Post-authenticity: η αναζήτηση της αυθεντικότητας και πώς επηρεάζει το σύγχρονο lifestyle

Όλες και όλοι βιώνουμε αλλαγές στις καθημερινές καταναλωτικές μας επιλογές, αλλά πολλές φορές δυσκολευόμαστε να αναγνωρίσουμε το νέο αισθητικό πλαίσιο του οποίου είμαστε μέρος. Αν, λοιπόν, μια έκφραση απορίας είναι έκδηλη και στο δικό σας πρόσωπο κάθε φορά που σκέφτεστε τι σημαίνει για το σύγχρονο lifestyle το γεγονός ότι το μεσογειακό σεξ-απίλ των ρούχων του Jacquemus, που εκφράζει και εμπνέεται από το λαϊκό στιλ των κατοίκων της Νότιας Γαλλίας, είναι ό,τι πιο φρέσκο έχει δείξει η βιομηχανία της μόδας εδώ και χρόνια, ή γιατί ένα τσίγκινο φαράσι των 30 λιρών είναι sold out στο Labour and Wait του Λονδίνου, πώς τα εργαστήρια κεραμικής σε κάθε γειτονιά της Αθήνας κοντεύουν να γίνουν ισάριθμα με τα σουβλατζίδικα ή για ποιο λόγο πολλά εστιατόρια με αστέρια Michelin στη γαστρονομική Μέκκα του Ευρώπης, την Κοπεγχάγη, σερβίρουν φαγητό με αναφορές σε μερακλίδικο κουτούκι από την Ομόνοια των 50s, τότε μπορείτε να συνεχίσετε να διαβάζετε παρακάτω.

Μετά από είκοσι χρόνια πολιτισμικού πλυντηρίου, όπου trends άλλαζαν με ταχύτητα μεγαλύτερη από ότι η Τάμτα δοκιμάζει περούκες (φήμες θέλουν να μην έχει το ίδιο μαλλί ούτε για 24 ώρες), ο νεοπλουτισμός, τον οποίο η κοινωνία λάτρευε μέχρι πριν την οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας, κατάντησε εξαιρετικά άτοπος, οπότε αυτό που μετασχημάτισε και χαρακτήρισε τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν μια επιστροφή στην απλότητα μιας άλλης εποχής, όπου τεχνολογία και πλούτος δεν ήταν απαραίτητα έννοιες που αφορούσαν τη μάζα. Στο σημείο αυτό, να πούμε μία συγγνώμη στους υποστηρικτές του Y2K στιλ και της hyperpop μουσικής που επενδύει ηχητικά την αισθητική αυτή, γιατί εκτός του ότι πλέον το εν λόγω ρεύμα τείνει να χαρακτηριστεί οριακά ξεπερασμένο, σύντομα θα παραμείνει για πάντα στο χρονοντούλαπο της ιστορίας ως μία niche υποκουλτούρα που έφερε πρόσκαιρα τις diy κομμένες χαίτες, τις κακές ανταύγειες (την αισθητική κακοποίηση των οποίων χρόνια προσπαθούμε να ξεπεράσουμε) και τις πιο faux pas στιγμές των visuals που μας χάρισε σε αφθονία η Paris Hilton σε στιγμές μέθης και επίδειξης πλούτου. 

Ο καταιγιστικός τρόπος με τον οποίο αφομοιώνουμε πληροφορίες σπάνια μας επιτρέπει να κάνουμε ένα βήμα πίσω για να οριοθετήσουμε το πολιτισμικό πλαίσιο, το οποίο υποδεικνύει, συνειδητά ή και υποσυνείδητα, συνήθειες στην καθημερινότητά μας. Τα μηνύματα που δεχόμαστε μεταφράζονται μηχανικά σε καταναλωτικές επιλογές που φαντάζουν οργανικές, αλλά δεν είναι πάντα. Η λέξη “οργανικός” είναι το ιδανικό έναυσμα για να μας βάλει στο θέμα μας, που δεν είναι άλλο από το post-authenticity και πώς αυτό έγινε η μεγαλύτερη αισθητική αναφορά στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα. 

Η λέξη “οργανικός” σηματοδοτεί τη νέα περίοδο της αισθητικής που εξαπλώνεται από το design και την αρχιτεκτονική μέχρι τα ρούχα και το φαγητό, όλους τους πυλώνες δηλαδή αυτού που χαρακτηρίζουμε ως lifestyle. Τα σπίτια γεμίζουν φυτά εσωτερικού χώρου, αναδεικνύοντας την κηπουρική σε ευρέως διαδεδομένο χόμπι (ναι, μπαίνει και σε cv πλέον δίπλα στη λέξη κινηματογράφος). Διακοσμούνται με κεραμικά που έχουν φτιαχτεί σε μάθημα τοπικού εργαστηρίου ή έχουν αγοραστεί από ανεξάρτητο καλλιτέχνη που αναβιώνει μια αρχέγονη πρακτική. Τα μαγαζιά της πόλης για τα οποία γράφουν τα media και στα οποία οι άνθρωποι κάνουν ουρές είναι γαλακτοπωλεία με συνταγές από το παρελθόν και φούρνοι που χρησιμοποιούν προζύμι για να μας θυμίζουν νοσταλγικά γεύσεις από διακοπές στο χωριό. Τα concept stores της νέας εποχής πουλάνε σκούπες από στάχυα και εμαγιέ σκεύη, δηλαδή τα καθημερινά, χρηστικά αντικείμενα του πάλαι ποτέ προλεταριάτου, που πλέον ξανασερβίρονται ως τα απαραίτητα αντικείμενα κάθε σύγχρονου νοικοκυριού που θέλει να μοιάζει αισθητικά ελκυστικό στα social media. Η λέξη “ζύμωση” γίνεται άρρηκτα συνδεδεμένη με τα προϊόντα που βάζουμε στην κουζίνα μας. Τα λαχανικά που αναζητούμε στις λαϊκές δεν είναι πλέον μόνο βιολογικά, αλλά και βιοδυναμικά, ακολουθούν δηλαδή τους κύκλους των εποχών στην παραγωγή τους. Και τα wine bars ξαναγίνονται relevant μέσα από τo trend του natural wine που κατακλύζει παγκοσμίως την αγορά του οίνου ως αναδυόμενο φαινόμενο. 

