«Η κλασική τέχνη είναι μέρος της φύσης και, μάλιστα, όταν μας συγκινεί, της φυσικής φύσης.» (Γκαίτε)

Ασόβαρα ξεκινούν οι πιο μοιραίες σχέσεις, ανεπαίσθητα χτίζονται τα ψηλότερα τείχη. Έτσι πρέπει να καταναλώσεις, φίλε αναγνώστη, τα όσα ακολουθούν, όπως γεύεσαι ένα brunch, όπως πίνεις ένα punch ή ροκανίζεις ένα crunchy crunch.

Το σώμα, η ύλη, γενικά θεωρείται κάτι υποδεέστερο από το πνεύμα. Κυρίως γιατί έχει αρχή, μέση και τέλος ενώ το πνεύμα, καλώς εχόντων των πραγμάτων, είναι αθάνατο. Έρχεται όμως κάποια στιγμή όπου η συμβολή του σώματος, της ύλης, στην ύπαρξη του πνεύματος, της τέχνης, είναι καθοριστική και sine qua non, απαραίτητη.

Ο Sviatoslav Teofilovich Richter εδώ είναι νέος σχετικά, γύρω στα 1965, τα μαλλιά του είναι ακόμα μαύρα και μπροστά στους έκπληκτους μουσικούς που τον συνοδεύουν στην πρόβα αφήνει το σώμα του να κλυδωνίζεται από τις συσπάσεις του δεύτερου κοντσέρτου του Μπραμς, μια απίστευτη δύναμη ρέει από το σώμα του προς το πιάνο, μια οφθαλμαπάτη συντρέχει, ο Ρίχτερ γιγαντώνεται και το πιάνο μικραίνει και όλο αυτό μεταφράζεται σε μια απερίγραπτα πλούσια μουσικότητα.

Ο κύριος που βλέπουμε να σηκώνει το ποτηράκι σε ένα αποφασιστικά χαρούμενο “Cheers!” λέγεται «Ο εγείρων πρόποση» και φτιάχτηκε από μάρμαρο μεταξύ 2800 και 2300 π.Χ. σε αυτά τα μεταφυσικά νησιά του νότιου Αιγαίου, που φέτος υποδέχτηκαν, καταπώς διάβασα στις στατιστικές, 1.200.000 τουρίστες, οι περισσότεροι από τους οποίους θα ήταν αφιλοσόφητοι πλην όμως ευπρόσδεκτοι. Είμαι σίγουρη ότι ο δημιουργός του δεν είχε διαβάσει Ruskin ή Πλίνιο. Δάσκαλός του ήταν η φύση και σχολείο του η παρατήρηση. Οπωσδήποτε όμως ακολουθούσε κάποιους κανόνες που είχαν θεσπίσει τεχνίτες πριν από αυτόν, και μάλιστα πήγε ένα βήμα παραπέρα, έσπασε έναν κανόνα, χωρίζοντας τα δυο πόδια του αγάλματος και προσθέτοντας κίνηση στη στατικότητα των υπερούσιων αυτών έργων της κυκλαδικής τέχνης.

Δυόμισι χιλιάδες χρόνια αργότερα, το 480 π.Χ., από παριανό μάρμαρο έγινε ο Κριτίου παις. Εδώ το σώμα είναι σωματικότερο, υπάρχουν όλα πάνω του και ακόμα μια μικρή μελαγχολία που νοστιμεύει την ακμή, το απόλυτο άνθισμα της νιότης. Δεν έχει πια το αρχαϊκό χαμόγελο, είναι σοβαρός γιατί και η εποχή είναι πιο βαριά από έγνοιες, το 480 μελαγχολικά ήρθε στην Ελλάδα, ήρθε η προδοσία στις Θερμοπύλες και το κάψιμο της Ακρόπολης. Το σώμα του νέου αυτού είναι ορόσημο στην ιστορία της γλυπτικής και βρέθηκε το 1864 στον Ιερό Βράχο, στη λεγόμενη Περσική Τάφρο, όταν έσκαβαν για να φτιάξουν το Μουσείο της Ακρόπολης το παλιό, το ατσίμεντο. Βγήκε από το σκάμμα μαζί με τον Μοσχοφόρο και την κεφαλή της Αθηνάς από το σύμπλεγμα της Γιγαντομαχίας. Αργότερα, το 1888, βρέθηκε και συμπληρώθηκε το ξανθό του κεφάλι στις ανασκαφές του Νότιου Τείχους.

