Γεννήθηκε το 1900 και πέθανε το 1943. Από πολύ μικρός είχε καταλάβει την κλίση του προς την ποίηση και δημοσίευε με ψευδώνυμο τα ποιήματά του στην Διάπλαση των Παίδων. Το ψευδώνυμο του, Νικητής της Αύριον, αποδείχτηκε προφητικό με έναν αντίστροφο τρόπο. Ο Μήτσος Παπανικολάου, όπως ονομαζόταν, πέθανε  στο Δημόσιο Ψυχιατρείο της Αθήνας μεσούσης της κατοχής. Ηττημένος των αυτοκαταστροφικών επιλογών του κατά τη διάρκεια της ζωής του.

Δεν ξέρω ποιοι ευθύνονται και θάφτηκε το παράδειγμα του απαράμιλλου λυρισμού της ποίησης του. Ας είναι αυτό το άρθρο η αποτύπωση του πόθου μου για την ανάσταση του έργου αυτού του καταραμένου.  Δεν άξιζε στον ποιητή αυτό που του έδωσαν οι απόγονοι της τέχνης του. Παντού μηχανορραφίες και φανταστείτε σήμερα σε τί έλλειμμα ηθικής βρισκόμαστε.

Κι όποιος δεν ξέρει να πολεμά χάνεται απ’ τον λογοτεχνικό χάρτη με πιο βάρβαρες τακτικές κι απ’ αυτές που εφαρμόστηκαν στην περίπτωση του Μήτσου Παπανικολάου. 

Γράφει γι’ αυτόν ο Γιώργος Σχορετσανίτης, «γεννημένος στα 1900, εκεί στο γύρισμα των αιώνων, ο ποιητής Μήτσος Παπανικολάου, θα πεθάνει 43 χρόνια αργότερα, έρμαιο των ναρκωτικών και των συμπαρομαρτούντων κακουχιών. Ζητιανεύει για πολύ καιρό στα στενοσόκακα της κεντρικής Αθήνας, θλιβερό απομεινάρι ελπιδοφόρων παλιότερα εποχών και τελικά μιας ζωής βουτηγμένης στις παρενέργειες του περιθωρίου.

Σε λίγο φίλοι και γνωστοί θα τον κλείσουν στο Δημόσιο Ψυχιατρείο, όπου και θα τερματίσει τη σύντομη και ταλαιπωρημένη ζωή του, από μια θανατηφόρα δόση ναρκωτικών. Ανήκε προφανώς σε μια μεγάλη κατηγορία ποιητών , που οι Γάλλοι αποκαλούσαν καταραμένους. Ευθύνη μας να τον αναστήσουμε». Όταν η ζωή του άρχισε να φυλλοροεί και να χάνει τη ζωντάνια της, ο Μήτσος Παπανικολάου πούλησε πολλά απ’ τα υπάρχοντα του και κυρίως βιβλία με τα πρωτότυπα στην Γαλλική ποιήματα όσων τον ενδιέφεραν και εργαζόταν να τους μάθει στο ελληνικό κοινό. Έπειτα απ’ τον ξεπεσμό του μετακόμισε σ’ ένα φτηνό δωμάτιο κάπου στην Κοκκινιά.  

Η απελπισία του, η βαριάς μορφής εξάρτηση του απ’ την ηρωίνη τον οδηγεί καρικατούρα του άλλοτε κραταιού εαυτού του να περιφέρεται πιο πολύ  στην Ομόνοια. Αυτή η πολύπαθη πλατεία απ’ την οποία ακόμη περνάνε καλλιτέχνες του περιθωρίου για να ζήσουν μικρά πάθη με τους παροίκους -ξένης καταγωγής- της μεγάλης ερωτικής και αγαπημένης τους γειτονιάς. Οι φίλοι του που τον οδήγησαν στο ψυχιατρείο το έκαναν πιο πολύ  για να μπορέσει να έχει ένα πιάτο φαΐ.

Σπουδαίοι άνθρωποι που αψήφησαν τις προκαταλήψεις για το στιγματισμένο περιθώριο ως άντρο αποκλειστικά εγκληματικών υπάρξεων. Δεν ξέρω ποιοί ακριβώς τον βοήθησαν, αλλά θα ήθελα να μάθω. Όμως τα χρόνια πια που μας χωρίζουν απ’ τον ποιητή είναι πολλά και η ευθύνη μου για καταγραφή του περάσματος του απ’ την Αθήνα τεράστια και ζωτικής σημασίας για το άγνωστο στους πολλούς έργο του. 

