλώσει στην Κέρκυρα το Πάσχα ήταν σχεδόν παβλωφικά η πιο γκράντε στιγμή όσον αφορά τη συμμετοχή μου σε ένα μαζικό δρώμενο της τοπικής κοινωνίας. Ως μαθήτρια γυμνασίου, λυκείου το να πάρεις μέρος στις περιφορές των Επιταφίων και ειδικά του επιταφίου της μητρόπολης ήταν το απόλυτο must. Μπορεί να μην ακούγεται πολύ διασκεδαστικό, αλλά για μας ήταν. Και κυρίως η αίσθηση ότι παίρνουμε μέρος στην πιο μεγάλη εκδήλωση του νησιού, σε αυτή που χιλιάδες επισκέπτες από την υπόλοιπη χώρα αλλά και από το εξωτερικό ερχόντουσαν να δουν από κοντά, μας έκανε να γουστάρουμε ακόμα πιο πολύ. Από το τέλος του σχολείου και μετά και καθώς εγκαταστάθηκα στην Αθήνα ήμουν κι εγώ μία από αυτούς που ταξίδευαν στο νησί το Πάσχα για να παίξω πια τον ρόλο του θεατή και του τουρίστα. Όμως η διαφορά μου με τους υπόλοιπους τουρίστες ήταν ότι ήξερα τις σωστές καβάντζες ώστε να μην πνιγώ μέσα στο πλήθος και να χαζέψω τις φιλαρμονικές και το σπάσιμο των μπότηδων χωρίς να νιώθω ότι θα ποδοπατηθώ. Γιατί ναι, για τόσο κόσμο μιλάμε. 

Παρ’ όλα αυτά τα τελευταία χρόνια δεν ξέρω τι φταίει, το ότι μεγάλωσα, το ότι όντως η κατάσταση με την πολυκοσμία είχε αρχίσει να ξεφεύγει σε βαθμό που σχεδόν δεν μπορούσες να διασχίσεις το Λιστόν Μεγάλη Παρασκευή απόγευμα προς βραδάκι χωρίς να νιώσεις ότι είσαι στα κάγκελα του Terra Vibe, μέχρι κι εγώ έπιασα τον εαυτό μου να παραδέχεται ότι η φάση έχει γίνει σχεδόν αφόρητη και ότι καλός ο Amletos αλλά αν με σπρώξει άλλος ένας για να δει καλύτερα την Παλαιά Φιλαρμονική να περνάει τότε θα του φέρω κάνα τρομπόνι στο κεφάλι. 

Φέτος, είχα προγραμματίσει να πάω Κέρκυρα το Πάσχα. Ανυπομονούσα, λόγω προσωπικών ζητημάτων τα τελευταία δύο χρόνια είχα κάνει Ανάσταση στην Αθήνα. Φυσικά, ούτε Κέρκυρα πήγα, ούτε οι Φιλαρμονικές βγήκαν στους δρόμους, ούτε το νησί βούλιαξε από κόσμο. Έμεινα να παρακολουθώ, κι εγώ αλλά και όλοι υπόλοιποι Κερκυραίοι είτε βρισκόντουσαν στο νησί είτε όχι, τα watch live που ανέβαιναν στο fb από ντόπιους δημοσιογράφους και απεικόνιζαν τα έρημα καντούνια και τις ηχογραφήσεις παλαιότερων χρόνων από τις φιλαρμονικές που έπαιζαν από τα μεγάφωνα των κλειστών κτιρίων τους. Και έκλαψα με μαύρο δάκρυ. Μπορεί να σας φαίνεται υπερβολικό αλλά το αίσθημα νοσταλγίας ήταν σχεδόν δυσβάσταχτο και έκλεινε μέσα του τις μυρωδιές από τις ανθισμένες πασχαλιές της Κέρκυρας (τέτοια εποχή η φύση οργιάζει), τις μελωδικές φωνές από τις πολυφωνικές χορωδίες της Κέρκυρας να αντηχούν στα βόλτα της παλιάς πόλης, το τιτίβισμα των χελιδονιών στα κεραμίδια της πλακάδας του Αγίου, το λιωμένο στο χέρι μου παγωτό χωνάκι από τον Παπαγιώργη. 

Και σκέφτηκα ότι ποτέ, με ποτέ ξανά δεν θα γκρινιάξω για τον συνωστισμό στα βόλτα του Λιστόν και στο Πενταφάναρο. Και του χρόνου, στριμωγμένοι εύχομαι. 


Σε μια ακόμα συναυλία των Last Drive

θέλει να κόψει εισιτήριο ο Θεοδόσης Μίχος

POPAGANDA

Share
Published by
POPAGANDA