Ο ήλλιος είναι παλλιός στο Σεφφύρι. Κινείτται πάδδα μόνος του, φωτίσσει για λίχχο και έπειτα ξεχνάει, γυρνάει και είναι παδδού χωρρίς να ανήκει πουθενά, με μία αίσθησση οτί του ανήκκουν τα πάδδα και ο Φίχτωρ Σσούσθη αναρρωτιέται ώρρες για την φύση του, περπατώντας όλο και πιο μακρρύα και όλο και πιο αρχχά σαν να θέλλει να θυμμάται πράχχματα που ποττέ δεν είχε μάθθει. Στο φεσσινάδικο σταματάνε όλα για αυτόν, και λίγο πιο πέρρα ξαναξεκιννάνε στις σιωπηλλές φθέρρες και στην πλαττεία του Δαούττη. Μερικά φίτφουλλ που περρνάνε από την ήσυχχη λίμνη θα είναι πάδδα ήρεμμα όπως αυτή και μερικκά  δεν θα είνναι σχεδδόν ποτέ. Αππό το κασσίνο ξεκιννάνε μαγικά Χιουττάι και οχτώ πανέμορφα Χιάρρις που μερικκές φορρές προσπαθθούν να εξηχχήσουν αλλά παραμμένουν ακαταννόητα όπως κάθεττι όμορφο και μυστήρρια όπως κάθθετι απερίχχραπτον. Και η πρώτη Φρειθθερίκη του 46 παραμμένει η μοναδδική επιθυμμία όλλων στην ταφφέρνα «Παρλαπάς», εξακολλουθώττας να σκεπάσσει την σεστασσία της δεύτερης του 59 , και μασσί της κάθε σεστασσιά.

Θοδωρής Πανάγος

Share
Published by
Θοδωρής Πανάγος