Και όταν οι νεότεροι, άσχετα με το δικό τους τρέχον κοινωνικοοικονομικό status και κατά πόσο συνάδει με αυτό των προγόνων που οριακά ρομαντικοποιούν, δεν αναβιώνουν μόνοι τους όσα έκαναν οι πιο φτωχές γενιές του παρελθόντος, αναζητούν μέρη και αγαθά που έχουν μείνει απαράλλαχτα στο πέρασμα των δεκαετιών και η μεταπολιτευτική νεωτερικότητα παραγκώνισε. Eίτε μιλάμε για τα πανηγύρια στην Ικαρία, είτε για τα ταβερνεία στο κέντρο της Αθήνας, όπως το Δίπορτο που σερβίρει χρόνια το ίδιο παραδοσιακό φαγητό, είτε για τα μαχαίρια του Τέλη από τα Γιάννενα που αγαπούν μερικοί από τους μεγαλύτερους Γάλλους σεφ. Μια ολόκληρη γενιά ψάχνει την αυθεντικότητα που οι τουρίστες αναζητούσαν ως φολκλόρ εδώ και δεκαετίες και οριοθετεί το πλαίσιο του σύγχρονου lifestyle.

Ποιος είναι ο κοινός παρονομαστής σε όλα τα παραπάνω; Οι παραπομπή στη λαϊκή κουλτούρα, που πλέον γίνεται glorified (δοξάζεται, αν δεν σας αρέσει η ορολογία που χρησιμοποιούν οι Millennials και η Gen Z) και αποκτά νέο περιεχόμενο. Το post-authenticity βάζει χέρι στις νόρμες, τους κώδικες και τις συνήθειες της εργατικής τάξης, στη ζωή των χαμηλότερων στρωμάτων της ταξικής κοινωνίας και επιδιώκει την επανοικειοποίηση τους χωρίς το πολιτικοοικονομικό πλαίσιο στο οποίο αναπτύχθηκαν αρχικά. Ο εν λόγω τρόπος ζωής υπήρξε για τις χαμηλότερες κοινωνικά τάξεις μια αναγκαιότητα για την επιβίωση τους και όχι μια αισθητική επιλογή. Σήμερα όμως, ως αισθητική πρόταση, είναι φαινομενικά μια αντικαταναλωτική απάντηση στον κορεσμό του υλισμού και του υπερκαταναλωτισμού, που διάβρωσαν αξιακά τη γενιά των boomers. Παρουσιάζεται ως ένα εναλλακτικό lifestyle που αποκτά νέους ακόλουθους μέρα με τη μέρα, ένα πολιτισμικό alter ego, που σε μια εποχή οικολογικής και οικονομικής κρίσης δύναται να γίνει το νέο πρίσμα μέσα από το οποίο βλέπουμε τον κόσμο, δημιουργώντας μια ευοίωνη πολιτισμική φαντασίωση για το μέλλον. 

Σίγουρα υπάρχει και μια έκδηλη ειρωνεία σε αυτή τη νέα κατάσταση που ξαναγράφει την ιστορικότητα όλων αυτών που έχουμε συνδέσει με το προλεταριάτο. To post-authenticity μιμείται το φτωχικό lifestyle του παρελθόντος, αλλά δεν είναι. Αρκεί να αναφέρουμε ότι ένα ψάθινο καπέλο του γάλλου σχεδιαστή που ανέφερα στον πρόλογο του κειμένου, που αποτίει φόρο τιμής στη γαλλική αγροτιά, μπορεί να κοστίζει μέχρι και 365 ευρώ. Οπότε καταλαβαίνουμε ότι το target group του παραμένει μια γενιά που θέλει να ξοδέψει διόλου ευκαταφρόνητα ποσά για να γίνει κοινωνός ενός σύγχρονου τρόπου ζωής, με μοναδική εξαίρεση ότι πλέον ασκεί κριτική στην ίδια τη διαδικασία της κατανάλωσης και του αποτυπώματος της στην κοινωνία και τον πλανήτη. Μπορεί κάποιοι να έχουν δικαιολογημένα αμφιβολίες, στη λογική ότι καθετί που ορίζεται ως lifestyle αυτόματα διαβρώνεται από τον καπιταλισμό (ο οποίος τείνει να ενστερνίζεται αυτά που αντιτίθενται στις αρχές και τις δομές του για να τα προσαρτήσει ως κομμάτι του), αλλά η αλήθεια είναι ότι η άφθαρτη γοητεία του post-authenticity είναι το όνειρο για μια πιο απλή και ουσιαστική ζωή.

Γιάννης Τσιούλης

Share
Published by
Γιάννης Τσιούλης