«Στην ιστορία η λέξη humanitas είχε δυο σαφώς διακριτές σημασίες: η πρώτη προκύπτει από μια αντίθεση ανάμεσα στον άνθρωπο και αυτό που είναι λιγότερο από τον άνθρωπο· η δεύτερη ανάμεσα στον άνθρωπο και αυτό που είναι ανώτερο από αυτόν. Στην πρώτη περίπτωση σημαίνει μια αξία, στη δεύτερη είναι περιοριστικός όρος.» (Erwin Panofsky)

Ο Ρέμπραντ εδώ έχει δώσει στον όρο humanitas (ανθρωπότητα, ανθρωπισμός) το πλήρες μη αποβουτυρωμένο νόημά του. Η Σάσκια ήταν η γυναίκα του, ο άνθρωπός του και ήξερε με τα υλικά της τέχνης του να τη φέρει στη ζωή, μια δεύτερη ζωή, πάνω στο πανί.

«Η ζωγραφική είναι ζωή. Κατάφερες να τη δώσεις στο έργο σου; Τότε έκανες τέχνη», έγραψε ο Γιώργος Μπουζιάνης. Ο πιστός του απόγονος Μάκης Θεοφυλακτόπουλος, με τη βασανιστική επεξεργασία της ύλης και της μάζας του γυναικείου σώματος μέσα στη σπασμένη βάρκα, μοιάζει να ασχολείται μόνο με τις μπογιές και τα πινέλα. Δίχως μέριμνα και πρόθεση για το αποτέλεσμα, δίχως προμελέτη έχει ωστόσο διαπράξει αυτό που οι κριτικοί ονομάζουν υπαρξιακή ζωγραφική.

Η ιστορία της τέχνης ως ένα σημείο, που συμπίπτει περίπου με το τέλος της γεύσης στις ντομάτες και στις φράουλες, ήταν η ιστορία της προσπάθειας να ανακαλυφθεί ο τέλειος άνθρωπος. Και όπως παρατήρησε ο André Malraux, «οι Βυζαντινοί χρειάστηκε να διαθέσουν στην αποφυγή του ανθρώπου τόση μεγαλοψυχία όση είχαν διαθέσει οι αρχαίοι στην ανακάλυψή του». Εφιαλτική σύγκλιση σώματος και πνεύματος, σε βαθμό που η καρδιά χορεύει και αναπηδά τόσο ψηλά και τόσο γοργά όσο ο χορευτής που βλέπει, είναι τα 56 δευτερόλεπτα του πρώτου βίντεο, όπου ο Rudolf Nureyef χορεύει τον κουρσάρο Conrad, σε μουσική Adoplhe Adam και χορογραφία Marius Petipa,

και στο 1.20, όπου δέκα χρόνια αργότερα χορεύει τον πρίγκιπα Florimund στην Ωραία Κοιμωμένη, σε μουσική Pyotr Ilyich Tchaikovsky και χορογραφία πάντα Marius Petipa.

Χρησιμοποιήθηκαν τα βιβλία: Erwin Panofsky, Meaning in the Visual Arts, The University of Chicago Press 1955 Γιώργος Μπουζιάνης, Γράμματα προς τον Χ. Μπάρχφελντ, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1989 Μάκης Θεοφυλακτόπουλος, Τύχες της ύλης, Μουσείο Μπενάκη 2010.

Λούλα

Share
Published by
Λούλα