Σίγουρα η Γαλλία θα μπορούσε να είχε λατρέψει αυτόν τον Έλληνα του οποίου εξίσου με το έργο είναι και η ζωή του ένα πένθιμο ποίημα βαρύ. Αισθητικά επηρεασμένος απ’ τον Καρυωτάκη και τον πραγματικό του φίλο Ναπολέων Λαπαθιώτη, απ’ τους Γάλλους καταραμένους, τους οποίους μετέφραζε με αξόδευτη δίψα, μας δίνει μερικά δοξαστικά για την αστική αλλοπρόσαλλη ομορφιά της Αθήνας, για τα ελκυστικά σκοτάδια του ασυνειδήτου και για την οδύνη ως σκίρτημα για δημιουργικό πειραματισμό. Αγαπούσε τον Ελύτη, τον Σεφέρη, τον Καβάφη και τον Σαραντάρη πολύ καιρό πριν γνωστοί μεσάζοντες κριτικοί επενδύσουν στο έργο αυτών των ποιητών. Κι αν η αποκατάσταση του Σαραντάρη είναι εν εξελίξει, του Μήτσου Παπανικολάου μόλις ξεκινά. Θέλω κι εγώ να συνεισφέρω σ’ αυτό. Οι ομοιοκατάληκτοι στίχοι των ποιημάτων του είναι πραγματικά υπέροχοι. Σε απαγάγουν για λίγο εκεί στα λημέρια της απεγνωσμένης αναζήτησης συναισθημάτων. Στην Ομόνοια και στους πέριξ αυτής δρόμους.  

Ο Μήτσος Παπανικολάου  θα δουλέψει πολλά χρόνια στο περιοδικό Μπουκέτο. Επίσης δημοσιεύει πολλές μεταφράσεις του Γάλλων αγαπημένων του ποιητών στη Νέα Εστία. Ήταν τόσο ερωτική η σχέση του με όλους αυτούς τους poetes maudis, απολύτως συνειδητά αφομοιώνει την Γαλλική γλώσσα σαν μητρική του και προς το τέλος της ζωής του μπορεί και εκφράζεται καλύτερα σ’ αυτήν. Έπαιρνε πολλά λεφτά απ’ το Μπουκέτο  και τα επένδυε όλα στο αγοραίο έρωτα της Ομόνοιας πριν αρχίσει αυτή η τοπική σειρήνα να τον αιχμαλωτίζει μέσα στην τοξική της δίνη. Ποιήματα του έχουν μελοποιηθεί απ’ τους DOMENICA ενώ το ποίημα του Χειμώνας τό τραγουδά σε δική του μουσική σύνθεση ο Θάνος Ανεστόπουλος. 

Για τους σημερινούς σαραντάρηδες νομίζω πως το πιο γνωστό τραγούδι του ποιητή είναι το Μέσα στη Βουή του Δρόμου των DOMENICA (2002). Η πρώτη δισκογραφική δουλειά του συγκροτήματος κυκλοφόρησε το 1999.   

Μέσα στη βουή του δρόμου

ήταν να ‘βρω τ’ όνειρο μου

να το βρω και να το χάσω 

κι ούτε πια που θα το φτάσω.

Μια στιγμή πέρασε μπρος μου 

κι ήταν η χαρά του κόσμου,

η χαρά που μας ματώνει 

σαν οι πιο μεγάλοι πόνοι. 

Πέρασε όπως περνούνε

όσα δεν θα ξαναρθούνε

πουλιά που έχουν φτερουγίσει 

σύννεφα μέσα στη δύση.

Κι άφησε στο πέρασμα του-

πέρασμα ζωής, θανάτου- 

στην καρδιά μου σα σφραγίδα

ώ…την πεθαμένη ελπίδα.

Μιάν ελπίδα πεθαμένη

που μας ζεί και μας πεθαίνει

κι όλο μας τραβάει δώ κάτου

ώς την πόρτα του θανάτου.

Όνειρο γλυκό και ξένο

και παντοτινά χαμένο,

σε κρατώ στο νου μου ακόμα

σαν τριαντάφυλλο στο στόμα.

Όταν πέρασες με πήρες

κι όλες μου άνοιξες τις θύρες

με το μαγικό κλειδί σου

του χαμένου παραδείσου.

https://www.youtube.com/watch?v=g04op74ea3E&feature=youtu.be